Όλη την ώρα τούτη ο Παλαμήδης
στην πιο αψηλή του κάστρου του τη βίγλα
είχε απομείνει ακίνητος, κοιτάζοντας
των ξωτικών το πανηγύρι που άλλος
κανείς θνητός δε μπόρειε να το δει.
Μα σύντομα πολύ, η νύχτα κείνη
για το Ρηγόπουλο μοιραία εστάθη.
Γιατί, η καρδιά του Παλαμήδη ξάφνου
−μια φορά στη ζωή μας αγαπάμε!−
τις πύλες τις διπλομανταλωμένες
τις άνοιξε και ξανακλείνοντάς τες,
έκλεισε μέσα της, σκλάβα−κυρά της,
για πάντα, και στη ζήση και στο θάνατο,
την Ιππολύτη −Ω, θεέ του έρωτα
που ξέρεις τις καρδιές μας να λαβώνεις
και το γλυκόπικρο να μας κερνάς πιοτί σου
που αλίμονο σε κείνον που το πίνει
και τρισαλί σ’ αυτόν που δεν το γεύτη!
Και κείνος τώρα ορμάει! και, διασκελώντας
των κάστρων τα μπεντένια, αλαφροπάτητος,
το μυστικό δρομί που λίγοι το’ξεραν
περνάει˙ κι όμοιος με ήσκιο, μες το σύθαμπο
του πρωινού, αθώρητος, ως κάτω
στο σπήλιο φτάνει το θαλασσοφίλητο
κοντά στην κοιμισμένη του παρθένα.