ΙΠΠΟΛΥΤΗ 6

Κι άρχισε τότε κει, κάτ’ απ’ τον έναστρο

ουρανό, πάνω στ’ ατλάζι τ’ αρυτίδωτο

του πόντο,

ένα γιορτάασι που όμοιό του

κανείς θνητός ποτές δε θα μπορέσει

ούτε να φανταστεί!

Το όστρακο −καράβι ως ακινήτησε

στων παγανών το κέντρο, η Ιππολύτη

εκείνου του γλεντιού έδωκε το σύνθημα

τα χέρια υψώνοντας τα κρινοδάχτυλά της.

Κι άρχισε ευτύς μια μάγα Συμφωνία

με φόρμιγγες χιλιάδες, με φλογέρες,

με φλάουτα κι αυλούς και μ’ άλλα τέτοια

όργανα μελωδίας που τα φυσούσαν

μύρια των ξωτικών πιδέξια στόματα

και συντεφένιες άρπες που’χαν τέλια

κλεμμένες ηλιαχτίδες απ’τ’ αστέρι

τ’ ολόφωτο της μέρα, και τις παίζαν

τα χέρια που βγαίναν μες απ’ τις φυκιάδες

χωρίς κορμιά να φαίνονται, θεοί!

Τώρα τραγούδι αρχίζουν που’χει μέσα του

όλους τους τόνους που οι άνθρωποι ξέρουν

κι ακόμα κι άλλους άγνωστους, πρωτόγνωρους,

π’αναλιγώνουν και κορμί και φρένα!

Καθώς νεροσυρμής είναι μουρμούρισμα

που τρέχει σε κατάχλωρη κοιλάδα,

καθώς φωνούλα γρύλλου, πετροκότσυφα

σφύριγμα ή ζευγαρωμένων σπίνων

ερωτικό κι ατέλειωτο τιτίβισμα

τα πρωινά στις όμορφες φωλιές των.

Απέ, σκαλί−σκαλί καθώς χαμήλωνε,

γινόταν βουερό, σαν το τραγούδι

ωκεανού βαθύβοου, ασυνόριστου,

κι άγγιζε την ψηλή κορφή του θάνατου

και του έρωτα τον πόνο και το πάθος

που με το θάνατο και τούτο μοιάζει!

Ωσότου όλα μαζί γινόνταν ένα:

λαλήματα πουλιών, φύλλων θροΐσματα,

χλαπαταγή βροντής, βουή ωκεάνια,

κι όλα μαζί, τη ζήση ψαλμωδώντας

τον πόνο, τη χαρά, μα και το θάνατο

τον ακατάλυτο υμνούσαν όλα

την άχραντη ομορφιά την απαράμιλλη

όλων των ξωτικών της Πριγκιπέσσας

της άμωμης, της ώριας, της ανέγγιχτης,

της Ιππολύτης!

……………………………………………………………….

Ώρες κράτησε τούτο το ξεφάντωμα,

και μόνο της αυγής το πρώτο αστέρι

στα κάστρα του Παλαμηδιού ως εφάνη,

μονάχα τότε, σκιές θαρρείς κι οράματα,

σαν πάχνη του πρωιού, μια−μια τους άρχισαν

οι ξωτικές να σβήνουν και να χάνονται

κι όνειρα πια, με τ’ όνειρο να σμίγουν.

Έτσι, σε λίγο, απ’ όλο αυτό τον κόσμο

της φαντασίας, τίποτα δεν έμεινε

παρά μονάχα Εκείνη!

Που, ως έμεινε έτσι μόνο καταμόναχη,

τις διαμαντένιες πόρπες ξεκλειδώνοντας

από το διάφανο χιτώνα λευτερώθη

και, μοναχά τον πέπλο της κρατώντας,

τον πέπλο που της έδινε τη δύναμη

αθάνατη κι αγέραστη να μένει,

βυθίστηκε στο κύμα κι απαλόγερτη

σε κείνο αφέθηκε να την τραβήξει

ως πέρα κει στο σπήλιο π’ ανοιγόταν

στου βράχου τα ριζά˙ κείθε φτάνοντας

αποσταμένη, πάνω στην υγρή άμμο,

τα δυο της χέρια προσκεφάλι φτιάνοντας,

νανουριστή απ’το κύμα αποκοιμήθη…

Γιατί, ως Μοίρες όριζαν, το πλήρωμα

του χρόνου πια για Κείνην είχε φτάσει

κι έπρεπε να δεχτεί τώρα στο μέτωπο

το καυτερό φιλί του Πεπρωμένου!..

 

 

Προηγούμενο     Επόμενο