ΙΠΠΟΛΥΤΗ 5

Και να!.. σε λίγο φάνηκε απ’ τα βάθη

του πέλαγου πρωτόφαντο καράβι

παραμυθένιο ένα καράβι ονείρου.

Όστρακο ήταν, μεγάλο, λαμπροστόλιστο,

σε σχήμα καραβιού, κ’ ήταν ολάκερο

πασπαλισμένο από πρύμα ως πλώρη,

μ’ασήμι και χρυσάφι. Πά’ στα ξάρτια του

του φεγγαριού παιγνίδιζαν οι αχτίδες,

κ’ είχε πανιά φλογάτα, μεταξένια

που μυστικό τα’ λουζε φως και λάμπαν!

Γύρω από το πλεούμενο της χίμαιρας

πλήθος μικροί Τρίτωνες κολυμπούσαν

σπρώχνοντας το καράβι ή και τραβώντας το.

Και μέσα κει, στην πλώρη, ξαπλωμένη

απάνω σε γιγάντιου κρίνου κάλυκα,

με γύρη πλουμισμένη και με δρόσο

της κονταυγής, των ξωτικών η Ρήγισσα,

η όμορφη Ιππολύτη!

Βουβοί μένουν οι στίχοι θαμπωμένοι,

κι απελπισμένες σώπασαν οι Μούσες,

τραγούδια να ταιριάξουν μη μπορώντας

στην ομορφιά της άμωμης παρθένας!

Κ’ εγώ τραγουδιστής φτωχός, που να’βρω

τα λόγια τ’ άξια για να τραγουδήσω

το θάμα το θεϊκό που νου θολώνει;

Μονάχα να, πώς να το πω, ένα όραμα,

ένα κορμί σιντέφι, οπάλι, αλάβαστρο,

που διάφανος το σκέπαζε χιτώνας

με λαμπερά ρουμπίνια στολισμένος.

Το πρόσωπό της έλαμπεν ολάκερο

απ’ τα θαλασσινομπλαβά της μάτια,

κ’ είχε μαλλιά τετράξανθα, που χύνονταν

χρυσάφι καταρράχτες στο λαιμό της,

λαιμό που’χε του κύκνου την ασπράδα!

Πρώτη φορά μορφή, κορμί γυναίκας

θνητής ή θεάς, ξεπέρασε τη φύση!

Και να που τώρα τ’άστρα χαμηλώνουν,

την ομορφιά να δούνε της παρθένας!

Αυγές που δέονται, να, γονατίζουν,

τους θεούς να τις στολίσουν ικετεύοντας

με ρόδα περισσά, ώστε να μοιάσουνε

με τις παρειές Εκείνης! Και τα δειλινά

τόνους χρωμάτων πια δε βρίσκουν, λένε

δε βρίσκουν λεν! και κλαίνε, για να φτάσουν

Εκείνης τα μενεξελιά ματόκλαδα!

Και της ροδιάς οι ανθοί φυλλοροήσαν,

τι απ’ το άλικο νικήθηκαν το χρώμα

των άμωμων χειλιών της Ιππολύτης!

Στη λίμνη την απόμερη του φάσους,

που το κορμί της χάιδευαν τα νούφαρα,

απελπισμένη πνίγηκε η αηδόνα,

γιατί το πιο τρελλό κελάηδημά της

λύγαε μπρος στο τραγούδι της Νεράιδας!

Ματώνουν το κορμί τους τώρα οι γλάροι,

ραμφίζοντας με πάθος και μανία,

τι, τ’ άσπρα τους φτερούγια νικημένα,

σωριάστηκαν μπροστά στ’ ολόασπρο θάμπος

τ’ ανέγγιχτου κορμιού της Ιππολύτης!

Εκείνου τ’ ώριου του κορμιού που μέσα του

άπειροι ερωτικοί φωλιάζαν Ίμεροι

με ίουλους καστανούς κι άγουρα χείλια!

Κοντά της, πάνω σ’ άσπρα ροδοπέταλα

και κρινανθούς, γερτές, άλλες νεράιδες

πλάι σ’Εκείνην φίλες και συντρόφισσες

με μύρα την εραίναν καιτη χτένιζαν −

κ’ ήταν η μια τους πιο όμορφη απ’την άλλη!−

Το κάλλος της παινεύαν με τραγούδι

π’ ανθρώπου αυτί δεν το’χε ματακούσει.

Κ’η πλάση είχε κρατήσει την ανάσα

σε τούτο μπρος τ’ όνειρο και το θάμα,

σ’Εκείνην που δεν είναι τίποτ’ άλλο

παρά μονάχα η ίδια η Ομορφιά!

 

 

Προηγούμενο     Επόμενο