ΙΠΠΟΛΥΤΗ 4

Ο λόγος ο στερνός του, δεν επρόλαβε

τις πύλες της Σιωπής να δρακελίσει

πά’ στο φαρί της Αγωνίας καλπάζοντας,

και ξάφνου −μολογάει ο θρύλος− το Έρεβος

άνοιξε τα μαβιά φτερά του διπαλατα

κι ανάστερο πηχτό σκοτάδι απλώθη.

Νεκρώθηκεν η πλάση και το πέλαγο

άρχισε να κοχλάζει, σα λεβέτι

σε πυρωμένη στια. Συγκαρινά

κρυερές πνοές, του θάνατου φιλήματα,

άγγισαν το κορμί του Παλαμήδη.

Οσμή από πίσσα, θειάφι και κατράμι

σκορπίστηκε τριγύρω, και το τέρας

του Τρόμου τώρα ορθώθηκε κυρίαρχο,

και της νυχτός τ’αγρίμια, τρομαγμένα

λουφάξαν στις φωλιές τους, την ανάσα τους

στα δόντια τους κρατώντας. Ώρες κρίσιμες

που χνώτο ενός Θεού τις σημαδεύει!

Πόσο κράτησε τούτο, μήτε ο θρύλος

δεν ξέρει να το πει. Μπορεί όσο βλέφαρου

να κράτησε ανοιγόκλεισμα, η χρόνια.

Μα πάλι να! Τα γνέφια ξεδιπλώθηκαν

γιγάντιο ως να τα τράβηξε ένα χέρι,

και μπρος στον Παλαμήδη τώρα πρόβαλε

μια νύχτα μαγική κι ονειρεμένη.

Και κείθε, μπρος τη μεσαριά του πέλαγου,

των ξωτικών ο κόσμος φανερώθη!

………………………………………………………….

Πρώτοι σ’ αυτή τη μάζωξη του ονείρου

πάνω σε συγνεφάκια ροδοπλούμιστα

οι νταντελένιοι ήρθανε Αστερίες,

τα παγανά του αγέρα˙ και κατόπι

του κόρφου τα μικρά τα Τριτωνάκια

κ’ήτανε στο κοπάδι τους μπροστάρηδες

οι δυο οι αρχηγοί τους, ο Αφρόπλαστος

κι ο καταγάλανος Κυματογέννητος,

που τούτο το κοπάδι εξουσίαζαν.

Ακόμα, είχαν κινήσει απ’τα θολάμια τους,

τις νεραϊδοσπηλιές, οι ανεράιδες

κ’ έπλεαν νωχειλικά στο κύμα πάνω.

Άλλες έτσι είχαν έρθει, κολυμπώντας

κι άλλες, οι πιο τρανές, καβαλικεύοντας

πάνω σε μαύρους δέλφινες της θάλασσας,

με στολισμένο το κορμί τ’ οπάλινο

διπλές σειρές κοράλλια, σκουλαρίκια

φορώντας από ατόφιο μαύρο γιούσουρι

από της Μπαμπαριάς τ’ ανήλια βύθια.

Πά’ στ’ ώριο ξανθοπλόκαμο κεφάλι τους

μαργαριτάρια λάμπαν τρισμεγάλα

που, έτσι ως με τις αχτίδες επαιγνίδιζαν

του φεγγαριού, ήταν όνειρο και θάμα!

Συγκαιρινά χυθήκανε λυσίκομες,

από τ’Αρκαδικά βουνά τους ροβολώντας

−από τον Μαλαιβό κι από το Μαίναλο,

απ’ τον Ταΰγετο κι από τον Πάρνωνα−

οι αμαδρυάδες που τ’ ωραίο κορμί τους,

το λυγερό και το κυπαρισσένιο

φέγγιζε στον αγέρα σα δαμάσκο

ατσάλινο σπαθί, ω νύχτα ονείρου!

Στερνοί, στερνοί αργοπλένα στη συνάθροιση

τούτη των ξωτικών, οι γέροι −Τρίτωνες,

αργά τον αρχηγόν ακολουθώντας

το Γαλαξία, τον πάππο γέρο−Τρίτωνα˙

κ’ ήταν και τούτοι με τα γιορτερά τους.

Έτσι, ως εφτάσαν όλα και κανένας

δεν έλειψε, από τούτο το κοπάδι,

απλώθη ένα τραγούδι που πλημμύρισε

όλο το γύρω κόρφο, ένα τραγούδι

που αρχίνησε απαλό σα χάδι ζέφυρου,

σα φλοίσβος του κυμάτου, σαν του πεύκου

το θρόισμα στο φίλημα της αύρας,

ή σαν της μικρομάνας το νανούρισμα

στου πρωτογέννητου παιδιού το λίκνο.

Ώσπου έφτασε, σκαλί-σκαλί ανεβαίνοντας,

και θριαμβικός υψώθηκε παιάνας!

Κι ο φτερωτός παιάνας τούτος έφτασε

στο πιο αψηλό κλαδί της μελωδίας,

εκεί που άλλο τραγούδι πια δε φτάνει

ούτε θνητού ούτε πνέματος˙ κ’ η λύρα

του Απόλλωνα να σπάσει κιντυνεύει!

Σαν έφτασε ως εκεί, ακροζυγιάστηκε

μετέωρος για λίγο˙ και κατόπι

την υστερνή κραυγή του ανασαίνοντας,

κραυγή γεμάτο θρίαμβο και πάθος,

αφέθηκε να πέσει στην ολάνοιχτη

αγκάλη της Σιγή που καρτερούσε

και να πεθάνει εκεί, τη θέση αφήνοντας

στη Σιωπή που απλώθη τώρα λεύτερη

ολάκερο τον κόρφο πλημμυρώντας,

και φέρνοντας στα κάτασπρα φτερούγια της

την προσδοκία και το μεγάλο μήνυμα

του ερχομού ΕΚΕΙΝΗΣ!….

 

 

Προηγούμενο     Επόμενο