ΙΠΠΟΛΥΤΗ 1

Ακούστε μια ιστορία που ξεκινάει

απ’των καιρών τ’ανάστερα τα βάθη.

Το θρύλο έχει πατέρα˙ και πλανιέται

χιλιάδες χρόνια τώρα, στόμα-στόμα.

Την ετραγούδησε ο αυλός του Πάνα

πρώτος, στ’ Αρκαδικά βουνά˙ κατόπι

την πήραν οι ανέμοι που κατέβαιναν

του Αργολικού τα κύματα να σμύξουν

με το τραχύ φιλί τους το βουνίσιο˙

και κει, πάνω στο χάδι το ερωτιάρικο,

τους την ψιθύρισαν, μιαν άγια νύχτα

που φεγγαρίσιο αναλυτό χρυσάφι

τον κόρφο το γαλήνιο επλημμυρούσε.

Και την ακούσαν οι ξωθιές, ως ήταν η ώρα

η ποθοπλάνταχτη που, με φυκιόπλεχτα

στεφάνια και θαλασσινά κοχύλια

ομορφοστολισμένες, εχορεύαν

ανάερες στα νερά. Και την ακούσαν

οι Τρίτωνες και φυσώντας τα κοχύλια τους

την κάναν μελωδία˙ και το τραγούδι

−τραγούδι του Έρωτα, του Πόνου και του Θάνατου−

άρχισε δρόμο πια μακρύ να παίρνει!

Χρόνια και χρόνια το τραγούδησαν

η σύριγγα του Πάνα, οι ανεράιδες

στους έρημους γιαλούς καθώς χτενίζουν

τα πράσινα μαλλιά τους στων νερών

το βάθος το γλαυκό. Οι αμαδρυάδες

καθώς πλανιώνται, αιθέριες, στ’ άγρια λόγγα,

τα ερωτικά τους ξόρκια μουρμουρίζοντας.

Η κόρη του Χειμώνα η Καταιγίδα

που, μες από τα νέδια, μαστιγώνει

ανήλεη, τη γης την πυρωμένη.

Την πήγαινε στα κάστρα τα τετράψηλα

Φράγκων και Βενετσάνων, τροβαδούροι

χλωμοί και λυγεροί˙ και την τραγούδησαν

μπροστά σε Πριγκηπέσσες συντεφένιες.

Και σήμερα ακόμα, αχόα απόκοσμος

φτάνει ως εμάς˙ και θα την ιστορήσω

ως μου την είπε κάποιος γέρο−Τρίτωνας

στη Βαυαρέζικη σπηλιά μια νύχτα…

 

Προηγούμενο     Επόμενο