ΙΠΠΟΛΥΤΗ 2

Ήταν οι αχνοί καιροί, οι παραμυθένιοι

που η καταχνιά του Θρύλου τους σκεπάζει

και του Παλαμηδιού το κάστρο τ’ώριο,

με τα σκαλιά τα χίλια και τους πύργους

τους αψηλούς, ο γέρο−Ναύπλιος όριζε−

φύτρα θεϊκής γενιάς− κι από κει πάνω

όλη την πόλη τ’ Αναπλιού διαφέντευε

με στιβαρό το χέρι κυβερνώντας.

Κ’ είχεν ετούτος ο σεβάσμιος άρχοντας,

καμάρι, πρωτογυιό τον Παλαμήδη.

Έτσι χειροπιαστές οι ώρες διάβαιναν,

άνοιξες, καλοκαίρια και χειμώνες,

και στου καιρού το διάβα το Ρηγόπουλο

άξαινε καθώς λεύκα λυγερόκορμη,

κ’ έδειχνε πως μια μέρα θα’ταν άξιος

στη θέση του Πατέρα, να κρατήσει

το σκήπτρο το βαρύ του γέρο−Ρήγα

και την τρανή να κυβερνήσει πόλη.

Κι ως κάποτε οι θεοί χαρίζουν σπάταλα

τα δώρα στους θνητούς, ο Παλαμήδης

αντάμα με την ομορφιά συνταίριαζε

τα θάμα της σοφίας του, κι ακόμα

ερωτικούς γεμάτους πάθος στίχους

με τέτοια ήξερε τέχνη να σμιλεύει

που τ’όνομά του σ’ όλη την Ελλάδα

η Φήμη στα φτερά της το τριγύρισε.

Ακόμα τ’ουρανού οι έναστροι θόλοι

το Βασιλόπουλο γητεύαν˙ νύχτες

ολάκερες εκείνον μελετώντας

του Αστρονόμου τ’ όνομα απόχτησε,

κ’ η Δόξα με τ’ αβρά γλυκά της χείλια

το μέτωπό του εφίλει˙ και Ρηγάδες

τρανοί και κοσμοξάκουστοι όχι λίγοι

έστελναν προξενιά, τις θυγατέρες τους

έχοντας πόθο μυστικό να ενώσουν

μ’αυτό το θεϊκό βλαστάρι που’χε

παππού τον Ποσειδώνα, και ψεγάδι

κανένα σε μυαλό, κορμί και νου

δε μπόρειες να του βρεις. Όμως εκείνος,

δεν έλεγε να στέρξει, τι η ψυχή του

θρεμμένη με το στίχο και τ’ αστέρια

κάτι άλλο πιο τρανό αποζητούσε.

Και κάποια νύχτα…

 

Προηγούμενο     Επόμενο