ΝΥΧΤΕΡΕΜΑ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ: Ο ΓΟΛΓΟΘΑΣ ΤΟΥ “ΓΕΡΟΥ”

Ήτανε νύχτα χινόπωρου -μήνας Σεπτέμβρης του τριαντατρία.
Ψιλόβρεχε…
Ο “Γέρος” τοιμάζεται ν’αποκοιμηθεί, μέσα στο φτωχικό σπιτάκι του, στο “Κιουλ-Τεπέ”, εκεί, πλάι στο κλησσηδάκι των Άη-Θοδώρων.
Οπού ακούγονται χτυπήματα βροντερά στην πόρτα.
Βγήκε στο παράθυρο.

-“Ποιος είναι;, ρώτηξε με κείνη τη φωνή του τη βροντερή, που ψύχωνε τους πολεμιστές στο Δερβενάκι.

Ο ίσκιος κουνήθηκε:

-“Ο Μοίραρχος Κλεώπας είμαι.”

Το μάτι του παλιού κλέφτη, οπού’βλεπε σα νυχτερίδα στο σκοτάδι, αγροίκησε κι άλλες σκιές οπού’χανε ζώσει το σπιτάκι.
Ήτανε σαράντα χωροφύλακες.
Χουμήξανε μέσα.
Τ’αναποδογύρισαν όλα. Τα’ψαξαν όλα.

-“Τι έκαμα; Τι έκαμε;, λέει ο “Γέρος”.
Κι ύστερα, τι χρειαζότανε στρατός;
Δε μου στέλνατε, μωρέ, ένα σκυλί μαλλιαρό, από κείνα τα θεληματάρικα, με μια γραφή, να’ρθω στο Ανάπλι και μ΄’ένα φανάρι κρεμασμένο στον ώμο του να μας φέγγει και των δυονών;”-

Τσιμουδιά ο Μοίραρχος.
Τι να πει;

….

Και τόνε λυταρώσανε, που λες -αυτόν, τον αϊτό του Μοριά!- και τόνε χώσανε, κει, σ’ένα μπουντρούμι ανήλιαγο, στο Ιτς Καλέ, κι απέ στο Παλαμήδι, μήνες σταυρωμένους έξι, δίχως καμιά ανάκριση, ώσαμε που να τοιμάσουνε -οι Αντίχριστοι!- τα πλοκάμια τους τα αισχρά και να τόνε κηρύξουνε -τούτονε το νικητή του Δράμαλη!- ένοχο εσχάτης προδοσίας!
Και μαζέψανε -οι τρισάθλιοι!- ούλους τους αλήτες, τους ληστές, τους σπιούνους και τους ρεμπεσκέδες, τα κατακάθια της Κοινωνίας, για να του κολλήσουνε της ρετσινιά της προδοσάς.
Να τ’ακούς και να σηκώνονται οι τρίχες της κεφαλής σου!
Αυτή η πράξη, παιδιά μου, στάθηκε το στίγμα της Αντιβασιλείας….

….

Σαν απέρασε το ξάμηνο, τόνε σούρανε -τούτον και τον ξάδερφό του τον Πλαπούτα- στο Δικαστήριο, όπου στεγαζότανε τότε στο Βουλευτικό.
Η κατηγορία -όπου την είχε χαλκέψει ο Εισαγγελέας Μάσωνας , κολλητός της Αντιβασιλείας- ήτανε πως, τάχατες, εκεί στην Τριπολιτσά, οι δυό τους ύφαιναν συνομωσία ενάντια στην Αντιβασιλεία.
Στη δίκη, η κατηγορία του Μάσωνα κουρελιάστηκε τόσο, όπου, από τους πέντε δικαστές, ο Πρόεδρος Πολυζωίδης και ο δικαστής Τερτσέτης, αρνηθήκανε να υπογράψουνε την απόφαση, που καταδίκαζε το “Γέρο” και τον Πλαπούτα σε θάνατο.
Μπαίνει στη μέση ο Μινίστρος της Δικαιοσύνης, ο Σχινές -άλλος τζουτζές της Αντιβασιλείας τούτος!- και τους διατάζει -στ’όνομα του Βασιλιά- να υπογράψουνε.

-Όχι! Όχι! απαντάνε τούτοι οι παλικαράδες. Δε βάνουμε την υπογραφή μας σε ψεύτικες κατηγόριες! Στ’όνομα της Δικαιοσύνης!

Μπάζουνε στην αίθουσα τους χωροφύλακες, που αρχεύουνε να χτυπάνε τούτους τους δυό λεβέντες με τα κοντάκια των όπλων τους και να τους σπρώχνουνε στην έδρα.
Μάταια!
Κείνοι μένουνε κει, ασάλευτοι.

-“Το κορμί μας, φωνάζουνε, μπορείτε ναν το πιλατέψετε! Μα τη συνείδησή μας όχι! Ποτές!”

….

Ύστερα από τόσα χρόνια, οπού γεννήκανε τούτα τα φοβερά συμβάντα, η Πολιτεία τίμησε την καρδιά τη λιονταρίσια κείνων των δύο.
Τους έστησε της προτομές τους όξω από το Δικαστικό Μέγαρο του Αναπλιού.
Να τους βλέπει ο κοσμάκης και να τους καμαρώνει!
Να τους βλέπουνε οι σημερινοί Δικαστές και να φρονηματίζονται.
Και να μη σκύφτουνε την κεφαλή στη Δικτατορία.
Στην κάθε Δικτατορία!…

….

Ωστόσο, η φτιαχτή απόφαση, βγήκε: θάνατος!
Τους ανεβάσανε στο Παλαμήδι και τους ρίξανε σε μπουντρούμι τρισκόταδο και μουχλιασμένο, σαν τους κοινούς φονιάδες και ληστές!
Να πάτε, παιδιά μου, να το δείτε το κελλί της ντροπής, όπου ρέψανε κείνοι οι δύο…
Σαν απεράσανε λίγες μέρες, ο Άρμανσπεργκ, οπού  άκουσε  το υπόκωφο βογγητό και τη μυστική φοβέρα του λαού, πήρε τη συγκατάθεση του Όθωνα , ν’αλλάξει τη θανατερή ποινή, σε φυλάκιση είκοσι χρόνων.
Σαν το μηνύσανε του “Γέρου”, κείνος πικρογέλασε:

-“Πές τε, λέει, στο Βασιλιά πως θα Τόνε γελάσω! Δε θα ζήσω τόσους χρόνους!”-

….

Έζησεν, όμως.
Γιατί, σαν ενηλικιώθηκε ο Όθωνας και πήρε στα χέρια του τα γκέμια της χώρας -μια και, βαθιά του, ένιωθε φταχτης για το άδικο!- έδωκε Βασιλική Χάρη και στον Πλαπούτα και στο “Γέρο”.
Και τους ξανάδωκε όλα τα δικαιώματα και τους βαθμούς, που η αντιβασιλεία τους είχε στερήσει.
Την ημέρα όπου ο “Γέρος” λευτερώθηκε και κατέβηκε τα σκαλιά του Παλαμηδιού, ο κοσμάκης, από το Ανάπλι, την Πρόνοια και τα γύρω χωριά, οπού’χε μάθει το μαντάτο το χαρμόσυνο, τόνε πρόσμενε και τον αποθέωσε!
Κι ο Γέρος, σαν είδε τούτον το ντουνιά να χοροπηδάει από τη χαρά του, είπε:

-“Τούτο που είδανε σήμερα τα μάτια μου μ’έκαμε να ξεχάσω την πίκρα της φυλακής!”-

Έτσι είπε.
Και τα μάτια του θολώσανε από το δάκρυ…
Τότες ο Γέρος ήτανε εξηνταεννιά χρονώ!

 

Προηγούμενο   Επόμενο