ΝΥΧΤΕΡΕΜΑ ΣΤΕΡΝΟ: ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΦΗΓΗΤΗ

Απόψε, παιδιά μου, αναπλιωτάκια μου, δε νιώθω να με κρατάνε τα κότσια μου.
Τούτες τις τρεις μέρες -τις νύχτες δηλαδή!- οπού’χαμε να συναπαντηθούμε, η κλονισμένη κιόλας υγεία μου, πήρε το χειρότερο.
Η Ιππολύτη μου -ας της χαρίζει ο Θεός χρόνους πολλούς και χαρούμενους!- μου παραστάθηκε.
Μου’φερε ντοτόρους -κανένανε από δαύτους δεν έχω σε εκτίμηση!- που στήσανε ιατρικό Συμβούλιο και μου κάνανε λογής-λογής παράξενα πράμματα!
Με πασπατέψανε σε ολάκερο το κορμί μου κι απέ, ξεροβήξανε, κουνήσανε τα κεφάλια τους, τα πάνσοφα, γράψανε κάτι ρετσέτες και με ποτίσανε με ροσόλια και καταπότια θεόπικρα, οπού φέρνουνε εμετό.
Τέλος μου πήρανε γαίμας, λέει να το αναλύσουνε.
Μου βγάλανε και φωτογραφίες, λέει, της καρδιάς.
Μου πήρανε και την πίεση.
Ύστερις από όλα τούτα, με παρατήσανε στην ησυχία μου και φύγανε.
Θα ματάρθουνε, είπανε, αύριο και ποιος ξέρει τι ακόμα θα πράξουνε πάνω στο κορμί μου καραγκιοζιλίκια και γιατροσόφια.
Τώρα, βέβαια -για να πούμε και το δίκιο του στραβού- όπως σας είπα πιο πάνω, δεν τα νιώθω καλά τα πράμματα!
Όρεξη για φαΐ δεν έχω. Εγώ, που άλλοτε έτρωγα και τα σίδερα!
Κοντανασαίνω.
Τα ποδάρια μου είναι ασήκωτα.
Η κεφαλή μου έχει ένα παράξενο βουητό.
Τέλος, είναι και η καρδιά μου.
Τούτη η πελιστέρα, όπου, τόσους χρόνους, γουργούριζε γλυκά-γλυκά, μέσα στο κλουβί της, τώρα βογγάει παράξενα και θρηνητικά.
Κι ώρες-ώρες λιφτουράει, σα να θέλει να σπάσει τούτο το σάρκινο κλουβί της και να πετάξει τ’αψήλου, να βρει τη λευτεριά της.

….

Αυτά.
Επειδής, το λοιπόν, αύριο θα ξανάρθουνε τούτοι οι κομπογιαννήτες και μπορεί να με τραβήξουνε στο Νοσοκομείο, όθε -σας το λέω- δε θ’αντέξω να βγω ζωντανός!- σας κάλεσα κι απόψε, για να σας αποσώσω τούτο το όμορφο παραμύθι, όπου εγώ -τόσες νυχτιές τώρα- μαστορικά σας ξετύλιξα και σεις υπομονετικά και προσεχτικά τ’αφουγκραστήκατε.
Και βέβαια που, η ξαγγονούλα μου, η Ιππολύτη, βάλθηκε, με όλα τα δυνατά της, να μποδίσει τούτη την αποψινή συνάντησή μας.

-“Παππού, μου’λεγε, γιατί δε θέλεις να καταλάβεις πως είσαι άρρωστος;
Δε χάθηκεν ο κόσμος! Σε λίγες μέρες, οπού θα βγεις γερός από το Νοσοκομείο, θα’χεις όλο τον καιρό να ξανάβρεις τους φίλους σου και να τα πείτε!”-

Της απάντησα πως, η σημερινή νυχτιά είναι η στερνή του παραμυθιού.
Στο Νοσοκομείο με μπάζουν αύριο.
Και, εκεί, μπαίνουνε λιγότεροι ζωντανοί και περισσότεροι βγαίνουνε -τους βγάζουνε, δηλαδή- αποθαμένοι!
Είπε κείνη, είπα και γω, μα, στο τέλος γένηκε το δικό μου.
Έπαρε, το λοιπόν, Αναστάση μου καλαμαρά, το τεφτέρι σου και το κοντύλι σου και γράφε.

….

Ο Παντοκράτορας, η Κυρά των Ουρανών κι ο Άγιος Αναστάσης μας, με βοηθήσανε να φτάσουμε ώσαμε το τέλος τούτου του όμορφου και παράξενου παραμυθιού.
Ας το αποσώσουμε απόψε.
Αύριο θα με παραλάβουνε κείνοι οι γιατροί (η λέξη γιατρός δεν είναι μονοκόματη, λέω. Είναι μαζί δύο λεξούλες, κολλητές: γειά-τρως! Αυτοί, δηλαδή, μας τρώνε την υγειά μας!) και θα με πάνε και θα με στήσουνε σ’ένα κρεβάτι, μέσα σε κείνους τους κάτασπρους τοίχους, τους κρυερούς.
Εκεί όπου, και γερός να’σαι, αρρωσταίνεις!
Σας κάλεσα απόψε κοντά μου, παρόλο που η Ιππολύτη μου χάλασε τον κόσμο να με μποδίσει.
Με χούγιαξε κιόλα.
Με φοβέρισε πως θαν το μαρτυρήσει στους γιατρούς, που διατάξανε, λέει, απόλυτη ανάπαψη και λίγες κουβέντες.
Μα, σας το ξανάπα: πάτησα πόδι!
Και, μιας και της έταξα της Ιππολύτης, πως σήμερα θα κοιμηθώ νωρίς, Αναστάση μου, καλέ μου, γράφε συ. Και σεις, παιδιά μου, ακούστε.
Θα σας τα πω σιγά-σιγά, γιατί κοντανασαίνω.
Κι ένα δροτάρι κρυερό περιχύνει το δόλιο μου κορμί!

….

Το λοιπόν:
Έφτασε, κάποτες, παιδιά μου, η μέρα η πικρή!
Δυό-τρεις μήνες πριν όλο και κάτι ακουγότανε, σιγοψιθυριζόταν…
Πως, λέει, τάχατες, ο βασιλιάς θα’παιρνε από δω το θρόνο Του, να τόνε πάει στα μέρη της Αθήνας.
Ο κόσμος δεν το πίστευε.
Γιατί, τάχατε; λέγανε.
Γιατί;
Αδέξιο είναι το Ανάπλι;
Ούλα τα’χει!
Και κάστρα θεόρατα, με κολώνα τους το Παλαμήδι. Και χτίρια, όπου μπορούνε να χωρέσουνε ούλες οι Υπηρεσίες τους Κράτους.
Είναι μικρό, αντιλέγανε οι λίγοι ξεροκέφαλοι.
Μικρό; Θυμώνανε οι πιότεροι.
Τώρα, οπού φύγανε οι οχτροί που το πιλατεύανε, μπορεί κάλλιστα ν’απλωθεί, όξω από τα τειχιά του, στον κάμπο τον Αργολικό, φτάνοντας ακόμα ώσαμε την Τίρυνθα και βάλε!

-Ποια, Τίρυνθα, μωρέ, κάνανε οι αντίθετοι. Μέσα στα βάλτα θα χτίσουμε;

Οι άλλοι δεν κιοτεύανε.
Θα γίνουνε, λέγανε, έργα αποστραγγιστικά.
Θα τραβηχτούνε τα νερά κι ο βάλτος θα γενεί στέρεα γης. Θα μου πείτε: χρειάζονται λεφτά για τούτο το έργο. Ε, και; Ποιο πολλά θα χρειαστούνε, για να γενεί πολιτεία το χωριουδάκι της Αθήνας!
Ατού, οι πρώτοι:
Ο πατέρας του Λουδοβίκου, λέγανε, οπού’ναι αρχαιολάτρης, θέλει την πρωτεύουσα του γιού του κοντά στην Ακρόπολη.
Ιστίκιο, οι άλλοι:
Τι αρχαιολατρείες και πράσινα άλογα!
Εδώ έχουμε έτοιμη πρωτεύουσα, με τόση ιστορία και θα πάμε ψάχνοντας να φτιάξουμε καινούρια;
Ύστερις, λίγα αρχαία έχει το Ανάπλι μας;
Τίρυνθα, Μυκήνες, Επίδαυρο! Τι άλλο γυρεύει:
Κι από άπλα, άλλο τίποτις!
Ξεχάσατε πως -τότε με την προσφυγιά του πεσμένου Μεσολογγιού- χώρεσαν εδώ τριάντα χιλιάδες ψυχές;
Ξεχνάτε και το λιμάνι μας, οπού’ναι απάγγειο;
Οι παλιοί Φοίνικες και Κάρες, οι εμπορευάμενοι ταξιδευτές της Μεσόγειος, σε τούτο δω το λιμάνι βρίσκανε καταφυγή!
Ναύπλιο, μαθές, τι θα πει;
Μονοκόμματη λέξη δεν είναι.
Δυό λέξεις, κολλητές, συντιαριάζουνε τ’όνομά του: Ναυς και πλέω! Ούλες οι Νήες -τα καράβια τ’αρχαία- σε τούτο το λιμάνι έπλεαν κι έτσι πήρε τ’όνομά της η πολιτεία μας!
Κουμάντο θα κάνει στη χώρα μας ο πατέρας του Όθωνα;

….

Αυτό λέγανε, κείνους τους καιρούς, οι καημένοι οι Αναπλιώτες.
Μα, τίποτις δε γένηκε.
Ο Λουδοβίκος, στο τέλος, πέτυχε το σκοπό του.
Ο γιός -μικρός και άβουλος- υπάκουσε στη γνώμη του πατέρα του.
Και, δυό χρόνια ύστερις από το φτάσιμό του στην πόλη μας -τότες, οπού, σημαδιακά, σκόνταψε στους “Απόβαθμους”- ο Όθωνας και η Κυβέρνησή Του -πρώτη Οχτώβρη μήνα του τριαντατέσσερα- πήγανε να κατοικήσουνε στην καινούρια τους Πρωτεύουσα, την Αθήνα.
Που, κείνον τον καιρό, ήτανε ένα λασποχώρι με εξήντα καλυβόσπιτα, στριμωγμένα όλα γύρω στα ρημάδια της Ακρόπολης!
Έφυγε, το λοιπόν, ο βασιλιάς, από στεριάς, από το δρόμο της Παλιάς Επίδαυρος.
Δακρυσμένος, γύρισε και είπε στους Αναπλιώτες Δημογέροντες: “Με λύπη μου αφήνω τούτη την πόλη, οπού τόσο αγάπησα!”
Κι έκλαιγε!
Όμως, κείνος Μονάρχης τ’Ανάπλι δεν το ξέχασε. Και, για να το τιμήσει, αποφάσισε να γιορτάσει εδώ τα εικοσιπεντάχρονα της βασιλείας του. Τη χρονιά του χίλια οχτακόσια πενήντα οχτώ.
Γένηκε νταβατούρι μεγάλο.
Και τ’Ανάπλι μας στολίστηκε, βάνοντας τα καλά του, για να αποδεχτεί τον Βασιλέα του.
Γενήκανε, επί τρεις μέρες αραδιαστές, ραβαΐσια, γιορτές και πανηγύρια.
Μονάχα που, τρίτη μέρα της επίσκεψης του Όθωνα, σύμβηκε κάτι παράξενο και σημαδιακό, που πάγωσε τις καρδιές.
Εκεί, στην πλατεία των Ανακτόρων, είχε στηθεί μια κολώνα αψηλή -οβελίσκο τόνε λέγανε- που, πάνω στην κορφή της είχανε στεριώσει ένα λαμπρό ομοίωμα του βασιλιά.
Και, να που, την ημέρα κείνη, σηκώθηκε ένας αγέρας δυνατός στ’Ανάπλι.
Και δίνει μια στον οβελίσκο και τόνε σπάει…
Και το ομοίωμα του βασιλιά, πέφτοντας και τούτο, γίνεται χίλια κομμάτια!
Τον οβελίσκο τόνε σηκώσανε και τόνε στεριώσανε με γερά σκοινιά.
Μα, λένε πως, η βασίλισσα, βλέποντας το σπασμένο ομοίωμα του κύρη της, δε μπόρεσε να κρατηθεί.
Κι έβαλε τα κλάμματα.
Γιατί Εκείνη έβλεπε…
Έβλεπε, μέσα στη μπόρα που σίμωνε, τον μαύρο αγιούπα της συφοράς….

Ναι, παιδιά μου.
Για τη βασιλεία του Όθωνα είχε σημάνει η αρχή του τέλους.
Ο λαός, όλο και περισσότερο, μέρα τη μέρα, είχε αρχίσει να μουρμουρίζει παράπονα για τα φερσίματα του βασιλιά.
Είχε ξεχάσει, λέγανε, τριάντα χρόνους τώρα, το όνειρο της Φυλής. Τη Μεγάλη Ιδέα. Το πάρσιμο της Βασιλεύουσας του Παλαιολόγου.
Είχεν αλησμονήσει, λέγανε, πως, τόσα χρόνια τώρα, μένανε αλευτέρωτα κομμάτια της πατρίδας μας. Κομμάτια που’κλειναν σκλάβους αλύτρωτους, τους αδελφούς μας.
Ακόμα ήτανε και η απαιδία.
Θες Εκείνος ήτανε ανίκανος, θες η Αμαλία στέρφα, το παιδί ο Διάδοχος, δε γεννιόταν…
Δεν έβγαινε από τα σπλάχνα της Βασίλισσας.

….

Σε καζάνια πεντάκρυφα αρχέψανε να σιγοβράζουνε συνωμοσίες.
Συνωμοσίες, που μέσα τους δεν είχεν αμελήσει να χώσει την ουρά της η πονηρή Αλβιώνα.
Και -ιδέστε γυρίσματα της τύχης!- από δω ακριβώς, από τ’Ανάπλι που τόνε δέχτηκε, νιόφυτο βλαστάρι, από δω άρχισε η ανοιχτή επανάσταση ενάντια στον Όθωνα!
Αρχηγός της Επανάστασης ήτανε ένας αντισυνταγματάρχης.
Ο Αρτέμης Μίχος.
Και ψυχή και φλογερή ιέρειά της μια αρχόντισσα αντρογυναίκα.
Η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου.
Τούτη δεν ήτανε καμιά της αράδας.
Γεννημένη στην Πάτρα, με μεγάλη μόρφωση.
Πολυταξιδεμένη.
Σπουδαγμένη στην Ιταλία και στη Φράντζια, η Παπαλέξαινα είχε θρεφτεί από την ιδέα της Γαλλικής Επανάστασης.
Το σπίτι της -εκεί στην πλατεία Συντάγματος, ήτανε το πνευματικό κέντρο της πολιτείας.
Και τώρα γένηκε η φωλιά των συνομωτών.

….

Ο βασιλιάς και η Κυβέρνηση, μόλις μάθανε το μαντάτο της ανταρσίας, στείλανε εδώ κάτου πολυάριθμα φουσάτα, με αρχηγό ένανε μπιστεμένο του Όθωνα, τον Στρατηγό Χαν.
Τούτος εδώ πολιόρκησε τ’Ανάπλι, κόφτοντας και το Υδραγωγείο της Άρειας.
Οι αντάρτες αντισταθήκανε, όσο μπορέσανε.
Η Παπαλέξαινα τους εμψύχωνε, με λόγια φλογερά.

-“Μην κιοτεύετε!, φώναζε από το μπαλκόνι της, ενώ οι οβίδες πέφτανε στο Ανάπλι.

Κάντε κουράγιο! Το Ανάπλι μας, όπως έσωσε την ανεξαρτησία του Γένους, θα ασφαλίσει τώρα και τη λευτεριά του!”

….

Ένα μήνα κράτησε κείνο το αδελφοκτόνο κίνημα.
Πολλά κορμιά πέσανε κι απ’τις δυό μεριές.
Τα βασιλικά φουσάτα μπήκανε στη ρημαγμένη, από αδελφικά χέρια, πολιτεία.
Ο Βασιλιάς έδωκε αμνηστεία.

…..

Όμως, ο θρόνος είχε πια κλονιστεί ανεπανόρθωτα.
Και, λίγους μήνες κατόπι -τον Οχτώβρη του 1862- ο Όθωνας έφευγε για πάντα από την Ελλάδα.
Με το δάκρυ στα μάτια…
Σαλπάρισε, με το Ιγγλέζικο πολεμικό “Σκύλλης”.
Όσο για την Παπαλέξαινα, τούτη τιμήθηκε από την Εθνοσυνέλευση.
Ε, παιδιά μου, από τότες το Ανάπλι μας -τούτη η Μάνα-πόλη της Ελλάδας!- απόμεινε ορφανό και ξεχασμένο ν’ανασαίνει τους θρύλους και της αναμνήσεις του…

Τ’ακούσατε;
Τ’ακούσατε τα τρία, συνθηματικά, χτυπήματα στη θύρα; Η Ιππολύτη μου είναι και μου μηνάει πως η ώρα πέρασε και πρέπει ν’αναπαυτώ.
Ότ’είχαμε να πούμε το’παμε.
Και συ, Αναστάση μου αγαπημένε, στοχάζομαι πως τα’γραψες καταλεπτώς τα όσα αφουγκράστηκες.
Έλα δω.
Έπαρε τούτο μου το σεντούκι, οπού’χω ούλα τα θυμητάρια του Αναπλιού: παλιά χειρόγραφα, σπάνιες φωτογραφίες, χρονολογίες κι άλλα πολλά, οπού θα σε βοηθήσουνε να γράψεις καταλεπτώς την ιστορία της πολιτείας μας.
Επαρέ τα και συνταίριαστα, καταπώς συ ο γραμματιζούμενος γνωρίζεις.
Εγώ σου’δωκα τον πηλό.
Πλάσε τον εσύ. Δούλεψέ τον. Και, κάμε ένα βιβλίο καλό. Να το διαβάζουνε τα Αναπλιωτόπουλα και να μαθαίνουνε την ιστορία του αγαπημένου μας Αναπλιού.
Έτσι, μπράβο.
Σε χούγιαξα πολύ, μωρέ καλαμαρά, τούτες τις νυχτιές.
Ας σε χούγιαξα!
Στο βάθος σε τιμάω. Και ξέρω -ξέρω καλά- σε τίνος χέρια μπιστεύομαι τούτα τα κειμήλια.

……

Έτσι! Τώρα η ψυχή μου ξαλάφρωσε!
Αύριο με παγαίνουνε -σας το ξανάπα- στο Νοσοκομείο. Δεν ξέρω αν θα ματαβγώ από κει.
Στερνή μου πεθυμιά -α δε ματειδωθούμε!- είναι να με θάψετε εκεί, στην πλατέα των “Πέντε αδερφιών”, στην ντάμπια του Μόσχου. Αντίκρυ στο σπίτι μου.

Ναι, εκεί!…
Ν’ανασαίνω το αγέρι του Αργολικού κόρφου.
Ν’αγναντεύω το αγέρι του Αργολικού κόρφου.
Ν’αγναντεύω τα κάστρα μας.
Να’χω αντίκρυ μου το Παλαμήδι.
Να βλέπω την πόλη οπού πολύ αγάπησα!

….

Έλα, έλα! Μην κλαίτε!
Δεν απόθανα κιόλας!
Έχει ο καιρός γυρίσματα!…
Ποιος ξέρει…
Μπορεί ο Θεός να μην έχει ακόμα αποσώσει το λάδι του καντηλιού μου!
Ελάτε!
Ελάτε κοντά μου να σας ασπαστώ, βλαστάρια μου!
Ας βιαστούμε! Η Ιππολύτη ξαναχτυπάει τώρα, επίμονα, τη θύρα.
Καλό ξημέρωμα!

….

Κι όμως…
Ήτανε η νυχτιά του η ολόστερνη!
Η προθανάτια νυχτιά!…
Το άλλο πρωί βρέθηκε στο κλινάρι του νεκρός.
Έμοιαζε σα να κοιμόταν!…
Ο λευκοφτέρουγος Άγγελος Κυρίου είχε πάρει την ψυχούλα του κα ιτην ανέβασε στους εφτά ουρανούς!…

ΤΕΛΟΣ

 

Προηγούμενο   Επιστροφή στο ΕΡΓΟ