ΝΥΧΤΕΡΕΜΑ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ: Η ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΙΑ

Με τον ερχομό του Όθωνα, μια εποχή καινούρια αρχεύει για το Ανάπλι και το Έθνος.
Μέχρι να πάρει ο Όθωνας την ηλικία για να βασιλέψει -όπως ο Νόμος όριζε- της Εξουσίας τα γκέμια κράτησαν οι τρεις άντρες της Αντιβασιλείας, οπού’ρθανε μαζί του, διαλεγμένοι από τον πατέρα του, το Λουδοβίκο.
Πρόεδρος της Αντιβασιλείας ήτανε ένας γαλαζοαίματος, ο κόμης Άρμανσπεργκ και μέλη ένας ξακουστός δάσκαλος των Νόμων, ο Μάουερ και ο στρατηγός Έυδεκ.
Μαζί με τούτον, ήρθε -καινούριο γαίμας στο κορμί το αναιμικό της Ελλαδίτσας μας- κι ένα γερό δάνειο, κάπου εξήντα εκατομμύρια φράγκα.

….

Ε, την αλήθεια να λέμε, τούτοι οι τρεις, μονοιαγμένοι, καλά δουλέψανε στην αρχή.
Τα ταιριάξανε αδερφικά με την Κυβέρνηση τη ρωμέικη και συνεργαστήκανε μαζί της, για το καλό, την προκοπή και το νοικοκύρεμα του τόπου.
Αλλά και οι Βαυαροί στρατιώτες, οπού’χαν έρθει μαζί με τον Όθωνα, προσφέρανε και τούτοι ό,τι δυνήθηκαν.
Μόλις οι Φραντζέζοι στρατιώτες οπού’χανε κρατήσει, στην πόλη και στα χωριά, την τάξη -μπαρκάρανε για την πατρίδα τους κι οι Βαυαρέζοι πήρανε τη διοίκηση, βαλθήκανε να πράξουνε κάθε καλό που περνούσε από το χέρι τους για το Ανάπλι.
Γιατρέψανε -μερεμετίζοντας τα- τα κάστρα, οπού’τανε λαβωμένα από χέρια εχτρών και -γιατί να το κρύβουμε;- και από αδερφικά μιαρά χέρια.
Στρώσανε δρόμο της προκοπής, ανάμεσα Ανάπλι και Άργος και οργανώσανε Πλοστάσιο, με τεχνίτες Βαυαρούς -οπλουργούς, μαραγκούς και σιδεράδες- που διδάξανε τούτες τις τέχνες στους εδικούς μας.
Κι ακόμα, βάνοντας αγγαρεία από καταδίκους, στεριώσανε, πάνου στη δυτική ράχη του Παλαμηδιού, τη μεγάλη πετρένια σκάλα, όπου και σήμερα παίρνουμε για ν’ανέβουμε στο κάστρο.
Κείνη οπού’χει τα σκαλοπατάκια τα εννιακόσια ενενήντα εννιά!
Ακόμα -το τριαντατέσσερα- ο Όθωνας στέριωσε- απέναντι από το Παλάτι Του, ένα Γυμνάσιο- το πρώτο στην Ελλάδα!
Σκληρά και φιλότιμα -το δίκιο, δίκιο!- δούλεψα τούτοι οι Βαυαρέζου, για την καινούρια πατρίδα του Πρίτζηπά τους.
Το τέλος τους μονάχα δε στάθηκε καλό.
Καθώς μινίσκανε εκεί, σ’ένα συνοικισμό, στην Τίρυνθα, πλάι στ’αρχαία κάστρα, τους τσιμπήσανε οι κούνουπες του Μεγάλου Βάλτου, οπού απλωνότανε πλάι τους.
Τούτα τα τσιμπήματα, καθώς και τ’άγουρα οπωρικά οπού γευόντουσαν, μπάσανε στο αμάθητο κορμί τους τη φοβερή μαλάρια.
Και οι πιότεροι, κιτρινισμένοι από τις θέρμες, σα θειαφοκε΄ρια, ρέψανε, ώσαμε που αφανιστήκανε εκεί, πάνω στον αθό της Νιότης τους.

….

Αμή, δε μείνανε έτσι, παραγνωρισμένοι.
Όταν ύστερα από δυό χρόνια, ο πατέρας του Όθωνα ήρθε στο Ανάπλι να ιδεί το γιό του και έμαθε, με κάθε λεπτομέρεια τούτο το περιστατικό, τόνε πήρανε τα δάκρυα.
Κι έστειλε και φέρανε από τη Βαυαρία ένανε γλύπτη τρανό κι επιδέξιο, το Σίγγελ.
Τούτος ο τεχνίτης οπού’χε χάρισμα Τέχνης θεϊκό, πήγε κει στην Πρόνοια και διάλεξε, κοντά στο Νεκροταφείο, ένα βράχο μονοκόματο, θεόρατο, πάνω στο λόφο.
Εκεί, έστησε σκαλωσιά και κάθισε και πελέκησε πάνω σε κείνο το βράχο, ένα θεόρατο λιοτάρι.
Ολόσωμο!
Τούτος ο λιόντας -είμαι πεντασίγουρος πως μύριες φορές διαβήκατε ομπρός του, μα δεν του δώκατε την προσοχή που του’πρεπε!- κοιμάται πάνω στην ταφόπετρα που σκεπάζει τους αγαπημένους νεκρούς του.
Κοιμάται, ήμερος και γαλήνιος.
Όμως… αλλί και τρισαλλί στον αστόχαστο που θα βουληθεί να’γγίξει τούτην την επιτάφια πλάκα, ταράζοντας τον αιώνιο ύπνο των παιδιών της Βαυαρίας.
Αλλί και τρισαλλί του!…
Ευτύς ο λιόντας θα ξυπνήσει.
Και, βρούχισμα βγάνοντας φοβερό, θα χουμήξει -με νύχια και δόντια- να σπαράξει το μιαρό και το βέβηλο!…
Λένε, μάλιστα και τούτο:
Κάποτε, κάποιος ρεμπεσκές, πήρε ένα κοπίδι και σκαρφάλωσε ως εκεί, να σκαλίσει -ο κουφιοκέφαλος!- τ’όνομά του, πάνω στου λιόντα το κορμί.
Μούσγωμα ήτανε, χειμωνιάτικο.
Τ’άλλο πρωί -θες γλίστρησε, θες ο λιόντας τον άμπωξε!- βρέθηκε χάμου στο χώμα, με τσακισμένο κορμί!…

….

Και, μια και μιλήσαμε για πεθαμένους, να σας πω και τούτο, να μη μου ξεφύγει.
Καθώς, από την πλατέα τ’Άη Σπυρίδωνα -εκεί, πλάι στη σκαλιστή Τούρκικη βρύση, τη μαρμαρένια- παίρνουμε τα πέτρινα σκαλιά κι ανεβαίνουμε στο Ιτς-Καλέ, βρίσκεται ένα Τέμενος, οπού λένε.
Τούρκικο τζαμί.
Τούτο, λοιπόν το τζαμί, ο Όθωνας, έδωκε διάτα και το’καναν Φραγκοκλησά, για τους Καθολικούς του Αναπλιού.
Να παγαίνουν εκεί οι Φράγκοι, να λειτουργιούνται.
Το’βαλε στ’όνομα της “Μεταμόρφωσης του Χριστού”.
Εκεί να πάτε να δείτε δυό’μορφιές.
Η μια είναι μια εικόνα της “Ιερής Οικογένειας”, όμορφο και πιστό αντίγραφο του πίνακα του ξακουστού ζωγράφου Ραφαέλλου.
Η άλλη, απέναντι σε τούτη, είναι πατριωτική.
Είναι μια ξύλινη αψίδα, όπου τήνε σκάρωσε ένας Φιλέλληνας, ο Συνταγματάρχης Τουρέτ.
Και, πάνω της, είναι χαραγμένα τα τιμώμενα ονόματα των Φιλελλήνων, όπου χύσανε το γαίμας τους για τη φτωχή μα περήφανη πατρίδα μας.

….

Ετούτα, παιδιά μου, σταθήκανε τα καλά και τ’άγια της Αντιβασιλείας.
Όμως, δεν απέρασε καιρός πολύς και τούτοι οι τρεις αρχέψανε τη γκρίνια!
Τ’είσαι συ και τ’είμαι γω!
Άσε που -τι σας είχα μολογήσει πιο πάνω;- βάνανε στη μέση την ουρά τους και οι “Προστάτιδες Δυάμεις”!
Έτσι, ο Άρμανσπεργκ τα’χε καλά με τους Ιγγλέζους, ο Μάουερ με τη Φραγκιά κι ο Έυδεκ με τη Ρουσία.
Αλλά, τούτοι οι τρεις, είχανε και τα προσωπικά τους.
Ο Μάουερ, οπό’τανε φοβερός τσιγκούνης, ζήλευε τον Άρμανσπεργκ, οπού ζούσε μια ζωή γεμάτη πολυτέλεια κα ισπατάλη. Είχε ένα σπίτι-παλάτι, εκεί, πλάι στης “Στεριάς την Πόρτα” κι έδινε, κάθε τρεις και τόσο, κάτι φιέστες λαμπρότατες, με ταχτικά του καλεσμένο το Βασιλιά.
Ήτανε πολύ φιλόδοξος ο Άρμανσπεργκ.
Μάλιστα -καθώς είχε κα ιτρεις διχατέρες, τη μια πιο όμορφη από την άλλη- το’χε βάνει, λέγανε, βουλή, να κάνει μια από δαύτες βασίλισσα, δίνοντάς τη γυναίκα στον Όθωνα.
Τόσο το’χε πάρει απάνω του, οπού, τότες, μέσα σε κείνη τη φτώχεια και την κακομοιριά του Αναπλιού, ετούτος, μάτια μου, είχε αμάξι με έξι άλογα!
Και, κάθε βράδυ, δος του οι φέστες κι οι χοροί στο παλάτι του.
Είχε και πιάνο.
Το πρώτο πιάνο στην Ελλάδα, στο σπίτι του Άρμανσπεργκ ακούστηκε:
Μάλιστα!

….

Έπεσε, το λοιπόν, οπού λέτε, ανάμεσα σε τούτους τους τρεις, η διχόνοια κι η αμάχη, που, φυσικό ήτανε, να ξεθυμάνει στην καμπούρα την εδική μας.
Γιατί, και που βέβαια οι “Προστάτες” μας δε χάσανε την ευκαιρία!
Ο καθένας τους χωριστά -βάνοντας μπροστά το μέλος της Αντιβασιλείας οπού΄χε φίλο- προσπαθούσε να γονατίσει τους άλλους δυό και να μείνει τούτος νικητής και κουμαντατόρος στον τόπο μας.
Οι τρεις Πρεσβείες των “Μεγάλων”, στο Ανάπλι είχανε γίνει σφηκοφωλιές σπιούνων και, μυστικά πολεμάγανε η μια την άλλη.
Και, φυσικά, τη νύφη, την πλερώναμε εμείς!
Θα μου πείτε: Δεν τα’βλεπε όλα τούτα ο Όθωνας;
Δεν έβλεπε ότι, τούτες οι ραδιουργίες της Αντιβασιλείας, σκάβανε τα θεμέλια του θρόνου του;
Δεν ξέρω!
Δεν έχω ντοκουμέντα να βασιστώ και να σας μολογήσω.
Μην ξεχνάμε πως, ο Όθωνας ήτανε ακόμα ένα αμάθητο παιδόπουλο και πως, οι άλλοι τρεις -οπού κρατάγανε τα γκέμια της εξουσίας στα χέρια τους- είχανε τον τρόπο να του τα παρασταίνουνε όλα ρόδινα κι ωραία, κρύβοντάς του πιδέξια τα κόλπα τους κα ιτις βρωμιές τους.
Μήγαρις -και μέχρι τα χρόνια μας- τέτοια δεν είναι η Μοίρα των βασιλιάδων;
Κλείνονται μέσα στο παλάτι τους-πιστεύοντας τα όσα οι πονηροί σύμβουλοι τους τους λένε και δε βάνουν αυτί ν’ακούσουνε τους χτύπους της καρδιάς του λαού τους!
Όταν το πάρουνε χαμπάρι είναι αργά
Ο θρόνος τους -θρόνος πια φτιασμένος από τραπουλόχαρτα!- σωριάζεται καταγής, στο πρώτο φύσημα του αγέρα!…
Ας είναι!…

…..

Κι ήρθε κάποια μέρα, οπού, τούτη η αμάχη ανάμεσα στους τρεις, έφερε στο μπουντρούμι του Παλαμηδιού -ένοχο “εσχάτης προδοσίας”- τ’ακούτε;- έναν από τους πιο τρανούς αγωνιστές του Κοσιένα. Τον ήρωα του Δερβενακιού και σωτήρα της Ελλάδας: το “Γέρο του Μοριά”!….

 

Προηγούμενο   Επόμενο