ΝΥΧΤΕΡΕΜΑ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ: Ο ΟΘΩΝΑΣ

Τέλος πάντων, παιδιά μου, ύστερις από το φευγιό και του Αυγουστίνου, γενήκανε πάλε κάτι καυγάδες, ανάμεσα στους εδικούς μας, μα στο τέλος μονοιάσανε. Σταμάτησε η αδελφική φαγωμάρα και η Γερουσία έβγαλε μια Διοικητική Επιτροπή, οπού θα’κανε κουμάντο, μέχρι να’ρθει ο Όθωνας να βασιλέψει….
Τούτη η Γερουσία -να λέμε και το σωστό- είχεν ανθρώπους με μυαλό και γνώση. Είχε το Γ. Κουντουριώτη, τον Α. Ζαΐμη, τον Δημήτρη Υψηλάντη, τον Κωλέττη και τον Πλαπούτα.
Και υπουργούς μυαλωμένους και νοικοκυραίους και πατριώτες, σαν το Σπ. Τρικούπη τω Εξωτερικών, το Μαυροκορδάτο των Οικονομικών, το Βούλγαρη των Ναυτικών, τον Ιωάννη Ρίζο των θρησκευτικών και της Παιδείας και άλλους.
Στο αναμεταξύ, οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις -η Ιγγλιτέρα, η Φράντζια και η Ρουσία- υπογράψανε στη Λόντρα μια συμφωνία -τη χρονιά του οχτακόσια τριάντα δύο- να φέρουνε βασιλιά στη χώρα μας.
Και διαλέξανε, από το σόγι των Βιτεσβάχων, το δεύτερο γιό του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου, το πριγκηπόπουλο τον Όθωνα!
Και η Γερουσία, όπου δέχτηκε με χαρά τούτο το μαντάτο -γιατί πίστευε πως ο ερχομός τούτου του Βασιλόπουλου θα’βαζε τέλος στα δεινά μας- έστειλε στο Λουδοβίκο συγχαρητήριο μήνυμα.
Βέβαια και που -μια και ήμασταν τώρα πια λεύτερη χώρα, με Κυβέρνηση- χρειάστηκε, τούτη την εκλογή του Όθωνα, να τη στεριώσει και απόφαση δική μας.
Γένηκε το λοιπόν Εθνοσυνέλευση, σε μια πλατεία της Πρόνοιας -την Πλατέα Εθνοσυνελεύσεως, που λένε και σήμερα- και βγήκε ψήφισμα που’λεγε πως, ναι, ο Ελληνικός Λαός δέχεται, με αγαλλίαση τον Όθωνα, για βασιλέα του.
Τούτο το Ψήφισμα, μια επιτροπή, το πήγε στο Μόναχο και το παράδωκε επίσημα στον πατέρα του Όθωνα, το Λουδοβίκο.
Ακόμα, η Εθνοσυνέλευση κείνη έδωκε και συγχωροχάρτι. Κήρυξε γενική αμνηστεία, ρίχνοντας στη λησμονιά όσα εγκλήματα, πολιτικά, γένηκαν σ’όλο τον αγώνα.
Την ίδια χρονιά -το τριανταδύο- εδώ στο Ανάπλι μας, είδε το φως της μέρας ένας ξακουστός πολιτικός της λεύτερης Ελλάδας, ο Χαρίλαος Τρικούπης. Τούτος ήτανε γιός του Σπυρίδωνα Τρικούπη και της Κατερίνας, αδερφής του Αλέξαντρου Μαυροκορδάτου.
Αυτός, ο Τρικούπης -όπου, αργότερα, γένηκε και Πρωθυπουργός της Ελλάδας, είχε νουνό το Ναύαρχο Μιαούλη. Τούτος τον έβγαλε Χαρίλαο, δηλαδή χαρά του λαού, μιας και κείνες τις ώρες θα πατούσε στα χώματά μας ο Όθωνας.
Το σπίτι όπου γεννήθηκε τούτος, ο πιο τρανός πολιτικός της Ελλάδας, ήτανε του Κολοκοτρώνη, και βρισκότανε κοντά στην πλατεία του Πλατάνου, οπού μετά, τήνε βαφτίσανε “Πλατέα Συντάγματος”.

….

Ε, εδώ τώρα, παιδιά μου, θέλω να σας μολογήσω κάτι, όπου εσείς βαθιά να το βάλετε στην καρδιά σας και ποτές να μην τ’αλησμονήσετε.
Όμως, για το θεό, αυτά οπού θ’ακούσετε, λέγονται με το στόμα, μα δε γράφονται στο χαρτό.
Γι’αυτό και σύ, Αναστάση μου, κλείσε το τεφτέρι σου, παράτησε το κοντύλι κι άκου και συ, μαζί με τους άλλους, ετούτα που θα σας απολογηθώ.
Σα φυλή και σαν έθνος έχουμε δυό μεγάλα κακά: τη θέση μας στο χάρτη της γης και τη φτώσχεια μας.
Τούτη τη δεύτερη, τη φτώχεια μας, εκμεταλλεύονται οι κάθε τόσο τρανοί της γης, για να πατήσουνε το ποδάρι τους σε τούτα τα χώματά και να γενούνε κεχαγιάδες του λαού μας, παρασταίνοντάς μας -τάχατες!- τον προστάτη!
Όχι! Δεν είναι που μας αγαπάνε και πως, τάχατες, μένουνε θαμπωμένοι από τον αρχαίο πολιτισμό μας!
Ούλα τούτα είναι προπαγάντες και χρυσαλοιφές.
Τον τόπο μας λιμπίζονται, για να στεριώσουνε το πόστο τους στη Μεσόγειος και να γενούνε αφέντες σε τούτη τη στρατηγική θάλασσα.
Σαν το πετύχει τούτο ο ένας τρανός, με γαλιφιές, με ταξίματα και με συνθήματα δολερά -σαν εκείνες τις Σειρήνες του μύθου- ο άλλος τρανός, πασκίζει και τούτος να ξεκουμπίσει τον πρώτο -δυό γάιδαροι μαλώνανε σε ξένον αχερώνα!- και να πάρει τη θέση του.
Και, καθώς εμείς είμαστε καλόπιστοι, μα και θερμοκέφαλοι κκι αψίκοροι, χωριζόμαστε σε φατρίες και καπετανάτα και μάχεται γιός τον πατέρα κι αδερφός τον αδερφό, θαρρώντας πως για καλό τούτου του τόπου μάχεται.
Ενώ δεν κάνουμε τίποτις άλλο, πάρεξ, ο καθένας μας να παίζει, αθέλητά του, το βρωμερό παιγνίδι των Μεγάλων.
Που, μπορεί να κρατάνε στα χέρια τους μπόλικο χρυσάφι και λογής λογής άρματα, όμως δεν παύουνε να’ναι ψεύτες, ληστές και άρπαγες, έτοιμοι να μας προδώσουνε, μόλις κάνουνε το κέφι τους!
Μήγαρις το ίδιο δε γένηκε τότες με τα Ορλωφικά;
Μόλις τα’φτιαξε με την Τουρκιά η Τσαρίνα η Κατερίνα, δε μας ξέχασε και μας άφησε στο έλεος του θεού και στο λεπίδι των Αρβανιτάδων;
Μήγαρις οι “Φιλέλληνες”, οι Αγγλογάλοι και οι Ρούσοι, για τα μας το κάνανε το Ναυαρίνο;
Την Τουρκιά θέλανε ν’αφαλοκόψουνε οπού’χε φτάσει στην καρδιά της Ευρώπης!
Αμή, σαν ήντουσαν Φιλέλληνες, τότενες γιατό, εκατό χρόνια πιο ύστερα, στη Μικρασία, δώκανε τ’άρματα στην Τουρκία και μας έριξε ο Κεμάλης στη θάλασσα;
Ψεύτες, δολεροί κι απατεώνες!
Έχουνε τον τρόπο τους εκείνοι να σπέρνουνε ανάμεσά μας τα τριβέλια και τα ζιζάνια της Διχόνοιας!
Μήγαρις -δαγκώνω το χείλο μου που το μολογάω!- το ίδιο δε μας έκαναν, τότες στη Γερμανική Κατοχή; Δε μας χωρίσανε και μας μακελλέψανε, για να κάνουνε το δικό τους;
Γι’ αυτό -και ζυγιάστε το!- ευκή και κατάρα σας αφήνω: ΟΜΟΝΟΙΑ!
Μονάχα σαν ήμαστε μονοιασμένοι κι αδερφωμένοι, οι εξωτερικοί οχτρό μας -οι Προστάτες μας τάχατε! Θα βρούνε δυσκολία μεγάλη να μας κάνουνε του χεριού τους.
Διχόνοια! Αγιούπας μαυροφτέρουγος!
Κοράκι θανατικό! Σκώληκας μαυροκέφαλος, όπου, χρόνους πολλούς, τριβελάει κι αφανίζει το περιούσιο γένος μας!
Εγώ, ο γέροντας, πού πολλά είδανε τα μάτια μου, ευκή και κατάρα σας αφήνω!
ΟΜΟΝΟΙΑ

….

Τέλεψε και τούτη η άγραφη παραγραφή!
Και, τώρα, Αναστάση, ματαπιάσε το κοντύλι σου και γράφε.
Γιατί τα χρόνια με πήρανε σβάρνα και το μυαλό μου γένηκε φυρό.
Κι αποξεχάστηκα προχτές και δε σας μίλησα για τον Πρίτζηπα. Το Δημήτρη Υψηλάντη, το Στρατάρχη του Αγώνα.
Αμή, ετούτος, ματάκια μου γλυκά, οπού ρουφάτε τα ρήματά μου σα γλυκό πιοτί -ήτανε από το τρανό σόγι των Υψηλαντών- μεγάλη και τρανή γενιά!
Να σκεφτείτε που, ο Αλέξαντρος, όντας ανώτατος αξιωματικός του ρούσικου στρατού, είχε πάντα το νου του στη λύτρωσή μας κι είχε γίνει -νωρίς νωρίς- μέλος της “Φιλικής Εταιρείας” με το μυστικό παρανόμι “Καλός”. Τούτος είναι που πολέμησε στο Δραγατσάνι.
Ε, αδερφός εκεινού, ήτανε ο πρίτζηπάς μας, ο Δημήτρης. Αξιωματικός και τούτος της Ρουσίας, τα απαράτησε όλα και ήρθε στην Ελλάδα -σαν “Πληρεξούσιος της Φιλικής Εταιρείας”- και πήρε μέρος στις μάχες της Τριπολιτσάς του Δερβενακιού και του Αναπλιού.
Σαν ήρθε ο Καποδίστριας, τον έκανε Στρατάρχη της Ρούμελης.
Αυτός απόθανε στο Ανάπλι -το τριανταδύο- πάνω στα σαράντα του χρόνια. Του’γινε ξόδι μεγαλόπρεπο και το κορμί του το θάψανε, τιμητικά, στο Νάρθηκα του Άη Γιώργη του Αναπλιού.
Από κει -δέκα χρόνια πιο ύστερα, το σαράντα τρία- ο αδερφός του Πρίτζηπα, ο Γεώργιος, πήρε τα οστά του Στρατάρχη και τα’βαλε μέσα σε τρανό Μνημείο, μαρμάρινο, πελεκητό, που το’φερε, επιτούτου από τη Βιέννα.
Τούτο το Μνημείο είναι, που βρίσκεται και σήμερα, στην πλατέα των “Τριών Ναυάρχων”.

….

Και τώρα, ας ξαναγυρίσουμε στο ξανθό βασιλόπουλο της Βαυαρίας.
Φερμένο, τούτο το Ρηγόπουλο, στα νερά μας, με τη φρεγάτα την Ιγγλέζικη, τη “Μαδαγασκάρη” και με συνοδειά μεγάλη, χρυσοπλούμιστη και φανταχτερή -εικοσιπέντε Γενάρη του τριαντατρία- πάτησε το πόδι του στη γη μας, ενώ τα κανόνια της ντάμπιας των “Πέντε αδερφιών” ρίχνανε τις κανονισμένες εικοσιμιά μπαταριές.
Επάτησε το πόδι του στη γη μας.
Και, εκεί, στους “Απόβαθμους”, στο σημείο που -καταπώς λέει το παραμύθι- πάτησε κι ο Δαναός ο Αργείτης βασιλιάς. Και, εκεί ακόμα, που ο εγγονός του, ο θεϊκός γιός του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης, ο Ναύπλιος, έφτασε και τούτος, για να στεριώσει την πολιτεία μας!
Να τον! Μέσα σε μια μεγάλη άκατο, Ιγγλέζικη, με σαράντα κουπιά, το Ρηγόπουλο φτάνει, ενώ, τρογύρω του, χιλιάδες ο ξέφρενος λαός, ξεσπάσει σε ζητοκραυγές. Πλημμύρα, μερμύγκια παντού ο λαουτζίκος: πάνω στα κάστρα, στις πλαγιές του Παλαμηδιού, στο βάλτο του Αναπλιού. Παντού. Και, να τα “ζήτω”, οι κανονιές, οι μπαταριές των “μπαλλαρμάδων”.
Μια εθνική τρέλα. Ένα ξέσπασμα αγάπης και αφοσίωσης, σε Κείνον οπού’ρχόταν για να φέρει την ισάδα, την αγάπη, την ομόνοια!
Μονάχα, που….
Μονάχα, που, εκεί στην αποβάθρα, καθώς πάτησε το πόδι, τρέμοντας από συγκίνηση, ο Βασιλιάς γλίστρησε.
Γλίστρησε, ναι!
Και θα’πεφτε στη θάλασσα, αν δεν τον κράταγε, τη στιγμή την ύστερη, ο Ναύαρχος Μιαούλης, που στεκότανε ξοπίσω του.
Κακό σημάδι ψιθυρίσανε μερικοί.
Άλλοι πάλι σφίξανε τα χείλια τους.
Άχνα δε βγάλανε…
Σταυροκοπήθηκαν μονάχα για να ξορκίσουν το Βελζεβούλη, οπού’βαλε -τέτοια στιγμή- την ουρά του….

….

Ιππολύτη! Φέρε μέσα, εγγόνα μου, κείνη τη ζουγραφιά.
Α, γειά σου!
Και τώρα, παιδιά μου, ελάτε πιο κοντά.
Κοντά μου, να δείτε και να θαμάξετε τούτη τη ζουγραφιά, όπου παραστένει -τι λέω!- όπου ξαναζωντανεύει κείνη την ημέρα την ιστορική για το Ανάπλι μας και για την Ελλάδα.
Ιδές τε τον εδώ, τούτον τον τετράξανθο λεβέντη, τον Όθωνα, λαμπροστόλιστον, ντυμένον στα χρυσά και στα ασπρογάλαζα -σαν τα χρήματα της σημαίας μας. Ηλιοπερίχυτο. Καβαλητό σε τούτο το κάτασπρο φαρί.
Κι ο λαός, γύρω-τρογύρω του, να’χει φτάσει από τη χαρά του στης τρέλας τα σύνορα….
Βαυαρός ήτανε ο ζωγράφος -Ες τόνε λέγανε- όπου σκάρωσε τούτη τη ζουγραφιά την πεντάμορφη!
Έτσι…

….

Και, που λέτε, με το Βασιλέα ομπρός και ξοπίσω του ολάκερη τη φανταχτερή συνοδειά του, απέρασαν όλοι της “Στεριάς την Πόρτα”.
Και, εκεί, ο Φρούραρχος του Αναπλιού, πάνω σε δισκάρι ασημένιο, του παράδωκε της πολιτείας μας τα κλειδιά….
Απέ, το Ρηγόπουλο μπαίνει στην εκκλησσά, στον Άη Γιώργη τη Μητρόπολη κι αρπάζεται το Βαγγέλιο, οπού του πρόσφερε ο Δεσπότης ο Κύριλλος.
Όλοι οι αρχόντοι του τάζουνε υποταγή!
Κι ο Βασιλιάς, ορκίζεται και τούτος πως η καρδιά του -η ελληνική πια καρδιά- και το κορμί κι ο νους του κι όλα του, ένα μονάχα θα’χουνε σκοπό, την ευτυχία, την ομόνοια και την προκοπή της Ελλάδας!

….

Το ίδιο βράδυ, ολάκερη η πολιτεία φωταγωγήθηκε. Και, στις δυό μεγάλες πλατέες: “Του Πλάτανου” και “των Τριών Ναυάρχων”, παίζανε φανφάρες, δικές μας και Φραντζέζικες.
Ήτανε τέτοιο το ραβαΐσι και τέτοιο το ξεχείλισμα της χαράς, όπου ανάβρυζε, σαν πίδακας, από τις καρδιές του λαού, που η παιδιακίσια καρδιά του Βασιλιά δεν άντεξε!
Πέταξε τη στολή του, έβαλε λαϊκή ντυμασιά κι έτσι -αγνώριστος, όπως φαντάστηκε- να’τονε που σμίγει με το λαό Του, για να κοινωνήσει και τούτος στη χαρά τους.
Μάταιο το κρυφτούλι!
Οι ατσίδες οι αναπλιώτες τόνε πήρανε κάβο το Ρήγα τους.
Μονοστιγμίς!
Τον αγκαλιάζουνε, τον φιλάνε στα ροδαλά Του μάγουλα, ασπάζονται το χέρι του, τόνε ραίνουνε με λουλούδια και τόνε συνοδεύουνε με τραγούδια στο Παλάτι Του!

….

Έτσι, με τραγούδια και ροδανθούς, μπήκε στη ζωή μας ο Όθωνας!….
Κι έτσι, παιδιά μου, με τούτα τα λόγια της χαράς και της αγαλλίασης, ας τελέψουμε και το αποψινό μας νυχτέρεμα.
Το παραμύθι του Αναπλιού μας -οπού, εγώ, ο κλέρης κι ο πεντάφτωχος, τόσα βράδια τώρα σας ξετυλίγω, κόμπο τον κόμπο- δεν έφτασε ακόμα στο τέλος του.
Κι ο Μορφέας, εκεί στο βάθος μου γνέφει καλοσυνάτα -μα κι επίμονα, να σας παρατήσω και να πάω ν’απογείρω στην αγκάλη του…
Άειντε, καλό ξημέρωμα!

 

Προηγούμενο   Επόμενο