ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ,
Χτες το ξημέρωμα, καθώς φύγατε κι έγειρα ν’απολάψω τον ύπνο μου, σκέφτηκα, λίγο πριν κλείσω τα μάτια μου, τις παραξενιές όπου μας φυλάγει ο βίος.
Σκέφτηκα, δηλαδή, πως, σε λίγες μέρες -στις τριάντα Νοέμβρη- θα γιορτάσουμε το πάρσιμο του κάστρου μας.
Και τώρα -τήρα να δεις μυστήριο!- πως το’φερε έτσι η Τύχη, τούτες τις μέρες ακριβής να σας διηγιέμαι κι εγώ την ιστορία του Παλαμηδιού.
Ας είναι!…
Καταπώς, λοιπόν, σας έταξα, θα σας ανιστορήσω τώρα ένα κομμάτι σπουδαίο από τα νιάτα ου: την ημέρα όπου ανέβηκα κι εγώ, για πρώτη μου φορά- παιδόπουλο άπραγο- στο κάστρο μας.
….
Στα χρόνια τα τελευταία το Παλαμήδι είχε γίνει ο τόπος όπου παιδεύονταν οι Βαρυποινίτες, οι ισοβίτες κι εκείνοι οι μελλοθάνατοι, που, ώραν την ώρα, καρτεράγανε το λεπίδι της φοβερής Καρμανιόλας!
Έτσι το πρόφταξα το κάστρο μας στα παιδιακίσια μου χρόνια.
Τότες λοιπόν εμείς, ανέβγαλτα παιδιά ακόμα, μαθαίναμε από τους μεγαλύτερους πράμματα και τα θάματα οπού γένονταν εκει πάνω.
Μαθαίναμε για τα χίλια σκαλιά του Κάστρου -άλλοι τα βγάζανε ενιακόσα ενενήντα εννιά! – για τ’ανήλιαγα μπουντρούμια του, για το φοβερό “Κελλί του Αράπη” και για του Μιλτιάδη το Κάτεργο.
Ακούγαμε πάντοτε με τρομάρα, τις νύχτες του χειμώνα που ο αγέρας την έφερνε ώσαμε κάτου τη φωνή των φρουρών, που, αγρυπνώντας στις σκοπιές τους φώναζε, κάθε τέταρτο, ο ένας στον άλλο: -“Φύλακες γρηγορείτεεεε! κι η φαντασία μας άναβε!
Τ’ όνειρο κι η παντοχή μας ήτανε, πότες να μεστώσουμε κι εμείς, να γίνει βολετό να μας ανεβάσουνε οι γονιοί μας, ανήμερα τ’Αγιαντρέα, στο Παλαμήδι.
Τούτο κράτησε πολύ.
Καταπίναμε τον άσβεστο πόθο κι αρκιούμαστε να παρακολουθούμε το κομμάτι της τελετής οπού μας επιτρεπόταν.
Χαράματα, ακούγαμε τις κανονιές από τη “μπαταρία”, και τη μπάντα, οπού γύριζε τα σοκάκια κι έψαλλε το “εωθινό”.
“Μαύρη ειν’ η νύχτα στα βουνά
στους βράχους πέφτει χιόνι.
Στα έρημα, στα σκοτεινά,
σε ράχες, πέτρες και βουνά
ο Κλέφτης ξεσπαθώνει… ξεσπαθώνει!….”
Πώς να κοιμηθούμε πια; Ρωτούσαμε με λαχτάρα:
-Πατέρα, θα μας πάρετε φέτος μαζί σας στο Παλαμήδι; -ρωτούσαμε.
-Όχι φέτος! Όχι φέτος! αποκρινόταν εκείνος. Δεν είναι καιρός ακόμα. Είσαστε μικροί!
Όταν ο πατέρας έλεγε όχι , κουβέντα πιο κάτω δε σήκωνε. Λουμώναμε, το λοιπόν, στο στρωσίδι και -τι να κάνουμε;- προσμέναμε τον ερχομό της άλλης χρονιάς.
…
Κι έφτασε, κάποτε, η βλογημένη μέρα οπού γενήκαμε “μεγάλοι”.
Το χαρμόσυνο μήνυμα το ανάγγελνε ο πατέρας λίγες μέρες πριν, με ύφος επίσημο:
-“Μεθαύριο, παιδιά, να τοιμαστείτε! -έλεγε καθώς γευόμαστε το βραδινό φαΐ. Ήρθε ο καιρός ν’ανεβούμε “κει πάνω”.
Ήτανε τέτοια η τρεμούλα μου, οπού’ χυσα τη σούπα μου πάνω στη μπλούζα μου!
…
Ο ύπνος κείνη τη νύχτα, τη νύχτα της παραμονής, δεν έλεγε να κλείσει τα βλέφαρά μας.
Κι όταν, που και που, λαγοκοιμόμασταν, ο φοβερός όγκος του πολυπόθητου Παλαμηδιού, ερχόταν, να! βαρύς κι ασήκωτος, καταπάνω μας και μας πλάκωνε -βραχνάς μαζί και οπτασία!
….
Την άλλη μέρα το πρωί, ύστερις από το ανέβασμα -με τιμητική φρουρά και μουσική- της εικόνας του Στάικου- παίρναμε κι εμείς το δρόμο για το περίλαμπρο Κάστρο.
Ένα-ένα -μετρώντας τα κιόλας, καταπώς συνηθιζόταν- ανεβαίναμε τα χίλια σκαλοπάτια, που πλάι τους κάπνιζαν ακόμα τα ρετσίνια, που, αποβραδίς είχανε αναφτεί. Μαζί μας ένα σωρό κόσμος: Στρατός κι επίσημοι, που θα’παιρναν μέρος στη Δοξολογία, ντόπιοι και χωριάτες λογής-λογής, μάνες μαυρομαντηλούσες οπού’χανε τα παιδιά τους κλεισμένα -χρόνια και χρόνια- στις φυλακές και τους πήγαιναν τώρα, σε βαριά καλάθια, τρόφιμα κι αλλαξιές. Ένα σωρό πολύβουος κόσμος.
Από μακριά, ολάκερη η ατέλειωτη πέτρινη σκάλα, λουλούδιζε από τα πολύχρωμα φουστάνια και τα ασπρομαυροκίτρινα “μπαρέζια ” των γυναικώνε.
Ανάμεσα σε τούτο το πλήθος, θριάμβευε το παιδολάσι.
Αυτοί οι Σατανάδες ηδονίζονταν ν’ανεβοκατεβαίνουν τα σκαλιά και ο συναγωνισμός ήτανε μεγάλος, για το ποιος θα τ’ανεβοκατέβαζε πιότερες φορές.
-“Τώρα πρωτανεβαίνεις; με ρωτούσανε, γνωστά μου και συνομήλικα παιδιά”.
-“Ναι, τώρα πρωτανεβαίνω!” απαντούσα.-
Με κορόιδευαν:
-“Ου- ου! Εμείς είναι η … τέταρτη φορά που ανεβοκατεβήκαμε σήμερα”!
Και ,καθώς εκείνοι με κοίταζαν θριαμβευτικά, εγώ έσκυβα το κεφάλι, γιατί ήμουν τόσο… καθυστερημένος!
……
Ωστόσο, το ανέβασμα κάποτε τέλειωνε. Τώρα φτάναμε στα στερνά εκατό σκαλιά, τ’ανηφορικά και τα ορθόστηθα και, πάνωθέ μας, υψωνόταν, απότομη κι επιβλητική, η ντάπια “Ντενίζ-καπού”.
Σιμώναμε κοντά της, με μάτια ογρά από δέος, περνούσαμε την αψηλή “Πόρτα του Ρομπέρ” και -να επιτέλους!- μπαίναμε στο Παλαμήδι!
Ε! από κείνην την ώρα, η Λάμια του Κάστρου μας μαύλιζε και παύαμε πια να λογαριάζουμε τους γονιούς μας. Μόλις εκείνοι μπαίνανε στο εκκλησάκι τ’Αγιαντρέα, για ν’ακούσουν τη Δοξολογία, εμείς το σκάζαμε, μαζί με τ’άλλα παιδιά και, κάτω από τις οδηγίες των “Παλιών”, των άλλων οπού’χανε γνωρίσει πια την κάθε γωνιά του Παλαμηδιού, με μάτια άπληστα κι αυτιά τεντωμένα, βλέπαμε κι ακούγαμε το κάθε τι.
Εδώ πάνω -πράμμα γητευτικό όχι μόνο για μας τα παιδιά, μα και για τους μεγάλους ακόμα-η ιστορία με τον θρύλο και με τ’όνειρο, μπερδεύονται σ’ένα σφιχταγκάλιασμα, τέτοιο, όπου δε μπορείς να χωρίσει που σταματάει η αλήθεια και που αρχίζει το παραμύθι!
Κάθε μας πατημασιά ξυπνάει κι από μια διήγηση!
Να, γύρωθέ μας, η “Γιουρούς-ντάπια”, η “Ταβίλ-ντάπια”, η “Σεϊτάν-ντάπια” κι ακόμα η “Τζιδάρ-ντάπια” , το Φρουραρχείο.
Όλες, γύρω-τρογύρω, χορός γιγάντων, όπου, χειροπιασμένοι, αλληλοϋποστηρίζονται, έχοντας στη μέση τον Προμαχώνα την πιο αψηλή απ’ όλες: την “Μπαζιριάν-ντάπια”, το φοβερό “Μιλτιάδη”!
….
Από παντού όθε περνούσαμε, πίσ’ από τα σιδερόφραχτα παράθυρα των φυλακών, πρόβαιναν οι χλωμές ανήλιαγες μορφές των καταδίκων. Άπλωναν τα χέρια τα λιπόσαρκα και γύρευαν φιλοδώρημα.
Ύστερα, ακολουθώντας του άλλους, μπαίναμε στο “Κελλί του Κολοκοτρώνη”. Εκεί σ’αυτό το μακρόστενο δωμάτιο, ο “Γέρος”, καταδικασμένος σε θάνατο, πέρασε μαρτυρικές μέρες, ως ότου, το δίκιο χέρι του Όθωνα, του χάρισε τη λευτεριά, ξεμανταλώνοντας τις βαριές αμπάρες οπού’κλειναν δεσμώτη τον άνθρωπο που χάρισε τη λευτεριά στον τόπο μας.
Είδαμε ακόμα και την “Τρύπα του Αράπη”, ένα ανήλιο, θεοσκότεινο μπουντρούμι, που μύριζε μούχλα. Ήτανε το “πειθαρχείο”. Εδώ έκλειναν, για σωφρονισμό τους πιο ατίθασους κατάδικους, τρεις και τέσσερες μέρες μονάχα μ’ένα κομμάτι μαύρο ψωμί κι ένα λαγήνι νερό.
Ο πιο “μεγάλος” της συντροφιάς, ένας πιτσιρίκος τόσος δα, με πανέξυπνο μούτρο, μας κοιτάζει στηλά:
– “Τώρα παιδιά, λέει, θα σας πάω να δείτε του “Μιλτιάδη”. Το ξέρετε του “Μιλτιάδη”;-
Πώς δεν το ξέρουμε, λέγαμε; Όλο γι’αυτό μας μιλούσανε χρόνια τώρα.
Ο “μεγάλος” κούνησε το κεφάλι, πολυσήμαντα.
-“Πφ! κάνει. Άλλο να σας το λένε κι άλλο να το δείτε! Ανεβάτε να σας πάω εγώ που το ξέρω! Είναι η τρίτη χρονιά που’ρχομαι!”-
Ανεβαίνουμε άλλες σκάλες. Μπρος εκείνος, πίσω εμείς. Φτάνουμε πάνω στον κεντρικό προμαχώνα, στη ντάπια του “Μιλτιάδη” και περνάμε μέσα από στενούς διαδρόμους, ζωσμένους με σιδερένια κάγκελα.
Σε τέσσερες μεριές υπάρχουν φυλάκια οπού φυλάνε σκοποί.
Σκύφτουμε, το λοιπόν, και τι να δούμε!
Κάτω, βαθιά, σε δυό μακρόστενες αυλές που το μάτι του ήλιου ποτές δεν έφτανε παρήγορο, καμιά κατοστή ισοβίτες και θανατοποινίτες κατάδικοι, έχουνε στηλώσει ψηλά τα μάτια τους και μας τηράνε!
Ετούτοι οι άνθρωποι δεν είναι, δεν πρέπει να’ναι του κόσμου τούτου! Στεγνοί, κοκκαλιάρηδες, αλλοσούσουμοι, με πυκνά, ακούρευτα κι ακατάστατα μαλλιά κι άκουρα γένια. Κάτι άγρια θερία ή φαντάσματα -δεν ξέρω πώς να το πω- με μάτια λαμπερά. Κάτι πλάσματα, ωστόσο, που , ώρες – ώρες γίνονταν αξιολύπητα, καθώς διάβαζες στα μάτια τους τον άσβηστο πόθο να φύγουν από κείνο το κλουβί το πέτρινο. N’ανασάνουνε τον αγέρα τον καθαρό της ελευτερίας. Να γλιτώσουνε από κείνον τον υγρό τάφο, οπού τους έπαιρνε, ικμάδα – ικμάδα, το γαίμας της Νιότης τους και το’φτιανε όμπιο και μούχλα!
Οι περισσότεροι από δαύτους κρατάνε στα χέρια τους ψηλά κοντάρια ξύλινα, που στην απάνω τους άκρη έχουνε κρεμάσει διάφορα χειροτεχνήματα Λαϊκής Τέχνης. Σταυρουλάκια, σουγιαδάκια, αγκλίτσες με σκαλιστά κεντίδια στη λαβή, βελονοθήκες κι ακόμα φιδάκια χάντρινα πολύχρωμα. Καθένα από τούτα τα μικροπράγματα έχει γραμμένη πάνω την τιμή του. Διαλέγεις όποιο θέλεις, ρίχνεις μέσα στο τενεκεδένιο κουπαδάκι, οπού’ναι καρφωμένο στο κοντάρι, το τρυπητό κοσαράκι ή τηδεκάρα, ανάλογα με το είδος που πήρες. Ύστερα, ο κατάδικος -πουλητής κατεβάζει το κοντάρι και παίρνει την αμοιβή του.
Μήνες και μήνες, τούτοι δω κάτω, παιδεύονται, με μέσα πρωτόγονα, να φτιάξουνε τούτα τα πραματάκια, που θα τους εξασφαλίσουν τα τσιγάρα τους και τ’άλλα τους κουμάντα.
….
Είπα πιο πάνω: “οι περισσότεροι από δαύτους”.
Ναι, γιατί είναι κι άλλοι εδώ κάτω, οπού δεν καταδέχονται τούτο το αλισιβερίσι. Ετούτοι είναι τα “παλικάρια” του “Μιλτιάδη”. Οι πρώτοι ανάμεσα σε τούτο το κοπάδι των προγεγραμμένων. Οι αρχηγοί , που οι άλλοι τους τρέμουν και τους σέβονται.
Αυτοί οι τελευταίοι δεν καταδέχονται να κάνουνε τον ψιλικατζή έμπορα. Δεν καταδέχονται ούτε να κοιτάξουν τον κόσμο, που από πάνω, περίεργος τους θωρρεί.
Όμως, ο πιτσιρίκος που μας οδηγάει, τους ξέρει όλους αυτούς και μας τους λέει με τα ονόματά τους:
-“Τόνε βλέπετε κείνον εκεί”;-
-Ποιόνε;-
-Κείνονε τον αψηλό, το μαυριδερό, με το στριφτό τσιγγέλι μουστάκι;
-Ναι, λέγαμε. Τόνε βλέπουμε. Έχει μάτια γερακίσια και κόβει γρήγορες κοντόβολτες στο προαύλιο. Μονάχος του, δίχως να μιλάει σε κανένα!
-Ετούτος, λέει ο οδηγός μας, είναι ο Φλώρος! Και αποσώνει βιαστικά: ο καπετάν Φλώρος! Ήτανε πρώτα στο Τούρκικο και σκότωσε πολλούς εκεί. Ύστερα πάτησε και τα δικά μας χώματα, με τη συμμορία του. Εγκλημάτισε και δω πέρα. Και το Κουβέρνο τον έπιασε και τόνε δίκασε σε θάνατο.
Αν δεν του’ρθει χάρη, το κεφάλι του θα πέσει σύντομα στον ντορβά της Καρμανιόλας!-
-Θέ μου! πόσο θα φοβάται! σκεπτόμαστε φωναχτά.
Ο πιτσιρίκος μας κοιτάει με περιφρόνηση:
-“Ποιος να φοβηθεί; Ο Καπετάν Φλώρος; Δεν είμαστε καλά! Τραγουδώντας θα πάει στην καρμανιόλα. Σαν τους Τσεκουραίους! Είναι παλικάρι ο Καπετάν Φλώρος!”. Ύστερις, τα’χει κιόλας μιλήσει με τη γριά Μούκαινα!
-Ποια Μούκαινα;
Ο πιτσιρίκος τώρα βγήκε από τα ρούχα του:
-Ε, μα τι να σας πω μωρέ! Δεν ξέρετε ποια’ναι η Μούκαινα;
Δεν ξέραμε. Και σκύψαμε τα κεφάλια.
Και μας εξήγησε:
Η Μούκαινα, το λοιπόν, ήτανε μια γριά Προνοιώτισσα.
Μονάχη, καταμόναχη στον κόσμο. Παράξενη. Πες αλλοπαρμένη.
Τούτη, το λοιπόν, είχε το συνήθειο -εάν η Καρμανιόλα τέλευε το τραγικό της έργο- να παίρνει το κομμένο κεφάλι, να το καθαρίζει από τα αίματα με ζεστό νερό και σαπούνι. Κι απέ ναν το πλένει με ροδόσταμο. Έτσι, μοσχομύριστο πια, το’θαβε και τούτο, μαζί με τ’άλλο κορμί. Και πίστευε έτσι, πως κι ο σκοτωμένος θα’βρισκε, στον άλλο κόσμο δικαίωση. Μα και τούτη θα ξαλάφρωνε την ψυχή της, από τα όποια κρίματα είχε πράξει επί γης!
Ήτανε κι άλλοι τέτοιοι εδώ κάτω. Τα πρωτοπαλίκαρα του Φλώρου: ο Πιτσίρος κι ο Κατσώτας.
Ήτανε ακόμα ο Καπετάν Τσέπας. Κι ο Καπετάν Ρίνας. Τούτον τον ονομάτισαν έτσι, γιατί έκοβε, λένε, σύρριζα, τις μύτες των οχτρών του!
…..
Τώρα πια , που η παιδιάστικη περιέργειά μας χόρτασε, άρχισε να μας περιχύνει ένας κρύος ιδρώτας!
Είχαμε την εντύπωση πως, ολάκερη κείνη η σαπίλα, η μούχλα και η μπόχα του “Μιλτιάδη” γένηκε βραχνάς και μας πλακώνει τα στήθια!
Να φύγουμε! Να φύγουμε!
Να φύγουμε, μακριά από τούτη την κόλαση!
Να φύγουμε!…
….
Το ξύλο που μας φορτώσανε, χρονιάρα μέρα, οι γονιοί μας γι’αυτό το τσιλιπούρδισμα, δεν μας έκανε καμιά εντύπωση.
Εμείς “είχαμε ιδεί!” Ναι! Και είχαμε δεί φοβερά πράματα για την ηλικία μας και την αθώα παιδιάστικη ψυχή μας, οπού λαβώθηκε αγιάτρευτα από κείνην την ώρα.
-“Πατέρα! λέγαμε την άλλη μέρα, η Εντολή δεν λέει: ου φονεύσεις;”
-“Ναι”-
-Τότε, γιατί, πατέρα, τους κόβουνε τα κεφάλια κει πάνω;”- Και δείχναμε το Παλαμήδι.
-Γιατί φταίξανε! Γιατί και κείνοι πήρανε ζωές! Γιατί κριμάτισαν!”-
Δεν το βάζαμε κάτω:
-Και πως, καλέ πατέρα! -λέγαμε. “Ου φονεύσεις” λέει η Εντολή. Να μη σκοτώνουμε, λέει! Δε χωρίζει καλούς ή κακούς; Αίμα να μη χύνουμε, λέει! Ύστερα, ο Θεός -πάνσοφος δεν είναι;- αν εκείνοι κριμάτισαν, Εκείνος θαν τους κρίνει. Πως εμείς τους σκοτώνουμε; Πήραμε από Κείνον την άδεια να φτιάξουμε το Νόμο;”.
Όταν είπα τούτα τα λόγια στον πατέρα μου, κείνος -πράμμα παράξενο!- ήτανε η πρώτη φορά που δεν με χούγιαξε.
Στάθηκε μια στιγμή σιωπηλός.
Ύστερα γύρισε αλλού το κεφάλι κι άλλαξε κουβέντα!…
…..
Αυτές ήτανε, παιδιά μου, οι παιδιάστικές μου θύμισες από το κάστρο μας.
Τώρα τα χρόνια κείνα και τα αίματα, πέρασαν αγύριστα! Το κάστρο μας είναι ήμερο κι αναχαράζει τις αναμνήσεις του. Στέκεται ακόμα κει, συνεχίζοντας την ασταμάτητη κουβέντα του με τους αιώνες….
Του φτιάξαμε τώρα και δρόμο, πάνω στη ράχη του, για να μην κουράζονται, όσοι περάτες δε δύνονται ν’ανεβούνε τα χίλια του σκαλιά.
Το αυτοκίνητο τους ανεβάζει απ’τ’Ανατολικά και τους μπάζει στην καρδιά του Κάστρου μας, ξεκούραστα.
Φτάνεις εκεί, ανασαίνεις τον καθαρόν αγέρα και ξαναγεννιέσαι.
Γύρω σου -σαν είναι Άνοιξη- ο κάμπος λουλουδίζει, ήμερος και γαλήνιος και ειρηνικός.
Η θάλασσα του Αργολικού έχει βάλει το γαλάζιο φουστάνι της και δέχεται τα φιλήματα του ήλιου.
Τα κοράκια βγαίνουν απ’τις φωλιές τους στο Ιτς-Καλέ και σπαθίζουνε τον αγέρα της “Αρβανιτιάς” ενώνοντας τις κρωξιές τους με τις κρωξιές των γλάρων, ενώ ο “Τσοπανάκος”, κρυμμένος στις φραγκοσυκιές, συνεχίζει το αιώνιο ερωτικό σφύριγμά του…
Τα κοιτάς όλα τούτα και γαληνεύεις!
Αυτό, παιδιά μου, είναι το Παλαμήδι!