ΝΥΧΤΕΡΕΜΑ ΟΓΔΟΟ: ΠΑΛΑΜΗΔΙ, Ο ΠΑΙΑΝΑΣ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ-

Καθώς έφηβου, παιδιά μου, νιώθω σήμερα την καρδιά μου να φτεροκοπάει μέσα στα γεροντικά μου στήθη.
Γιατί, να’την οπού’φταξε πια η στιγμή να σας μιλήσω για τον ξεσηκωμό του Γένους, ενάντια στον, οπού του ρούφαγε το γαίμας, δυνάστη του.
Γιατί, ας το μολογάμε, η σκλαβιά, απ’ όπου κι αν τήνε φέρνει ο άνεμος, πάντα σκλαβιά λογιέται!
Δε λέω, βέβαια. Μπορεί οι Φράγκοι κι οι Βενετοί -αφού’χαμε την ίδια πίστη- να στάθηκαν πιο κοντά στην καρδιά μας.
Κι οι Αγαρηνοί -σαν πιο αμόρφωτοι και Βάρβαροι- να μας πιλάτεψαν δυό φορές πιότερο από τους άλλους.
Όμως ινά λέμε την αλήθεια κι ας είναι φαρμακερή: ο αφέντης είναι πάντοτες άπληστος και σκληρός.
Κι ο σκλάβος, σκλάβος!
Γι’αυτό, όντας εσήμανε η ώρα του Μεγάλου Κοσιένα, το γλυκό πουλί της Λευτεριάς απόθεσε με το ράμφος του δρόσου σταλαματιά στο μέτωπό μας, οπού τ’αυλάκωναν οι ρυτίδες της πίκρας.
Το’δαμε να σκουπίζει με τις φτερούγες του το δάκρυ τ’αρμυρό από τις Ελλάδας μας τα γαλάζια μάτια.
Και, συγκαρινά, ένα εκατόφυλλο άλικο ρόδο άνθισε στις καρδιές μας.
Έτσι γένηκε….

….

Μη με κοιτάζεις έτσι Αναστάση!
Μα, και βέβαια που δεν προφταίνω να σας ανιστορήσω ούλα τα καθέκαστα κείνου του Αγώνα.
Γενήκανε τέτοια και τόσα, που και χρόνους ολάκερους να σας τα διηγόμουνα, πάλε δε θα πρόφταινα.
Για τον Αγώνα του Κοσιένα γράψανε, κατεβατά ολάκαιρα, άλλοι, πιο τρανοί από μένα τον έσχατο, και σοφοί, που τα γραφτά τους, μαζεμένα σε βιβλία χοντρά, γιομίζουνε βιβλιοθήκες…
Εξόν όμως από τούτο, εμείς εδώ μαζευτήκαμε την ιστορία του καημένου, του πολύπαθου του Αναπλιού μας να θυμηθούμε.
Τούτης εδώ της θαυμαστής πολιτείας, που -μην το ξεχνάτε!- στάθηκεν ο νους κι η καρδιά του Μεγάλου Ξεσηκωμού!
Η καρδιά του Αναπλιού!
Τούτη η καρδιά που, κι όταν ολάκερο το κορμί του Έθνους σπαρταρούσεν από τις λαβωματιές, δεν έπαψε ποτές -τ’ακούτε; Ποτές!- να χτυπάει.
Και για τούτο -ο Θεός ας με συχωρέσει- περηφανεύουμαι που πήρα έγκαιρα κάβο το τι αξίζανε κείνα τα χαρτιά, τα ντοκουμέντα που βρήκα από τον παππού μου και που τα κράτησα, σαν τον ομματιών μου το φως, σε τούτο το σεντούκι κι έτσι μπορώ σήμερα να σας δηγιέμαι ούλα κείνα οπού συμβήκανε, κείνους τους καιρούς!…

Να’ μαστε, το λοιπόν, στη χρονιά κείνη τη φεγγόβολη -στα οχτακόσια είκοσι δύο- που ο Γέρος του Μοριά, αφού δεκάτισε το στρατό του Δράμαλη στο Δερβενάκι, γυρίζει σύνταχα και κλείνει το Ανάπλι από στεριάς, ενώ, από πελάγου, τα καράβια τα Υδραίικα και τα Σπετσιώτικα της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, γυροφέρνουν τον κόρφο, άγρυπνα γεράκια- μποδίζοντας τα όποια πλεούμενα θα’φερναν ζωοτροφίες στους Τύρκους του Αναπλιού.
Έτσι, το σκοινί γύρω στο λαιμό των Τουρκαλάδων όσο πάει και σφίγγεται, τόσο που ναν τους κόφτει την ανάσα.
Τούτοι πια, απελπισμένοι, καθώς δε βλέπουνε να φτάνει από πουθενά βοήθεια, γυρεύουνε τον Κολοκοτρώνη, να κάνουνε μαζί τρατάτο – συμφωνία που λέμε.
Όμως, εκείνος, που μυρίζεται πια ότι το σύκο παραγούρμασε και θα πέσει μονάχο του, απαντάει:

-“Σεις ζητάτε τρατάτο· η δική μου θέλησις είναι να παραδώσετε όλα τα φρούρια και να αφήσετε και το βιό σας και να σας μπαρκάρω εις τα ελληνικά καράβια και να σας στείλω όπου θέλετε….
Και αν δεν ακούσετε την θέλησίν μου θα σας πάρουμε με ρεσάλτο και θα σας περάσουμε όλους από το σπαθί!”.

Τότες, ανάμεσα στους Τούρκους του Αναπλιού αρχίνησε να βασιλεύει η τρομάρα.
Είναι, βλέπεις κι ο Μουχαβούζης -ο φρούραρχος- που δε στέργει να παραφώσει τα κλειδιά.
Δε στέργει…
Από τη μια μεριά γιατί περιμένει -μέρα τη μέρα- να του’ρθει βοήθεια κι απ’την άλλη γιατί τρέμει την οργή του Πατισάχ….
Και παίρνει απόφαση ν’ανεβεί στο Παλαμήδι κι από κει να συνεχίσει την αντίσταση.
Φωνάζει τους αγάδες και τους λέει το σκέδιό του. Μα, τούτοι, που βλέπουνε πια πως όλα χάθηκαν, φωνάζουνε πως πρέπει να παραδωθούνε, στον Κολοκοτρώνη, τώρα οπού’ναι καιρός. Το μαντάτο του Γέρου είναι καθαρό σαν κρούσταλλο και δε σηκώνει αναβολή!
Λένε… λένε… λένε!
Νυχτώνει πια κι απόφαση δεν πάρθηκε καμιά.
Οι αγάδες των κάστρων μένουνε κείνη τη νύχτα στο Ανάπλι να κοιμηθούνε και την αυγή να τα ξανακουβεντιάσουνε με το Μουχαβούζη.
Έτσι, στο Παλαμήδι μένει μονάχη της η φρουρά, δίχως τους καπεταναίους της.
Στη ντάμπια της Γιουρούς, βρίσκονται τούτη τη νύχτα -τη στερνή της σκλαβιάς του Παλαμηδιού- οι Τούρκοι φρουροί και δυό Αρβανίτες.
Καμώνοντας πως πάνε για ανάγκη τους, οι αρβανιτάδες, βγαίνουν από τη ντάπια και βγαίνουνε όξω από το κάστρο.
Και πέφτουνε -στοχάζομαι, θεληματικά- σε μια ελληνική περίπολο, που αρχηγός της ήτανε ο Δημήτρης Μοσκονησιώτης.
Τους οδηγήσανε μπροστά στο Σταϊκόπουλο.
Και κείνοι μολογήσανε πως, απόψε, η φρουρά ήτανε ακέφαλη, καθώς οι αγάδες βρίσκονταν κάτω στο Ανάπλι.

-“Μπέσα για μπέσα, βρε θρασίμια;” τους κάνει ο Σταϊκόπουλος.

-“Μπέσα για μπέσα, Καπετάνιε μου, αποκρίνονται κείνοι οι δυό. Τα κεφάλια μας, τώρα, συ τα ορίζεις, Καπετάνιο και ψέμματα δε σου μολογάμε!”

….

Και, τότες, ο Σταϊκόπουλος πήρε τη μεγάλη απόφαση!….

….

Κείνη τη Μεγάλη Νύχτα -παραμονή τ’Αγιαντρέα ήτανε- ο ουρανός ήτανε κατάμαυρος σαν την πίσσα κι έβρεχε με το τουλούμι.
Και, που λέτε, κείνοι οι λεβέντες, ξυπόλυτοι, σα φαντάσματα μέσα στο σκοτάδι, αθώρητοι, έχοντας μπροστάρη τους το Μοσκονησιώτη, φτάνουν, κοντά τα μεσάνυχτα, κατ’ από τη ντάμπια της Γιουρούς.
Ξωπίσω από τούτους, ο Σταϊκούλης με τρακόσα πενήντα παλικάρια, με τον αδερφό του το Θανάση. Μαζί τους ένας καλόγερος αγιονορείτης, ο Παφνούτιος κι ένας Αργείτης βιολιτζής, ο Πορτοκάλης.
Λίγο πριν το ρεσάλτο, ο Σταϊκόπουλος ψυχώνει τα παλικάρια του, με τούτα τα λόγια:

-“Στρατιώτες του Χριστού και της Πατρίδας:
Αύριο ξημερώνει τ’Αγιαντρέα. Η μέρα τούτη πρέπει να φωτίσει το Ανάπλι λεύτερο.
Αν κυριέψετε το απόρθητο Παλαμήδι, η δόξα σας θα’ναι μεγάλη. Γιατί θα δείξουμε στον κόσμο πως το σίδερο και τα βόλια που το υπερασπίζουνε, λυγίσανε στη θέλησή σας ομπρός.
Η στιγμή η ιερή έφτασε κι ο άγιος Απόστολος Ανδρέας μας σκέπει και μας βοηθάει.
Όσοι από σας νιώθετε, ώσαμε τα βάθη της καρδιάς σας, το δίκιο του αγώνα μας, ας ανεβείτε μαζί μου στο Παλαμήδι!”

Έτσι μίλησε ο Σταϊκούλης -κείνος, οπού, όσο μπόι του’λειπε, τόσο η καρδιά του ήτανε λιονταριού καρδιά.
Ευτύς, λοιπόν, ο Μόσκος βάνει τη σκάλα έρριζα στη ντάμπια τη Γιουρούς, κάνει το σταυρό του και σαλτάρει μέσα στο φυλάκιο, όπου, ενώ οι σύντροφοί του κοιμόνταν, ένας φρουρός φύλαγε, ματσουλώντας για να ξεγελάσει την πείνα του ένα φύλλο φραγκοσυκιάς.
Του βάνει το μαχαίρι στο λαιμό, αμίλητα.
Τόνε δένει και τόνε φιμώνει.
Απέ, ξαναβγαίνοντας, γνέφει στους άλλους ν’ανέβουνε.
Σαλτάρουνε, ο Στάικος κι οι άλλοι, μπλοκάρουνε τους αγουροξυπνημένους Τουρκαλάδες και τους φιμώνουνε και κείνους και τους λυταρώνουνε.
Ξέχασα να σας πω πως, ο Στάικος είχε μαζί του ένα γέρο χτίστη Κρανιδιώτη, το Σκροπετό.
Τούτος ο μάστορας είχε δουλέψει πολλές φορές στο Κάστρο κι ήξερε, σαν την απαλάμη του, τα κατατόπια του.
Έτσι, πάρθηκεν η Ντάμπια η Γιουρούς.
Και, σε λίγο, με τον ίδιο τρόπο, κι η ντάμπια η Ταβίλ. Κι η ντάμπια η Καρά.
Στη ντάμπια τη Δζιδάρ, οπού’τανε το φρουραρχείο, χρειάστηκε να παλέψουνε οι δικοί μας με τους Τουρκαλάδες, κορμί με κορμί.
Αμίλητα και με μαχαίρια μοναχά -έτσ’ είχε διατάξει ο Στάικος, για να μην ακουστούνε ντουφεκιές και πάρουνε χαμπάρι οι άλλες ντάμπιες- τους κάνανε καλά και τούτους οι δικοί μας.
Έτσι, αμίλητα, παρθήκανε κι οι άλλες ντάμπιες.
Μονάχα η κεντρική ντάμπια, η Μπαζιριάν, που οι φρουροί της κάτι μυριστήκανε, άρχισε τις ντουφεκιές, πέρα-δώθε, στα τυφλά.
Ατρόμητοι, σκαρφαλώναν και κει οι δικοί μας -τους έδειξε, μέσα στο σκοτάδι, το δρόμο, ο γέρο Σκροπετός- και, εκεί, ανεβαίνοντας ο Στάικος, είχε την τύχη να ξεκρίνει τον υποφρούραρχο του κάστρου -Αμπντούλ αγά τόνε λέγανε- κι είχε παλιά φιλία με το Σταϊκούλη.
Τον αρπάζει, του βάνει τη χατζάρα στο λαιμό και τόνε προστάζει να φωνάξει στους δικούς του να ρίξουν τ’άρματα!
Τρομαγμένος ο Αμπντούλ, γονατιστός, φωνάζει στους φρουρούς να πάψουν κάθε αντίσταση, γιατί, τώρα πια το κάστρο πάρθηκε, αμή και το κεφάλι του κιντυνεύει!….
Τούτοι τον ακούσανε, πετάξανε τ’άρματα και κατεβήκαν, σαν τ’αρνιά, από το λαξευτό δρομί του Παλαμηδιού, κάτω στο Ανάπλι.
Αφού γένηκε και τούτο, ο Σταϊκόπουλος στέλνει, με καβαλάρη-ταχυδρόμο, το μήνυμα της νίκης στην Κυβέρνηση, όπου βρισκότανε τότε στην Ερμιόνη.
Κι άλλονε, στον Κολοκοτρώνη, όπου στρατοπέδευε στο Δερβενάκι.
Τούτος ο δεύτερος, δεν πρόλαβε να μισάσει το δρόμο, γιατί ο “Γέρος” ο πονηρός, οπ’άκουσε νυχτιάτικα, το νταβαντούρι, κάτι οσμίστηκε και κίνησε για το Ανάπλι.
Στο δρόμο, απανταίνει τον ταχυδρόμο του Στάικου και μαθαίνει το μαντάτο της χαράς….

….

Μωρέ σεις! Είδατε τι θα πάθαινα!
Θα ξέχναγα το κυριότερο.
Το θάμμα!
Μόλις πήρανε οι εδικοί μας το Παλαμήδι, να’σου και παρουσιάζεται ο Μανώλης ο Σκροπετός -ο Κρανιδιώτης ο χτίστης, που πήρε μέρος στο Μεγάλο Ρεσάλτο- και λέει του Σταϊκόπουλου:

-“Καπετάνιε, πρέπει να λειτουργήσουμε τον άγιο, που μας βοήθησε να πάρουμε το κάστρο”!

-“Και πούθε να βρούμε, μωρέ γέρο, το κόνισμά του ν’ασπαστούμε, αποκρίνεται ο Σταϊκόπουλος”.

-“Εγώ, καπετάνιο μου! Εγώ θα στο βρω! Και το κόνισμα και το κλησιδάκι οπού’ναι πάνω στο κάστρο”.

-“Ποιο κλησηδάκι;”

-“Αμή ποιο άλλο; Για το κλησηδάκι τ’ Αγιαντρέα, λέω, που βρίσκεται εδώ κάπου, κοντά στο φρουραρχείο”.

-“Και πούθε το ξέρεις εσύ;”

Ο γέρο-χτίστης ο Κρανιδιώτης γελάει καλόκαρδα.

-“Εγώ; Αμή, τι έκανα εγώ τόσους χρόνους, καπετάνιο μου; Όντας οι Αγαρηνοί κατέχανε το κάστρο, δε μ’αγγαρεύανε, κάθε τόσο, για μερεμέτια; Το’ βλεπα, κάθε φορά το κλησηδάκι, όπου το’χαε καταντήσει οι άπιστοι αποθήκη με άχυρα και κοπριές και ράγιζε η καρδιά μου!
Και τώρα, τώρα να δεις! Ο άγιος τους γδικήθηκε τους αντίχριστους κι έκανε το θάμμα Του, λευτερώνοντας το κάστρο, ανήμερα τη γιορτή Του!
Πάμε, καπετάνιο μου, να στο δείξω!”

….

Και, ψάχνουνε, που λες, και το βρίσκουνε το κλησηδάκι, παραχωμένο.
Μονοστιγμής το παστρεύουνε, το μορφαίνουνε, όσο δύνονται, κουβαλάνε τα Άγια Σκεύη, από τον κοντινό Ναό της αγια Παρασκευής και, ανήμερα τριάντα Νοέμβρη του εικοσιδύο, ένας θεόρατος λεβεντόπαπας που βρισκότανε μαζί με το Σταϊκόπουλο, ο παπα Γιώργης ο Βελλίνης, κάνει την πρώτη λειτουργία, ενώ από τα μάτια των παλικαριών κρουνελιάζει το δάκρυ…

….

Σε λίγο το Ανάπλι μας λευτερώθηκε. Γιομάτη συγκίνηση ήτανε η στιγμή, οπού, ο Αλής Πασάς, ο Μουχαβούζης, του Αναπλιού, παράδωκε, σε επιτροπή, οπού πεμψεν ο Γέρος, τα κλειδιά της πόλης.
Δακρύζοντας ο Μουχαβούζης, κάνει νόημα σε έναν αράπη, μπιστικό του. Και τούτος, πάει και φέρνει -πάνω σε δίσκο ασημένιο, σκεπασμένα με βελούδο- τα κλειδιά του Αναπλιού.
Τα πήρε -λένε- ο Τούρκος φρούραρχος, τα χάιδεψε κι απέ, γυρίζει στην επιτροπή και λέει μούσκεμα στο δάκρυ:

-“Πάρτε τα κλειδιά. Δώστε τα στον αρχηγό σας και πες τε του να λυπηθεί του θεού τα πλάσματα!”.

Κι ο γέρος, που πήρε τα κλειδιά της πολιτείας, κράτησε το λόγο του.
Οι Τούρκοι μπαρκαρίστηκαν στα καράβια, που πρόσμεναν αγάντα στην “Πόρτα Μαρίνα” του προμαχώνα Μόσχου και μίσεψαν στον αγύριστο!…

….

Σαν έγινε δικό μας το Παλαμήδι, ξετουρκέψαμε και τις ονομασίες των οχτώ Προμαχώνων του.
Τη ντάμπια τη Γιουρούς τη βγάλαμε Αχιλλέα, την Καρά, Θεμιστοκλή, την Ταβίλ Φωκίων, τη Σεϊτάν ντάμπια Επαμεινώντας, την Τοπράκ Λεωνίδας, την πιο αψηλή, τη Μπαζιριάν, Μιλτιάδη, τη Τζιδάρ Φρουραρχείο και τη Δενίζ-καπού, όπου αγνα΄ντευε το Ανάπλι, του Ρομπέρ, τιμώντας το Γάλλο φιλέλληνα, οπού’πεσε μπροστά στην Ακρόπολη της Αθήνας.

….

Και τώρα, μικρά μου Αναπλιωτόπουλα, η συγκίνηση -κόμπος-λυγμός- ανεβαίνει στο λαιμό μου.
Γιατί θέλω να σας μιλήσω για την τύχη του Πορθητή. Του Σταϊκόπουλου.
Την πικρή του τύχη.
Ο Γέρος του Μοριά αρνιέται να τόνε κάνει φρούραρχο του, καταπώς ο Στάικος το πεθυμούσε.
Αυτό το άδικο του μεγαλώνει την ψυχασθένεια, που τόνε τρύγαγε κιόλας από τη μικρή του Νιότη.
Αλλόφρονος, γυρίζει τα σοκάκια του Αναπλιού και ξεσπάει σε βρισιές ακατονόμαστες.
Βρίζει ακόμα και τους Βαυαρούς. Και τον Όθωνα.
Και, τότες, οι Βαυαροί τόνε κλείνουνε στις φυλακές του “Λεονάρδου” που λέμε, πισ’ από το Βουλευτικό, όπου πεθαίνει , πεντάφτωχος, -στις εικοσιδυό Φλεβάρη του οχτακόσια τριάντα πέντε- ξεχασμένος από όλους, πάνω στα τριανταεφτά του χρόνια….
Οι συντοπίτες του, οι Ζατουνιώτες -τ’ακούτε τούτο;- κάνανε αναμεταξύ τους έρανο για το ξόδι του!
Τόνε θάψανε τον ήρωα, στο παλιό Νεκροταφείο του Αναπλιού, πλάι στο κλησιδάκι των Άγιων Πάντων.

Όμως, η Μούσα δεν το άφηκε έτσι, άκλαφτο, το παλικάρι.
Να: ακούστε το τραγούδι του, το μοιρολόγι του:

-“Σε συλλογιέμαι, Σταυραϊτέ, που λιώνεις και σαπαίνεις
στους “Λεονάρδου” το φριχτό κι ανήλιαγο κελλί.
Ω, Πορθητή του πιο τρανού κάστρου της Οικουμένης!
Με μαύρα γένια κι άκουρα και τη ματιά θολή!

….

Τ’άλικο αίμα της Νιότης Σου το πίνει, ικμάδα-ικμάδα
της φυλακής η φάγουσα κι όμπιο Σου το ξερνά.
Σε σένα, που, το θάμμα Σου φώτισε την Ελλάδα
και πέλαγα αναγάλλιασαν και κάμποι και βουνά!

….

Αντρειωμένε! Αμόλεφτε! Ψεγάδι δε Σου βρίσκω!
-Πως έλαμπε στο βλέμμα Σα φλόγα μιας αστραπής!-
Για να Σε θάψουν γύρισαν της επαιτείας το δίσκο,
δίσκο μιας αμολόγητης κι αιώνιας ντροπής!…

Έτσι έσβησε, παιδιά μου, κείνος ο λεβέντης, πάνω στο λουλούδισμα της Νιότης του, ξεχασμένος απ’όλους.
Τώρα τελευταία μονάχα, η πόλη που τη λευτέρωσε, τόνε θυμήθηκε και του’στησεν εκεί, κατ’ από το Παλαμήδι, τον ανδριάντα του.
Στη βάση τούτου του ανδριάντα, ο Ποιητής σκάλισε τούτον το στίχο:

-“Αμόλευτος κι αγέραστος, πάντα κοντά μας μέινεις,
του Εικοσιένα σταυραητέ της Λευτεριάς πουλί.
Ω, Πορθητή του πιο τρανού κάστρου της Οικουμένης,
που δέχτηκες στο μέτωπο της Δόξας το φιλί!”-

……

Έτσι είναι, παιδιά μου! Έπρεπε να περάσουν εκατομπενήντα χρόνοι, για να βρει ο ήρωας τη θέση οπού του άξιζε…

….

Σας κούρασα;
Όχι;
Όχι, λέτε, Αναπλιωτάκια;
Μπράβο σας!
Ο πόθος κι η δίψα να μάθετε από το στόμα μου ούλα τα καθέκαστα του Κάστρου μας.

“που ήταν στον κόσμο ξακουστό
και του Μοριά κορώνα!”

διώνει κι από τα μάτια τα δικά μου την πάχνη της νύστας.

Και, πριχού να ξημερώσει, θα σας μιλήσω για τα χρόνια τα τελευταία -τότες ήμουνα παιδόπουλο- όπου το Παλαμήδι μα γένηκε φυλακές και τόπος της φοβερής Καρμανιόλας.
Εδώ πάνω στήθηκαν οι φυλακές που λέγονταν “Κατάστημα” κι όπου φυλακίζονταν οι αλαφροποινίτες. Κι ακόμα τα μπουντρούμια του “Μιλτιάδη” -δηλαδή της “Μπαζιριάν” ντάμπιας, όπου πιλατεύονταν οι ισοβίτες και οι θανατοποινίτες κατάδικοι.
Τώρα, στο Παλαμήδι μπορείς ν’ανέβεις απ’ όθε θέλεις και πεθυμάς.
Αν τα ποδάρια σου κρατάνε, πάρε τα χίλια παρά ένα σκαλοπάτια του και σκαρφάλωσε.
Αν θέλεις άνεση, μπορείς ν’ανέβεις με αυτοκίνητο, από το δρόμο το φιδωτό.
Να πάτε, το λοιπόν παιδιά μου.
Κι όχι σαν αδιάφοροι τουρίστες!
Να πάτε, προσκυνητές, να προσκυνήσετε!
Ν’ανάψετε πρώτα, ευλαβικά, ένα κερί στον Πρωτόκλητο τον Αγιαντρέα, οπού μας χάρισε το Παλαμήδι.
Απέ, να τριγυρίσετε τους οχτώ Προμαχώνες και προ παντός του Μιλτιάδη και την ντάμπια τη Γιουρούς απ’ όθε γένηκε το ρεσάλτο.
Να δείτε το βάραθρο, που χάσκει, ανάμεσα Καρά και Νταβίλ ντάμπια. Εκεί, που, βάζοντας δολερό γιοφύρι, χάλασε ο Χασάν πασάς τους Αρβανιτάδες του Αναπλιού.
Να κατέβετε, ώσαμε τα κατάβαθα των κάστρων και να θαμάξετε τις υπόγειες στέρνες, π’αποθήκευαν το νερό, σε ώρες πολιορκίας.
Αντέστε και σε κείνη την κάμαρα, την “Κρυφή Πύλη”, όπου φυλάγανε την Καρμανιόλα.
Κι ακόμα στο “Αλωνάκι”, στον τόπο όπου γίνονταν οι θανατικές εκτελέσεις από τους Μπόγηδες.
Τούτοι μένανε ολοχρονίς -φυλακισμένοι, πες- στο Μπούρτζι. Και μονάχα, σαν ήτανε να γενεί εκτέλεση τους ανεβάζανε, συνοδειά, στο Παλαμήδι.
Αντέστε ακόμα και στη “Σεϊτάν” ντάμπια, να δείτε τα σημάδια της Τούρκικης κατοχής, οπούνε σκαλισμένα: ένα οστεοθραύστη, ένα σαρίκι τούρκικο και μιαν αράπικη σπάθα.
Και, τέλος -τα μάτια μου βουρκώνουνε! -να πάτε ν’ανασπαστείτε τους τοίχους του “Κελλιού του Κολοκοτρώνη”.
Να δείτε σε τι πικρό, ογρό κι ανήλιαγο κελλί πέρασε ο “Γέρος του Μοριά” τις μέρες της φυλακής του!…

….

Αντέστε τώρα, βλαστάρια μου.
Αρκετά για σήμερα!
Αύριο -και, πριχού να συνεχίσουν τούτη τη διήγηση- θέλω -κάνοντας διάλειμμα- να σας μιλήσω για τα χρόνια της άγουρης νιότης μου.
Τότες πια! για πρώτη φορά -επιτέλους!- ανέβηκα κι εγώ -ανήμερα τ’Αγιαντρέα- να ιδώ το κάστρο και τις φυλακές του!
Αλλά για τούτα, αύριο το βράδυ!…

 

Προηγούμενο   Επόμενο