ΝΥΧΤΕΡΕΜΑ ΔΕΚΑΤΟ: ΤΟ ΑΝΑΠΛΙ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ – ΜΕΡΕΣ ΔΙΧΟΝΟΙΑΣ

Από κείνη τη μέρα τη σημαδιακή, που ο Αγιαπόστολος Ανδρέας μας έδωκε το Παλαμήδι, το Ανάπλι γένηκε Πρωτεύουσα της πατρίδας μας και πρώτος φρούραρχος του Κάστρου ο Πάνος Κολοκοτρώνης, γιός του “Γέρου”, το Γενάρη του ’23.
Και γένηκεν ακόμα το Ανάπλι το καταφύγιο των Ελλήνων, όπου, κυνηγημένοι από τους Τούρκους, βρίσκανε εδώ απάγγειο και σιγουριά.
Έφτασε, σκεφτείτε, να’χει ώσαμε τριάντα χιλιάδες ψυχές, λογιών-λογιών.
Είχανε στριμωχτεί εδώ, μέσα σε τούτα τα κάστρα, εξόν από τους Μοραΐτες και Μακεδόνες, Ηπειρώτες, Χιώτες, Κρητικοί. Ακόμα και Μικρασιάτες.
Μια τέτοια κοσμοθάλασσα, φυσικό ήτανε να φέρει εδώ αρρώστιες κι επιδημίες λογιών-λογιών.
Προ παντός τύφο και λυσαντερία, που θέριεψαν και κιντύνεψε ν’αφανιστεί ο πληθυσμός.
Τυχεροί σταθήκανε οι Αναπλιώτες, που, κείνον τον καιρό, βρέθηκαν στην πόλη, ξενιτεμένοι Ρωμιοί γιατροί, σοφοί και διαβασμένοι- σαν τους Μαράτο, Παπαλεξόπουλο, Παπαδόπουλο κι άλλους, που πέσανε πάνω στη Λερναία Ύδρα της αρρώστιας και της κόψανε τα κεφάλια! Να μην ξεχάσω εδώ να σας αναφέρω, μαζί με τους, που προανάφερα ντοτόρους , κι έναν Ιταλιάνο-Τεργεστάνο Φαρμακοποιού. Το σινιόρο Βονιφάτιο Βοναφίν. Τούτος ίδρυσε στο Ανάπλι το πρώτο Φαρμακείο της ελεύθερης Ελλάδας.

…..

Όμως, παιδιά μου, αν το Ανάλι μας έγιανε από τούτες τις φοβερές αρρώστιες του κορμιού, απόχτησε -και τούτο και η Ελλάδα μας- μιαν άλλη αρρώστεια, ψυχόφθορη, οπού’ναι το μόνιμο σαράκι της Φυλής μας: τη Διχόνοια!
Δεν προλάβαμε, που λέτε, να πετάξουμε από πάνω μας τις αλυσίδες της σκλαβιάς και να γενούμε από ραγιάδες λεύτεροι και να σου που άρχεψε ανάμεσά μας μια φαγωμάρα κι ένας σπαραγμός εμφύλιος, δίχως σοβαρή αιτία, μα και δίχως αρχή και τέλος.
Η ρουφιανιά άρχεψε να χύνει ύπουλα το φαρμάκι της. Κι η ζήλεια, ο φθόνος κι η εκδίκηση πρόβαλλαν τα ομπιασμένα μούτρα τους, κατ’ από το γαλανό ουρανό της πατρίδας μας.
Κι είδαμε -αλλί και τρισαλλί!- χέρια αδερφοκτόνα, να μπήγουνε την κάμα του ξολοθρεμού σε κορμιά αδερφών και συντρόφων, που, ως τα χτες ακόμα, πολεμούσανε πλάι-πλάι, τον κοινό προαιώνιο οχτρό.
Κι όλα τούτα γίνονταν -αχ, μωρέ άφρονες!- την ώρα που ο οχτρός βρισκόταν ακόμα έξω από τα κάστρα μας, καρτερώντας ευκαιρία να σαλτάρει και να μας σβήσει σαν Έθνος και Φυλή!
Αχ, έτσι! Έτσι!
Το’χουμε μεσαθέ μας τούτο το μόλεμα, παιδιά μου!
Μονοιάζουμε μπροστά στον κίντυνο, κάνουμε πράματα και θάματα, όπου μπροστά τους κρατάει την ανάσα της η Οικουμένη και γράφουμε, με γράμματα χρυσά, κατεβατά ολάκερα στην Ιστορία!
Κι ύστερα-μήγαρις το ίδιο δε γίνεται και σήμερα!- μας πιάνει μια κατάρα και δίνουμε μια κλωτσιά και τα γκρεμίζουμε όλα τα όμορφα, όπου, με τόσον ιδρώτα και γαίμας, είχαμε χτίσει!…
Ξυπνάνε μέσα μας διαβολικοί Κάηδες, να μπήξουνε το μαχαίρι στην καρδιά του Άβελ!
Έτσι!…

Τέτοια ήτανε, βλαστάρια μου, η φαγωμάρα μας, που απ’αυτήνε δε γλίτωσε μάειδε κι ο “Γέρος”, ο νικητής του Δράμαλη!
Πιάστηκε και τούτος -αναίτια και μπαμπέσικα- από την Κυβέρνηση και φυλακήθηκε στο Μοναστήρι της Ύδρας στον Προφήτη Ηλία.
Ποιος;
Ο Στρατηλάτης της Πελοπόννησος!
Αυτός, οπού γλίτωσε την Επανάσταση από τα φουσάτα του Δράμαλη, στεκάμενος -μόνος αυτός, σα βράχος- την ώρα που όλοι κιότεψαν και ρίξαν τ’άρματα!
Τούτος, το λοιπόν, ο γίγαντας -που ήτανε κιόλας χτυπημένος από το δρεπάνι του Χάροντα, αφού’χε χάσει πριν λίγο το γιό του τον Πάνω- σούρθηκε, πομπεμένος κι αλυσσοδεμένος, στα σοκάκια του Αναπλιού και ρίχτηκε στο αμπάρι μιας γαλέττας -της “Γοργής” του καπετάν Σκούρτη, για να τόνε πάνε στα μπουντρούμια της Ύδρας!
Εκεί, στο μουράγιο, την ώρα οπού’μπαινε στο πλεούμενο του Σκούρτη, κάποιος από το πλήθος άρχεψε να τόνε βρίζει. Και, τότες, ο “Γέρος” δίχως ν’αποκριθεί στον υβριστή, γυρνάει και λέει στον κόσμο, δακρυσμένος: “Σεις, οπού τ’ακούτε τούτα τα λόγια, σεις κρίνετε αν μου πρέπει τέτοια ντροπή”!
Έτσι γένηκε!
Κι ο Παντοκράτορας, στον τρούλο της εκκλησιάς του Άη Γιώργη, απόστρεψε, λένε το κεφάλι Του, για να μη δει τούτο το ανόσιο θέαμα!….
Ντροπής και κατάντια!….

….

Ε, συ Αναστάση, γραμματιζούμενε!
Μ’ έχεις ιδωμένο -καθώς και όλοι σας εδώ- να κόβω το καρβέλι μ’ένα σουγιά- Ιππολύτη! Φέρε μου εδώ, εγγόνα μου, κείνον το σουγιά οπού’χω στο συρτάρι της κουζίνας!
Να! Τούτον εδώ, που τόνε λένε “Κολοκοτρωνέικο”.
Ξέρετε γιατί τόνε λένε έτσι;
Εγώ θα σας το μολογήσω κι ακούστε το:

….

Εκεί, στο λιμάνι του Αναπλιού, ο Κωσταντής Μανούσος κράταγε ένα ψευτομάγαζο, όπου πουλούσε λογής-λογής πραμάτειες.
Και, κείνη τη μέρα -Φλεβάρης ήτανε του Είκοσι πέντε, βγήκε -δακρυσμένος- να δει την πικρή συνοδειά, οπού’φερνε το “Γέρο” αλυσσοδεμένο, και τόνε μπάρκαρε για τη φυλακή της Ύδρας.
Κι όταν η συνοδειά πέρασε μπρος από το μαγαζί του, ο Μανούσος -νικώντας το φόβο της εξουσίας- έτρεξε, γονάτισε και φίλησε το χέρι του νικητή του Δράμαλη.
Ο “Γέρος” σταματάει λίγο.
Στέκει μπροστά στη μόστρα, οπού’χε απόξω από το μαγαζί του ο Κωνσταντής Μανούσος.
Ύστερα, με τη βαριά φωνή του:

-“Δος μου, λέει, πατριώτη, ένα σουγιά”!

Ο Κωνσταντής τα’χασε. Παίρνει έναν και τόνε προσφέρει, με χέρι τρεμάμενο.
Ο Κολοκοτρώνης τόνε βάνει στο σιλάχι.

-“Φχαριστώ, πατριώτη, του κάνε. Λεφτά δεν έχω να στονε πλερώσω. Κολοκοτρώνη με λεν! Θα κόφτω με τούτον το ψωμί της φυλακής και θα σε θυμάμαι! Ίσως, κάποτε, να σου ξοφλήσω το χρέος μου”!

Ο Μανούσος δακρύζει:

-“Στον χαρίζω, καπετάνιο μου!”

Ο “Γέρος” τον κοιτάζει στηλά.

-“Πως σε λένε, πατριώτη;”-

-“Μανούσο, καπετάνιο μου. Κωνσταντή Μανούσο με λένε!”-

-“Κωνσταντής Μανούσος. Δε θα το ξεχάσω!”-

….

Και, παιδιά μου, ο “Γέρος” δεν το ξέχασε!
Μέσα στο σάλαγο του πλήθους, που τον υποδέχτηκε, όντας, παίρνοντας αμνηστεία, ξαναπάτησε το πόδι του στο Ανάπλι, τον είδε το Μανούσο ο Κολοκοτρώνης.
Το γερακίσιο βλέμμα του τόνε ξέκρινε.
Του γνέφει.
Εκείνος σιμώνει, τρέμοντας.

-“Καλώς σε βρήκα, Κωσταντή Μανούσο, λέει ο στρατηγός. Έτσι δε σε λένε”;

-“Ναι, Στρατηγέ μου!”

-“Ε, λοιπόν, Κωνσταντή Μανούσο, βλέπεις πως δεν αλησμόνησα τ’όνομά σου! Μα ουδέ και την πλερωμή αστόχησα για τούτο δω! Και δείχνει το σουγιά.
Στο’πα πως κάποια μέρα θα στον πλερώσω!
Κι η μέρα να’την που’φτασε!
Είναι τούτη!
Βγάζει από το σιλάχι τ’ασημί μαχαίρι του, με τη λαβή τη μαλαμοπλο.

-“Πάρε, κάνει”.

Κι ύστερα, στους άλλους , στο πλήθος:

-“Αδέρφια! Ζήτω η Πατρίδα!”

Το “Ζήτω” που’βγαλε ο λαός δεν ακούστηκε.
Το’πνιγε -κόμπος-λυγμός- η συγκίνηση!

….

Ε, από τότες, παιδιά μου, τους σουγιάδες κείνους τους λένε “κολοκοτρωνέικους”!

….

Το πιλάτεμα του “Γέρου” στο Μοναστήρι της Ύδρας, δεν κράτησε πολύ.
Και τούτο, γιατί, να’τονε οπού πλάκωσε στο Μοριά ο φοβερός Αράπης, ο Μπραήμης!
Τρεις μήνες μονάχα έχουνε διαβεί από κείνο το μαύρο δειλινό του πομπέματος και να που τώρα τα μάτια ολονών -εχτρών και φίλων- γυρίζουν κατά κει, στο νησί της Ύδρας, οπού’ναι μανταλωμένος ο “Γέρος”!
Η Κυβέρνηση κηρύχνει γενική αμνηστεία και ο “Γέρος” έρχεται -νικητής και τροπαιούχος- στο Ανάπλι.
Ε, παιδιά μου! Τι έγινε κείνο το πρωινό, που τα Υδραίικα γολετόμπρικα μπαίνουνε στο λιμάνι, φέρνοντας τους εξόριστους!
Ο “Γέρος” κι άλλοι, μόλις πατήσανε το πόδι τους στο μουράγιο, σκύψανε και φιλήσανε τ’άγιο χώμα της πατρίδας, βρέχοντάς το με το δάκρυ τους.
Κι ο λαός, γύρω τους, μονοιασμένος και τούτος, δεν ήξερε τι έκανε: έκλαιγε, γέλαγε, τραγούδαγε και γλυκοφιλούσε ο ένας τον άλλο, καταπώς στην Πασχαλιάτικη γιορτή της αγάπης.
Ύστερις, όλοι αδελφωμένοι κι αγκαλιασμένοι: λαός, προύχοντες και στρατός, πήγανε να κάνουνε Δοξολογία στην εκκλησιά τ’ Άη Νικόλα.
Και κει, που λέτε, να’σου κι ανεβαίνει στον άμβωνα ο βουλευτής Σπυρίδων Τρικούπης και βγάνει ένα λόγο, τέτοιονε, που, λέω, δακρύσανε ως κι οι πολυέλαιοι της εκκλησίας!….
Τους είπε: “Για τ’όνομα του Θεού μας, οπού’ναι της αγάπης θεός και για της Πατρίδας τ’όνομα, τούτη την ώρα που ο κίντυνος παραφυλάει πισ’από τις θύρες μας, ας καθαρίσουμε τις ψυχές μας από τ’όμπιο της διχόνοιας! Ας θάψουμε τα μίση και τα πάθη μας! Κι η αγάπη κι η ομόνοια ας βασιλέψει στις καρδιές μας!”
Εκεί να βλέπατε φιλιά και δάκρυα και ζητοκραυγές!….

….

Την άλλη μέρα -είκοσι Μάη- ο “Γέρος” διορίστηκε αρχιστράτηγος του Μοριά κι ευτύς άρχισε να μαζεύει το στρατό του για ν’αντιμετωπίσει το Μπραήμη!

….

Ο “Γέρος” ξαναγύρισε πάνω στην ώρα.
Ο Μπραήμης, ύστερις από το πάρσιμο του Νιόκαστρου, συντρίβει την απελπισμένη άμυνα του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι.
Κι απέ, σαν αγιούπας μαυροφτέρουγος, χτυπάει την Τριπολιτσά και τήνε κουσεύει.
Αφήνει εκεί φρουρά γερή και, ροβολώντας το Παρθένι, κατεβαίνει στον κάμπο τον Αργείτικο!
Φόβος και τρομάρα κυρίεψε τον κοσμάκη!
Στα χωριά του κάμπου έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα!

-“Ο Μπραήμης! Ο Μπραήμης!” Φώναζαν κι έτρεχαν να σκαρφαλώσουν στα βουνά.

Την άλλη μέρα, το χάραμα, τούτος ο μαύρος δαίμονας -που, ωστόσο, πρέπει να τον παραδεχτούμε για την αξιοσύνη του και την παλικαριά του!- πήρε το κουράγιο -μονάχος- καταμόναχος- να φτάσει έρριζα στα κάστρα του Αναπλιού!
Σατανάς!…
Ώσαμε τα χρόνια μου, σώθηκε -στόμα το στόμα- η μορφή του. Ήτανε, λένε, κοντός και χοντρός, μα σβέλτος σα ζαρκάδι, καβαλάρης σαν Κοζάκος κι αλάθευτος στο σημάδι και στων αρμάτων τη δεξιοσύνη.
Φορούσε πάντα του σαρίκι και σαλβάρι κόκκινο σαν το γαίμας και πέπλο μελιντζανί ή μπαρουτί.
Ήτανε -παράξενο για Αυγύπτιο- ξανθός, με πρόσωπο βλογιοκομμένο κι αριά ξανθά γένια.
Αλλά, παιδιά μου, πάνω σε κείνο το βλογιοκομμένο μούτρο, σπίθιζαν κάτι μάτια γερακίσια, οπού’χανε τη γυαλάδα του ατσαλιού.
Άσε που δεν ήτανε άγιος κι άγιος ο Μπραήμης.
Ο Σουλτάνος Μαχμούτ, όπου τον εκάλεσε από την Αίγυπτο, για να πνίξει στο γαίμας τον αγώνα μας, ήξερε με ποιόνε είχε να κάνει.
Αναθρεμένος από Ευρωπαίους παιδαγωγούς ο Μπραήμης έδειξε τη στρατηγική δεξιοσύνη  του από μικρός και πολλές φορές, με το στρατό του -όπου τόνε γυμνάζανε αξιωματικοί Φραντζέζοι- είχε βοηθήσει το Σουλτάου που τον ονόμασε Βεζύρη και Πασά της Μέκκας..
Και, τώρα, τούτη την κρίσιμη ώρα, τούτον διάλεξε ο Μαχμούτ για να τελεύει -μια για πάντα- με τον ξεσηκωμό των ραγιάδων.
Τέτοια λέγανε για κείνον…
Κι απόμεινε -σαν ξεκουμπίστηκε από δώ- τόσο ζωντανή η αγριάδα του και το φονικό όπου σπέρνανε τ’ασκέρια του, ώστε, χρόνους πολλούς κατοπινά, οι μανάδες των ρημαγμένων χωριών του Αργείτικου κάμπου, σα θέλανε να φοβερίσουνε τα παιδιά τους, έλεγάν τους: “-Σύχασε! Σύχασε, γιατ’ έρχεται ο Μπραήμης!”-
Και στις κατάρες τους ακόμα, οι άμοιροι, φέρνανε στα χείλια τους το καταραμένο τ’όνομά του:

-“Ανάθεμα το Μπραήμη που δε σ’έκοβε!”-

….

Τέλοσπάντον -για να τελέβουμε και με τούτον δω το Βελζεβούλη- λένε, τάχα, πως ο εγγλέζος Ναύαρχος Χάμιλτον- οπού’χε σταλθεί από το βασιλιά της Ιγγλιτέρας, με τα καράβια του- συναπαντήθηκε στο Άργος με το Μπραήμη και τόνε κατάφερε να μην κάνει ρεσάλτο στο Ανάπλι!
Παραμύθια της Χαλιμάς!…
Εμένα τα τεφτέρια μου -που ποτές δε με προδώσανε- το μολογάνε ντρίτα και ξεκάθαρα:
Ο Μπραήμης, πάνω στ’άγριο φαρί του, που φρούμαζε, έφταξε, ατός του, μπροστά στα κάστρα μας.
Αυτό ειν’ αλήθεια!
Κι αλήθεια περίτρανη είναι πως, σαν είδε, λένε, με το κανοκυάλι του, το θεριό του Παλαμηδιού- κι είχε στρατηγικό μάτι αλάθευτα ο Μπραήμης- είπε, τηρώντας το στηλά:

-“Όχι! Τούτο το κάστρο δεν παίρνεται!”

Κι έκανε πίσω.
Έτσι είναι!
Κι όχι πως, τάχατες, τούτος ο πολέμαρχος, που πάτησε δυό δρασκελιές και πήρε το Μοριά ώσαμε να πεις κίμινο, θα κιότευε μπροστά στις παρλαπίπες του Ιγγλέζου Αμιράλη!
Έτσι είναι!
Το κάστρο μας τόνε κιότεψε τον ερίφη, αμή και, το κυριότερο, ο “Γέρος” ο παμπόνηρος 0να σας το πω και τούτο- για να μπαίνει το κάθε πράμμα στην τάξη του!
Γιατί , αυτή η γριά Κολοκοτρωνέικη αλεπού, οπού’ξερε το Μοριά και τους Μοραΐτες σαν τα δάχτυλά του, βλέποντας πως δε δυνότανε να κοντρασταριστεί -μούτρο με μούτρο- με τ’ασκέρια του Μπραήμη, του’στηνε άγριο κλεφτοπόλεμο -αντάρτικο που λέμε σήμερα- και δεν τον άφηνε στιγμή ήσυχο, συχνολιανίζοντας τους αραπάδες του με τα ξαφνικά ρεσάλτα.
Αμή το άλλο! Τρέχοντας, βουνό το βουνό και λαγκάδι το λαγκάδι ο “Γέρος”, φοβέριζε τους κιοτήδες, λέγοντάς τους πως “Φωτιά και τσεκούρι θα πέσει στους αλόγιστους, που θα προδίναν τον αγώνα, πηγαίνοντας “προσκυνημένοι”, στον αλλόθρησκο δαίμονα της Αραπιάς!”

…..

Τέτοια, παιδιά μου, στάθηκεν η πυρκαγιά όπου άναψεν ο Μπραήμης και που λίγο έλειψε να κάνει στάχτη και μπούρμπερη το Μοριά, το Ανάπλι, τον Αγώνα και το Γένος!
Ώσαμε που, τούτη η πυρκαγιά σβήστηκεν ολότελα από το θεριακωμένο, ματόβαφο κύμα της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου!….

….

Βλαστάρια μου Αναπλιώτικα.
Κουραστήκατε;
Όχι;
Έτσι μπράβο!
Το βλέπω δα και στα μάτια σας, όπου λαμποκοπάνε από την περιέργεια και από τη δίψα της μάθησης.
Και κάνετε καλά και περίκαλλα, παιδιά μου.
Γιατί -όχι που θαν το παινευτώ- αλλά, μη όντας εγώ, που ξέρω την ιστορία της πολιτείας και είμαι ο μόνος π’απόμεινε ζωτανός από κείνες τις λεβεντογενιές, δεν ξέρω κι εγώ πια από πούθε θα μαθαίνατε καταλεπτώς, ούλα κείνα τα περιστατικά, αν ο Άγγελος Κυρίου με είχε πάρει στα φτερούγια του.
Και, για να καταλάβετε τα όσα θα σας ιστορήσω πιο κάτω, θα σας πω μια αρχαία παροιμία, με τα ίδια λόγια που μου την είχε πει μια μέρα ο μακαρίτης ο Δεσπότης μας ο Νίκαντρος.
Μου’χε πει, το λοιπόν, ότι οι Αρχαίοι λέγανε: “των οικιών ημών παμπριζομένων υμείς άδομεν!”

….

Ε, τι ασήκωσες το κεφάλι και με κοιτάς Αναστάση, σταματώντας το γράψιμο;
Και… γελάς;
Γελάς κιόλας;
Γιατί γελάς;
Λάθεψα σε τίποτα, βρε καλαμαρά;
Μια λέξη;
Ποια λέξη;
Δεν είναι, είπες “παμπριζομένων”;
Και, πως είναι;
Εμπιπραμένων;
Ε, και τι με τούτο; Το ίδιο είναι!
Σκύψε κει στο τεφτέρι σου και γράφε, μη σε καταχερίσω!
Προπέτη! Ε, προπέτη!

….

Τέλος λοιπόν, όπου λέτε, η παροιμία πάει να πει: “Ενώ τα σπίτια μας καίγονται, εμείς τραγουδάμε!”
Έτσι γένηκε και με μας!
Ο Μπραήμης βρισκόταν ακόμα στη γειτονιά μας κι εμείς ξαναρχίσαμε το χαβά της φαγωμάρας!
Απάνω που η νέα Κυβέρνηση -Πρωθυπουργός της ήτανε ο Ζαΐμης- εγκαταστάθηκε στο Ανάπλι κι άρχισε να το νοικοκυρεύει.
Κι απάνω που απόχτησε στέγη η Βουλή -Βουλευτικό το λέγανε τότε- που εγκαταστάθηκε σ’ένα Οθωμανικό τζαμί, στην “πλατεία του Πλάτανου”, που ο μηχανικός Βαλλιάνος του’δωκε μια μορφιά τέτοια, που το’κανε ένα από τα καλύτερα χτίρια του Αναπλιού -λέω και της Ελλάδας ολάκερης!
Κι απάνω που άρχισε να βγαίνει και η πρώτη “Εφημερίδα τα Κυβερνήσεως”.
Απάνω, λέω, που στρώναμε πια και νοικοκυρευόμαστε, να σου πάλε νταβαντούρια και γκρίνιες και γδικιωμοί ανάμεσά μας.
Λες και ξεχάσαμε το Μπραήμη!
Η ανάσα η βρωμερή του Αράπη ακουγότανε ακόμα στ’αυτιά μας και μεις…
Εμείς χορεύαμε τον καρσιλαμά!….

….

Κι ακούστε πως γένηκε.
Ήτανε το οχτακόσα εικοσιέξι -τότες οπού’πεσε ο Μισολόγγι στα νύχια του Κιουταχή.
Κι όσοι από κείνους τους άμοιρους Ρουμελιώτες γλιτώσανε το μαχαίρι, ήρθανε -γυρεύοντας καταφυγή- και στριμωχτήκανε και τούτοι στο Ανάπλι.
Σε τούτη την πόλη, που, καθώς λέγανε τότε, ήτανε “μέσα στην τρικυμία, η ιερή άγκυρα της Ελλάδος”.
Και “το μόνο άσυλο”, καταπώς έλεγε κι ο Κολοκοτρώνης.
Μαζεύτηκε ντουνιάς.
Πώς να θρέψει πια, πολίτες και στρατιώτες, τούτο το άμοιρο Κράτος;
Εξήντα γρόσα βρίσκονταν, όλα κι όλα, στο μπεζαχτά της Κυβέρνησης.
Και ένα μικρό δάνειο οπού’φερε απ’την Αγγλιτέρα ο Φιλέλληνας Γκόρντον, ξανεμίζεται και τούτο!
Τόσο, που, όντας πια παρασφίξανε τα πράματα, ένας μεγάλος πατριώτης -ο δάσκαλος του Γένους Γεννάδιος, μάζεψε όλους τους Αναπλιώτες στην “Πλατεία του Πλατάνου” -τούτοι ο Πλάτανος, ο ιστορικός, μένοι ώσαμε τα σήμερα ζωντανός, παρόλο που μια κουφάλα μεγάλη στο κορμί του, του’χει σκάψει τα σωθικά- και τους μίλησε με λόγια σοφίας και αγάπης.

“Ας βάλουμε, είπε, από το υστέρημά του ο καθένας, τον οβολό του, να σώσουμε τον Αγώνα.
Η Πατρίδα μας κιντυνεύει και χρειάζεται θυσίες.
Όλοι γνωρίζετε, αδέρφια μου, τη φτώχεια μου.
Οχτώ λίρες έχω, όλες κι όλες!
Και, να: πρώτος εγώ τις βάζω στον κορβανά της Πατρίδας”!

Όλοι τότες, πλούσιοι και φτωχοί, ρίχνανε ο καθένας ότι δυνόταν, για τη σωτηρία του Γένους.
Πρώτος, ο πρίγκηπας Δημήτρης Υψηλάντης, έβαλε τ’ασημένια του άρματα και τα μαλαματένια του.
Ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης, ο Ζαΐμης, πρόσφερε το κάτασπρο φαρί του.
Κι όλοι οι άλλοι -προεστοί και λαός- στριμώχνονταν και τούτοι, για να δώκουνε και το γαίμας της καρδιάς τους ακόμα, για τούτον τον τόπο, οπού’δωκε, από τ’αρχαία χρόνια, το φως του πολιτισμού στον κόσμο!
Έτσι, παιδιά μου, το πουγγί του Έθνους μας, γέμισε πάλι και μπόρεσαν να τα βγάλουνε πέρα, κείνες τις κρίσιμες ώρες…

….

Ξέρω, ξέρω!
Θα λέτε τώρα, από μέσα σας:

“Πάει! Ξεκουτιάστηκε ο γέρος!
Για διχόνοια είπε πως θα μιλήσει και τούτος μας αραδιάζει λόγια πατριωτοσύνης κι αγάπης.”

Αμ, δε!
Τούτη την τρυφερή σκηνή την ξετύλιξα μπροστά σας, για να χρυσώσω το χάπι το πικρό, που, τώρα αμέσως θα σας το δώκω να το πιείτε!
Ήτανε, τότες, οπού λέτε, στο Ανάπλι, φερμένος από της Ρούμελης τα μέρη, ένας πατριώτης καλός και λεβέντης πολεμιστής, αλλά ανυπόταχτος άνθρωπος των αρμάτων: ο Θοδωράκης Γρίβας.
Τούτος συμπεθέριασε με το Μοριά, παίρνοντας γυναίκα του τη χήρα του Πάνου Κολοκοτρώνη και διχατέρα της Μπουμπουλίνας.
Καλός, δε λέω, και πατριώτης και πολεμιστής τιμημένος. Μα, το’παμε, θερμοκέφαλος κι ανυπόταχτος!
Τούτος, έτσι κι έγινε Φρούραρχος του Παλαμηδιού, το πήρε απάνω του -έκανε δικό του μπαϊράκι- και, σκαρφαλωμένος σε κείνο το βράχο, νόμισε πια πως τούτος κι όχι άλλος κανένας είχε τα δικαιώματα να προστάζει και να κάνει κουμάντο.
Και σήκωσε αντάρτικο!
Ε, το καταλαβαίνετε πια πως οι παλιοί Μοραΐτες, οπού’χανε χύσει, με το ασκί, το γαίμας τους για τούτη τη γης, δεν τα σηκώσανε τούτα τα καμώματα!
Ο “Γέρος”, συνενογιέται με έναν κάποιο Γιαννάκη Λαμπρόπουλο -μπιστεμένο του Γρίβα- να του δώσει χρήματα και κείνος να του ανοίξει την πόρτα του Παλαμηδιού. Τούτος καμώνεται πως το δέχεται, αλλά το μολογάει στο Γρίβα. Κι έτσι, τη νύχτα που οι δικοί του Κολοκοτρώνη μπαίνουνε, νυχοπατώντας στο Παλαμήδι, οι Γριβικοί τους καρτεράνε και τους αρχίζουνε στο ντουφεκίδι.
Ντροπές! Ντροπές!….

….

Τα πράμματα φτάξανε στο νυ και αεί, όντας τα δυό αναπλιώτικα κάστρα -το Παλαμήδι, όπου το κάτεχεν ο Γρίβας και κείνο του Ιτς-καλέ, οπού βρισκότανε στα χέρια του εχτρού του, του Φωτομάρα- αρχέψανε ανάμεσά τους το κανονίδι!
Οι κανονιές των ανταρτών -ενώ η Κυβέρνηση, τρομοκρατημένη -κλείνεται στο Μπούρτζι- διασταυρώνονται και πολλές μπάλες πέφτουνε και στο Ανάπλι μέσα, σκοτώνοντας αθώους πολίτες κι αμούστακα παλικαρόπουλα. Ελληνόπουλα!
Μια από δαύτες, πέφτει και μέσα στο Βουλευτικό, την ώρα που οι βουλευτές συνεδριάζανε, σκοτώνει ένα βουλευτή κι άλλονε λαβώνει!….

…..

Φοβερό πράμα ο εμφύλιος πόλεμος, παιδιά μου!
Φοβερό!
Η αμάχη με τον ξένο, τον οχτρό, είναι ένας αγώνας τίμιος. Έχει ουσία και ιδανικά.
Ακόμα, ξέρεις με ποιον έχεις να κάνεις.
Συ, στο δώθε μέρος του όχτου, κείνος στο κείθε.
Όμως, ο πόλεμος ο αδερφοκτόνος είναι κατάρα και οργή θεού!
Δεν ξέρεις από πούθε θα σου’ρθει το βόλι.
Δεν ξέρεις!
Ο αδερφός χτυπάει τον αδερφό.
Κι ο γιος τον πατέρα!…

….

Έτσι γινότανε και τότε -το οχτακόσα εικοσιεφτά-
Ξευτελιστήκαμε στα μάτια των ξένων.

-“Τούτους θα λευτερώσουμε -λέγανε- όπου χτυπιώνται ανάμεσά τους, με λύσσα πιότερη από κείνη όπου δείξανε στο δυνάστη τους;”-

Τέτοια φαγωμάρα!
Κι ο Μπραήμης να βρίσκεται ακόμα στο Μοριά!

….

Τέλος -εμετός με πιάνει, όπου σας τα δηγιέμαι όλα τούτα τα βρωμερά! -μπαίνει στη μέση ο άγγλος Στρατηγός σερ Ριχάρδος Τσώρτς και καταφέρνει το Φωτομάρα να παραδώσει τα κλειδιά τους Ιτς-Καλέ.
Όμως, ο ξεροκέφαλος Γρίβας, εκεί!…
Ατού και ιστίκιο!…
Γυρεύει, για να παραδώκει το κάστρο -λες κι ήτανε προικιό του!- ένα εκατομμύριο γρόσα, τάχατες για να πληρώσει τα μιστά των παλικαράδων του!
Ακούς! Ένα μιλιούνι γρόσα!
Κι η Ελλάδα να ψυχομαχάει!…

….

Μα, ακούστε:
Εγώ είμαι πια γέροντας. Τα σβησμένα κεριά των χρόνων μου πληθύνανε και τ’αναμένα λιγοστέψανε, τόσο, που λέω πως λίγα ακόμα -ίσως ένα-δυό- μένουνε.
Έτσι, θα βάλω τα πράμματα στη θέση τους.
Ο Θοδωράκης μπορεί να’χε το μυαλό παν’ από το κεφάλι του.
Όμως, όχι -κι ας τη βάλανε τέτοια ρετσινιά!-  προδότη δε θαν τον ονοματίσω.
Γιατί -θα σας πω ένα μυστικό, που λίγοι το κατέχουνε και σεις θα κρίνετε:
Ο Μπραήμης -που μάθαινε όσα γένονταν στο Ανάπλι -νόμισε πως βρήκε την ευκαιρία να πάρει το Παλαμήδι από τα χέρια του Γρίβα.
Του’πεμψε, λοιπόν, άνθρωπο μπιστεμένο του και του’ταξε -και τι δεν του’ταξε!- αν του παράδινε το πολυπόθητο Κάστρο!

“Στρατηγέ τιμημένε! του’γραφε.
Δέκα μιλλιούνια γρόσα χρυσά σου τάζω -χέρι το χέρι- του’ γραφε.
Κι ακόμα, σε μπαρκάρω -σένα και τους στρατιώτες σου- για όπου συ βούλεσαι και πεθυμάς!
Εξόν πια, κι αν θες, σε κάνω “Μόρα Βαλεσή.”
Το Παλαμήδι, Στρατηγέ -το θες δεν το θες!- απόμεινε η μοναχή λεύτερη πέτρα στο Μοριά και ογλήγορα θα το πάρω στανικώς.
Κρίμας να χάσεις τη λεβεντιά σου, ενώ σε προσμένουνε πλούτη και τιμές!”-

Η απάντηση ήρθε κοφτή και σταράτη:

-“Πήγαινε και πες του -είπε ο Θοδωράκης στον αποσταλμένο του Μπραήμη- πως είδες με τα μάτια σου, να σκίζω μπροστά σου τούτη τη γραφή!
Κι ακόμα πες του πως, ο Θοδωράκης Γρίβας- όποιαν αμάχη κι αν έχει με τους εδικούς του- όμως, τη ζήση του ολάκερη την απέραση κυνηγώντας την καταραμένη σας φάρα. Κι ο Θοδωράκης, προδότης της πίστης και της Πατρίδας του δε γίνεται!
Σαν πεθυμάει το κάστρο μας, ας έρθει να το πάρει με το ζορμπί του.
Ας έρθει!…
Και, τότες… τότες, τούτα τα κανόνια, θαν του δώκουνε την απόκριση όπου του πρέπει!-”

Έτσ’ είπε ο Θοδωρής.
Κι εγώ…
Εγώ, παιδιά μου, τι να πω;
Ε, να: Το λέω:
Ο Θοδωράκης ο Γρίβας μπορεί να’τανε κακοκέφαλος κι αράθυμος και ζορμπαλής.
Και τρελός ακόμα. Ντελή Θοδωρής!
Όμως… όχι! Προδότης δε στάθηκε ποτές του!

 

Προηγούμενο   Επόμενο