ΝΥΧΤΕΡΕΜΑ ΕΒΔΟΜΟ: Η ΑΝΑΣΤΕΡΗ ΝΥΧΤΑ

Έτσι, που λέτε.
Αφόντας το Ανάπλι γένηκε και πάλι τούρκικο, άρχισε η μακριά κι ανάστερη νύχτα της σκλαβιάς, που κράτησε -καταπώς σας το’πα και πριν- εκατονέξι πικρούς και δίσεχτους χρόνους….
Στο Ανάπλι, που γένηκε πάλι Πρωτεύουσα και βιλαέτι του Μοριά, διορίστηκε πρώτος “Μόρα πασάς”, ο αρματολούμπασης Τοπάλ Οσμάν ο Λαρισαίος.
Και, παρευθύς, οι αγάδες όπου πήρανε μέρος στην πολιορκία του Αναπλιού, ήρθανε στην πόλη και κατοικήσανε στα σπίτια της, τα πιο καλά.
Κι ακόμα, με Σουλτάνικο φερμάνι, πήρανε κι ούλα τα χτήματα του γύρω κάμπου. Ακόμα και σήμερα, πολλά χωριά γύρω από το Ανάπλι έχουνε τα ονόματα κείνων των αγάδων. Το Μοράτ-αγά, το Τζαφέρ-αγά, το Ομέρ-μπακα, το Αβδή-μπεη, το Σπαη-τσίκου κι άλλα.
Όσο για τους λίγους ντόπιους Αναπλιώτες, οπού’χανε απομείνει -αφού οι άλλοι, οι τρανοί, ή είχανε σφαχτεί ή είχανε μισέψει για τα ξένα, ακολουθώντας τους Βενετσάνους- τούτοι γένηκαν ραγιάδες των αγάδων και στριμωχτήκανε εκεί, σε κάτι ρέπια σπιτάκια, στα δυτικά της Ακροναυπλίας.
Εκεί ζήσανε μέσα στη φτώχεια και στην κακομοιριά, πορευάμενοι είτε με το χαμαλίκι, είτε με την τέχνη την ψαρική. Γι’αυτό κι ο μαχαλάς τους ονοματίστηκε Ψαρομαχαλάς, όπως τόνε λέμε και σήμερα.
Εκεί τους εστριμώξανε οι δυνάστες!
Τους αφήκανε και το γιαλό, κατ’ από τη ντάμπια των “Πέντε αδερφιών”, ν’αράζουν τις βαρκούλες τους.
Όσο για να προσκυνάνε και να λατρεύουνε το Θεό τους οι Χριστιανοί, οι αγάδες -σπολάτι τους!-  τους εδώκανε ένα μικρό ρέπιο κλησηδάκι, έξω από την πόλη τους, τους ‘Άγιους Πάντες”.
Όλες οι άλλες εκκλησιές μανταλωθήκανε.

….

Αμή, τώρα που φτάσαμε ώσαμε δω, δεν αντέχω να σας μιλήσω και για το μεράκι μου: τον Ψαρομαχαλά.
Εδώ είναι η γειτονιά μου κι εδώ κι η κατοικιά μου, όπου και σεις τώρα ακούτε τις ιστορίες μου.
Τώρα, βέβαια, σμερδέψαμε.
Μα, τότες, στα χρόνια μου, την τοποθεσία τούτη την κατοικούσανε λεβέντες άνθρωποι της θάλασσας. Πραγματικοί Αναπλιώτες!
Τα παλικάρια ήσαντε στητά και ντρίτα, σαν τα κατάρτια των καραβιώνε τους και το κορμί τους ήτανε ψημένο από τον ήλιο και την αλισάχνη του πέλαγου.
Αν πεις και για τις κοπελλιές!
Τόσα ταξίδια οπού’χω κάνει σ’ ούλη τη γης -τ’ορκίζομαι στον Άη Νικόλα το Θαλασσινό!- δεν έχω αντικρύσει ομορφότερες γυναίκες από κείνες τις Ψαρομαχαλωτοπούλες!

Μήγαρις δεν το λέει και το λαϊκό τραγούδι;

“Εδώ, στον Ψαρομαχαλά
ξέρουν και πλέχουν δίχτυα.
Κι όποιος στα δίχτυα τους μπλεχτεί
δεν έχει πια βοήθεια!”

Έτσι!
Έτσι κι εγώ, σε κείνα τα δίχτυα τα ψαρομαχαλιώτικα μπλέχτηκα και στεφανώθηκα την Αννούλα -αλαφρό να’ναι το χώμα που τη σκεπάζει!
Μαζί της περάσαμε χρόνια χαρισμάμενα.
Ώσαμε που’ρθανε δίσεχτοι καιροί!
Ο Χάροντας τις ορέχτηκε και τις άρπαξε και τις δυό: μάνα και κόρη!
Έτσι απόμεινα έρημος -καραβάκι ακυβέρνητο στο πέλαγο!- με στήριγμα μονάχο μου κι απαντοχή μου, την Ιππολύτη, την εγγόνα μου, οπού’ναι όμορφη σαν τη γιαγιά της και τη μάνα της.
Ψαρομαχαλάς! Ψαρομαχαλάς!
Εδώ είναι το σπίτι μου κι ο τόπος μου και τα χώματά μου! Κι εδώ, αφήνω στη διαθήκη μου, να με θάψουνε. Ν’αγναντεύω τη θάλασσα!

….

Συχωρέστε μου τούτα τα λόγια, μα μ’έπιασε το μεράκι και ξαναμωράθηκα.
Ε τώρα, λέω, αφήνοντας τούτες τις θύμησες, ας ξαναγυρίσουμε στην ιστορία μας.

…..

Ύστερις από τα Ορλωφικά, δηλαδή τον άτυχο ξεσηκωμό του Μοριά- στο χίλα εφτακόσα ογδόντα εννιά- το Διβάνι, θέλοντας να τιμωρήσει τους Μοραΐτες, όπου ασήκωσανε κεφάλι στον αφέντη τους, έπεψε στο Μοριά τους Αρβανίτες.
Τούτοι πια κι αν ήτανε!
Το τι σφάξανε από Μοραΐτες δε λεγεται!
Να σκεφτείτε, παιδιά μου πως, από διακόσες χιλιάδες ψυχές οπού’χει ο Μοριάς, απομείναν μονάχα εξήντα, σε τούτο τον άμοιρο τόπο!
Σαν την ακρίδα!
Τότες είναι όπου ξεκληρίστηκε και το σόγι το Κολοκοτρωνέικο!
Όσοι Μωραΐτες δε σφάχτηκαν, πήρανε τα βουνά και τα λαγκάδια, για ξενιτευτήκανε στην Ύδρα, στην Ερμιόνη, στις Σπέτσες κι αλλού.
Τούτοι οι ληστές οι Αρβανίτες μπήκανε και στο Ανάπλι και το ρημάξανε!…

….

Όντας πια -τρώγοντας έρχεται η όρεξη!- αρχέψανε να βάνουνε χέρι και στους Τούρκους, ο Σουλτάνος είδε ότι “ο κόμπος έφτασε στο χτένι” κι αποφάσισε να ξεκαθαρίσει μια και καλή το Μοριά από την αρβανίτικη πανούκλα!
Και φωνάζει το Ναύαρχό του, τον Τζεζασερλή Χασάν πασά, όπου τον είχε μπιστεμένο και τιμημένο και του λέει:

-“Άκου, ζεϊμπέκι μου και παντοχή μου! Οι Αρβανίτες εκεί στο Μοριά το’χουνε παραξηλώσει! Όπως το πάνε μάειδε Γραικό θ’αφήκουνε να πληρώνει χαράτσι, μάειδε κι οι Οθωμανοί θα γλιτώσουνε το μαχαίρι!
Χάειντε, Γαζή μου, κει κάτω και ξεκλήριστους!
Εγώ, ο Σουλτάνος σου το γυρεύω!”-

Κι ο Χασάν πασάς έκανε βαθύ τεμενά και είπε:

-Αφέντη μου, χρέος μου είναι να σε δουλεύω!-

…..

Και, παρευθύς, παίρνει το στόλο του και φτάνοντας στο Ανάπλι, βάνει σε πράξη σκέδιο διαβολικό.
Καλεί στο καράβι του μπροστάρηδες των Αρβανιτάδων.

-“Τι θέλετε, μωρές σεις, τους κάνει, και κάνετε τα φρύδια του αφέντη μου του Πατισάχ να σουφρώνουνε από οργή;
Σκύλους μπιστικούς σας φέραμε στο μαντρί το ρομέικο και σεις μου γενήκατε λύκοι!
Τι γυρεύετε;

-“Τα μιστά μας! Κείνα γυρεύουμε! Κάνουν οι Αρβανίτες”.

-“Και, σαν τα πάρετε, θα μας αδειάσετε τη γωνιά;”

-“Ναι, μπίρο μου!”

-“Ε, το λοιπόν, για τούτο ήρθα! Που γγιά-πουγγιά ασήμι και χρυσάφι έχω στις κασέλλες μου, μέσα στο καράβι μου, να σας ξοφλήσω τα όσα σας χρωστάει το Διβάνι.
Διπλά και τρίδιπλα! Γκαίγκε”;

-“Γκαίγκε”, κάνουνε οι Αρβανίτες οι χοντροκέφαλοι και λάμπουν τα μάτια τους από χαρά και απληστία.

….

Τους ανεβάζει , το λοιπόν, όλους τους αρχηγούς των Αρβανιτάδων, ο Χασάν, από τη δυτική ντάμπια του Παλαμηδιού, την Καρά ντάμπια και τους μαντρώνει εκεί. Ύστερις, τους δίνει όρντινο να περνάνε από τν Καρά στην Ταβίλ ντάμπια -όπου, τάχατες βρισκότανε το ταμείο!- να παίρνουνε τα μιστά τους και να φεύγουνε πια για τ’Άργος.
Οι δυό τούτες ντάμπιες ενώνονταν με μια γεφυρούλα ξύλινη, που ο Χασάν , είχε βάλει μυστικά εδικούς του τεχνίτες και της είχανε κόψει από κάτω τις τραβέρσες, έτσι, που, κατ’ από το βάρος του κορμιού, η γέφυρα να γέρνει κι απέ να ξανάρχεται στη θέση της.
Και, ξαναγυρίζοντας, φρακάριζε τόσο καλά, που, ο αμάθητος δεν ένιωθε το δόλο, θαρρώντας τη γερή και πατούμενη.
Μπουλούκια-μπουλούκια, οι κουταρβανίτες, καθώς πήγαιναν να διαβούν τη γεφυρούλα, πέφτανε στο βάραθρο που χάσκει από κάτω και γκρεμοτσακίζονταν.
Και, καθώς τις δυό ντάμπιες τις χωρίζει, τη μιαν από την άλλη, ένας μεγάλος βράχος, κείνοι οπού’μεναν ξωπίσω δεν έβλεπαν τους συντρόφους τους, μάειδα κι άκουγαν τα βογγητά και τις κραυγές τους….
Κι έτσι, σε ώρες μέσα, ο Χασάν ο πονηρός τα ξολόθρεψε τούτα τα μοβόρικα ζωντίμια, οπού’χανε γίνει ο βραχνάς του Αναπλιού.
Η θάλασσα ήρθε και κοκκίνησε από κείνο το γαίμαςτο βρωμερό των Αρβανιτάδων.
Και το μέρος εκείνο το λένε από τότες “Αρβανιτιά”!….

….

Το Ανάπλι ανάσανε από τούτους τους μαύρους γύπες, οπού γυρεύανε να φάνε τα σωθικά τους.
Κι ο Χασάν πασάς, για ν’ανταμείψει τους Γραικούς, οπού τόνε συντρέξανε σε τούτο το έργο, τους χάρισε την εκκλησιά τους, την αγιά Σοφιά, που οι Τούρκοι την είχανε κάνει αχερώνα.
Έβαλε και την παστρέψανε και την έδωκε στους Χριστιανούς, να την έχουνε και να τη λειτουργάνε!

…..

Δεν απέρασε πολύς καιρός και ο Χασάν εκείνος ξεβρώμισε και το Μοριά ολάκερο από το τσαρούχι το Αρβανίτικο….

….

Νυστάξατε;
Όχι;
Εμ, τότες, αφουγκραστείτε να σας μιλήσω για ένα περιστατικό, όπου ανέβηκε κείνους τους σκοτεινούς χρόνους:
Θα σας μιλήσω για έναν πλούσιο πασά της εποχής εκείνης -τον αγά πασά. Κείνονε που έχτισε τον Τεκέ και στεγίστηκε μέσα κει, ύστερις, το Βουλευτικό.
Αυτός, λοιπόν, τον έχτισε, με έξοδά του, τον Τεκέ, για να καθαρίσει την ψυχή του από το διπλό φονικό οπού’καμε, μακελεύοντας δυό παλικαρόπουλα της Βενετιάς, στο κατώι του σπιτιού του.
Και, να πως γένηκε τούτο:
Τούτοι οι δυό Βενετσάνοι ήρθανε στο Ανάπλι, γυρεύοντας ένα θησαυρό, όπου κάποιος πρόγονός τους είχε κρύψει, φεύγοντας, στο κατώι του σπιτιού του, που τώρα ήτανε σπίτι του Αγά πασά.
Πήγανε, το λοιπόν, τα παλικαρόπουλα, βρήκανε τον Πασά και του δείξανε το σκεδιάγραμμα.

-“Αν δεχτείς, πασά μου, του’πανε, να σκάψουμε στο κατώι σου, θα μοιραστούμε το θησαυρό!

Εκείνος δέχτηκε.
Σαν ήρθε η νύχτα, πήρανε αξίνες και ένα φανάρι, κατεβήκανε στο κατώι, ανοίξανε το σκεδιάγραμμα κι αρχέψανε να σκέφτουνε…
Και, να οπού δεν απέρασε ώρα πολλή κι ο θησαυρός -χρυσάφι, ασήμι, τζοβαϊρικά, πετράδια- φανερώθη!
Ε, τότες το μάτι του άπληστου Αγά θόλωσε!
Και, καθώς εκείνοι οι δυό ήντουσαν σκυμμένοι μέσα στο λάκκο, τους βαράει με την αξίνα του και τους αφήνει στον τόπο.
Απέ, πήρε το θησαυρό και σκέπασε μέσα στο λάκκο τα κουφάρια των παλικαριών… και τόνε κατάπιε το σκοτάδι της νύχτας….

….

Όμως, από κείνη τη νύχτα, ο φονιάς δεν ημπόρεσε να βρει ησυχασμό. Τα φαντάσματα των δυό παιδιών, όπου κρεούργησε του ταράζανε τον ύπνο και τον αναπαμό….
Ύστερις, έχασε -μονοχρονιά τα δυό του φύτρα- γιό και διχατέρα.
Έλυωνε, μέρα τη μέρα και σούρωνε κι έσβηνε. Ώσαμε που, απολπισμένος πια, πάει και βρίσκει ένα γέροντα ασκητή, σοφό. Ένα Δερβίση, οπού’χε γυρίσει από τη Μέκκα κι ασκήτευεν εκεί, όξω από το Ανάπλι, στο βουνό του Άη Λια.
Κινάει, τόνε βρίσκει, πέφτει στα γόνατά του και, κλαίγοντας, το ξομολογιέται το κρίμα του.
Και, κείνος, ο άγιος άνθρωπος τ’απεκρίθη:

-Αν θες να σώσεις την ψυχή σου, να χτίσεις, ξοδεύοντας τον καταραμένο θησαυρό, ένα τζαμί. Και, εκεί, να πηγαίνεις, εφτά φορές την ημέρα να προσπέφτεις, γονατιστός, γυρεύοντας τον οικτιρμό του Αλλάχ! Αυτό να κάνεις!….

….

Κι ο πασάς έπραξεν ευθύς τα όσα του’πε ο σοφός Δερβίσης. Κι έχτισε ένα τζαμί περίλαμπρο.
Είναι το τζαμί τούτο, όπου βρίσκεται και σήμερις, στην πλατεία Συντάγματος και που στεγάστηκε στα ύστερα η Πρώτη Βουλή της ελεύθερης Ελλάδας!

Τέτοια -κι άλλα πολλά- γένηκαν κείνους τους τρισκόταδους χρόνους της σκλαβιάς.
Ώσαμε που άναψε -πελώρια και τριζόβολη- η φλόγα του Μεγάλου Κοσιένα!…

 

Προηγούμενο   Επόμενο