ΝΥΧΤΕΡΕΜΑ ΕΚΤΟ: Η ΠΙΚΡΗ ΩΡΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΗΔΙΟΥ

Συχωρέστε με!

Πόνοι σουβλεροί τριβέλιζαν το κορμί μου τούτα τα δυό μερόνυχτα κι αθέλητα μου με καρφώσανε στο κλινάρι μου.
Να η αιτία, όπου, τούτες τις δυό μέρες, δε σας μήνυσα να συναπαντηθούμε.
Όμως, τούτη μου η καρδιά -το νιώθω- δε λέει τους χτύπους της να σταματήσει, πριχού τα φρυγμένα, τα μαραμένα χείλη μου, ανοιγοκλείνοντας, σας διηγηθούνε ολάκερη την ιστορία της πόλης μου μα και της εδικής σας.
Είμαι παλιό σκαρί. Γερό σκαρί.
Ξοδεύοντας ολάκερη τη ζωή μου μέσα στη θάλασσα, έμαθα, καθώς τα πλεούμενα οπού κυβέρνησα, κρατώντας με σιδερένιο χέρι το δοιάκι, να κουμαντάρω τη ζωή, καταπώς εγώ το θέλω κι όχι καταπώς εκείνη το βούλεται.
Έτσι και τώρα, που στόχο μου έταξα να σας ξετυλίξω το μαγικό παραμύθι του Αναπλιού, δε θ’αφήκω την καρδιά μου να σταματήσει τους χτύπους της.
Με τα δόντια στη ζωή θα κρατηθώ, ώσαμε που την αφήγηση να φέρω σε τέλος.
Την αφήγηση για το Ανάπλι.
Τούτη τη μαγική πολιτεία, που -σας ορκίζομαι!- όθε και να βρισκόμουνα στα ταξίδια μου, σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, ποτές μου δεν έπαψα να τη νοσταλγώ….
Έπαρέ, το, λοιπόν, Αναστάση μου, σγουρόμαλλε.
Έπαρε το κοντύλι σου και γράφε!

….

Η αλήθεια είναι, πολλές φορές, πικρή σαν την αλόη.
Ναι. Ο Μεγάλος Πελοποννέζος -καλά το’πανε- στάθηκε ο στερνός της Βενετιάς!
Αφόντας έφυγεν εκείνος ο τρανός Βενετσάνος, η νύμφη του Αδρία άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα.
Και τούτο δεν άργησε το Διβάνι να το οσμιστεί.
Πατάει τη συνθήκη ειρήνης του Κάρλοβιτς ο Σουλτάνος Αχμέτ ο Γ’, πετάει το γάντι στα μούτρα της γονατισμένης Βενετιάς και τ’ασκέρια της Τουρκιάς κινάνε για το Μοριά.
Πάνω από εκατό καράβια, τίγκα με τον αφρό του αρματωμένου Ισλάμ, περάνε τον Ελλήσποντο.
Τα κυβεράει το χέρι τ’ατσαλένιο του καπετάν πασά Τζανούμ Χότζα.
Την ίδιαν ώρα, εκατό χιλιάδες στρατός, κατ’ από τη διάτα του Μεγάλου Βεζύρη Αλή Δαούτ πασά του Κουμουρτζή, περνάνε τον Ισθμό, διαγουμίζουνε την Κόρινθο, σκλαβώνουνε τη φρουρά της και την περνάνε στο λεπίδι, κατ’ από τα κάστρα του Αναπλιού.
Φόβος και τρομάρα στο Ανάπλι!
Ήτανε η χρονιά χίλια εφτακόσα δεκαπέντε κι ήτανε μέρα Τρίτη. Μέρα μαύρη κι ολόπικρη, που θύμιζε το πάρσιμο της Βασιλεύουσας!
Και, καθώς ο Σερασκέρης στρατοπεδεύει στην Τίρυνθα, να’ σου την κι η αρμάδα του Καπετάν πασά!
Φτάνει στο Τολό, βουλιάζει με τα κανόνια της όσα πλεούμενα Βενέτικα βρήκε αραγμένα εκεί κι απέ στριφογυρνάει κι αράζει στη Λέρνα, κατάντικρυ στο Ανάπλι.

-“Γλιτωμό δεν έχετε! παραγγέλνει ο Σερασκέρης.
Μόνο παραδώστε τα κλειδιά του κάστρου!

Ο Βενετσάνος Φρούραρχος του Αναπλιού, που τόνε συντρέχουνε κι οι πρόκριτοι των Γραικών, απαντάει περήφανα:

-“Τα κλειδιά του Αναπλιού κρέμονται στα κάστρα του Παλαμηδιού
Α σου βαστάει έλα να τα πάρεις!”

….

Φρενιάζει ο Σερασκέρης!
Κόφτει το υδραγωγείο της Άρειας και στέλνει όρντινο στον καπετάν πασά, να στενέψει με τα καράβια του την πολιορκία, έτσι που το Ανάπλι να μη δύνεται να μπάσει θροφές από πελάγου.
Σκυλιάζει,, καθώς τα φρενιασμένα του γιουρούσια σπάζουνε πάνω στο βράχο του θρύλου, που τα κανόνια του, ξερνώντας φωτιά, θερίζουνε τον αθό του στρατού του.

…..

Τα κανόνια;
Μα… τι έχουν τώρα τα κανόνια;
Τι πάθανε και σταματήσανε το φοβερό τους λάλημα;
Τι γένηκε και τούτοι οι άγρυπνοι φρουροί της πολιτείας κλείσανε το στόμα τους το απύλωτο, που ξέρναγε το θανατικό στους αντίχριστους που βουλήθηκαν να πατήσουν το κάστρο τους;
Ακούστε τώρα τ’όνομα του προδότη οπού βούλωσε τα κανόνια και παράδωκε το κάστρο μας στο έλεος του Σερασκέρη.
Ακούστε το, παιδιά μου, πές τε το και ματαπέστε το, δυό και τρεις φορές, για να μην τ’αλησμονήσετε ποτές.
Σάλα τόνε λέγανε τον προδότη!
Σάλα!

….

Το προφέρατε;
Ε, τώρα πάρτε μπόλικο ροδόσταμο και μπουκώστε με δαύτο το στόμα σας, να ξεμυρίσει από τη μπόχα οπ’ άφηκε του προδότη τ’όνομα!
Ετούτος ο σκύλος ήτανε Φραντζέζος Συνταγματάρχης, που οι Βενετσάνοι τον είχανε μπιστεμένο αρχηγό του Πυροβολικού τους.
Που να ξέρουνε τι φίδι φαρμακερό ζεσταίνανε στον κόρφο τους!
Αυτός ο βρωμερός, βρισκότανε, λένε, από καιρό σε συνεννόηση μυστική, να παραδώκει στους άπιστους το κάστρο, με αντάλλαγμα χρυσάφι μπόλικο!@
Και σκέδια μυστικά του κάστρου, λένε ακόμα, πως έστειλε ο Αντίχριστος στο Σερασκέρη.
Και, το τρισχειρότερο, βούλωσε τα κανόνια του Παλαμηδιού και τα αχρήστεψε, έτσι που να μη δύνονται πια να χτυπούν τα κορμιά των Αγαρηνών.
Όμως, ο Θεός, αγαπάει, λένε, τον κλέφτη, αλλά αγαπάει και το νοικοκύρη.
Ο φρούραρχος, που μυρίστηκε την προδοσά του μαγαρισμένου Φράγκου, τον έπιασε.
Κι ο λαός, οπού’χε μάθει στο αναμεταξύ την προδοσά, χούμηξε αγριεμένος, άρπαξε από τα χέρια της φρουράς τον εφτάφτυστο Γιούδα και τόνε σπάραξε, ρίχνοντας τα βρωμερά του κρέατα στα σκυλιά.
Και το σπίτι του γκρεμίστηκε συθέμελα.
Κι έβγαλαν όρντινο κανείς ποτές να μη χτίσει σε τούτη την καταραμένη τοποθεσία, που την έβγαλαν “Αλώνι του Σάλα”, πυργώνοντας πάνω της με λιθάρια ένα “ανάθεμα”, στους αιώνες!

Στο αναμεταξύ, ο Σερασκέρης, που είδε πια τα κανόνια του κάστρου να’ναι βουλωμένα, καταπώς το πεθυμούσε και καταπώς του το’χε τάξει κείνος ο Φραντζέζος, ο Βελζεβούλης, κατάλαβε πια πως έφτασε η μεγάλη ώρα να γευτεί το μελωμένο σύκο, που θα γλύκαινε το λαρύγγι του!
Την Παρασκευή την αυγή -ήτανε οχτώ του θεριστή του χίλια εφτακόσα δεκαπέντε- καβάλησε τη φοράδα του, πήρε κοντά του το επιτελείο του και τον πρωτόπαππα, το Σεΐχη ουλ Ισλάμ και τρογύρισε ούλα τα τμήματα του στρατού του.
Τους είπε: “Πιστοί στρατιώτες του Πατισάχ, έφτασε η ώρα η ποθητή να σαλτάρουμε στο Μεγάλο Κάστρο!
Να στήσουμε στα μπεντένια του την παντιέρα μας με το μισοφέγγαρο και να το γκρεμίσουμε το μπαϊράκ τ’Άγιου Μάρκου!
Χάιντε, σαΐνια μου!
Στον πρώτο από σας που θα πατήσει το κάστρο, θα δώκω που πουγγιά το ασήμι και το μάλαμα και θα του καρφώσω στο σαρίκι το παράσημο του Γαζή!”
Ύστερα, ο σεΐχης Ουλ Ισλάμ γονάτισε. Προσευχήθηκε στον Αλλάχ και στο Μωάμεθ.
Είπε:

-“Κάμετε το γιουρούσι σας, ζεϊμπέκια του Ισλάμ!
Έφτασε η ώρα που όρισε ο Αλλάχ κι ο Προφήτης του!
Βλογημένα να’στε, παιδιά του Μισοφέγγαρου!
Όσοι από σας αποθάνετε μπρος σε τούτο το κάστρο -σας το τάζω εγώ ο Σεΐχης σας- βλογημένοι θα’στε!
Ο Παράδεισος του Αλλάχ σας καρτερεί, με τα πιλάφια του και τα πεντάμορφα Ουρί του!”

Αμόκ τότε τους έπιασε τους Χασάνηδες. Θεριακωμένα κύματα χουμήξανε, στέλνοντας στα μεσούρανα την πολεμική ιαχή τους.

“Άλλα! Άλλα!”

Σε λίγες ώρες μέσα -η μια στερνά’π’την άλλη- οι οχτώ ντάμπιες του Παλαμηδιού, γενήκανε δικές τους.
Την ίδιαν ώρα, άλλα κύματα Τουρκιάς, φτάνουνε μπρος στης “Στεριάς την Πόρτα”, βάνουν φώκο στο λαγούμι με το μπαρούτι, οπού βρισκότανε στην ντάμπια που προστάτευε την Πύλη και τήνε τινάζουνε στο αγέρα.
Απέ, μπαίνουνε στην πόλη!

….

Κι έτσι, το Σάββατο την αυγή -μαύρη μέρα!- η φρουρά σήκωσε την άσπρη παντιέρα και παραδόθηκε, “άνευ όρων”, στα λεφούσια τ’ αμέτρητα του Σερασκέρη.
Το Ανάπλι μας!
Τούτο που έμελλε πια να περάσει χρόνους εκτονέξη μιας ανάστερης, πικρής νύχτας!…

….

Ευτύς άρχισεν η ανήλεη σφαγή!
Οι Γρακοί κι οι Βενετσάνοι σφάζονταν σαν τ’αρνιά από το μακελλάρη τους, μέσα στα καλντιρίμια, οπού’χανε πλημμυρίσει στο γαίμας!
Αμή κι όσοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι δε γλίτωσαν τη ζωή τους. Σούρθηκαν, αλυσσοδεμένοι, μπροστά στο Σερασκέρη, πού’βαλε και τους μακελλέψανε μπροστά του, για να ευρανθεί!
Και τον Επίσκοπο το Λατίνο -Καρλίνος ήτανε τ’όνομά του- δεν τόνε σεβάστηκε ο Σερασκέρης.
Ως κι αυτόν τον ιερό ρασοφόρο!
Έβαλε, πριν τον μακελλέψουνε, να τόνε τυραγνίσουνε πρώτα!
Όσο για τις παρθένες των Γραικών και των Βενετσάνων, τούτες σούρθηκαν αλυσσόδετες, φορτώθηκαν στα καράβια και ρίχτηκαν -ζωντανές-νεκρές- στα χαρέμια του Σουλτάνου και των πασάδων!…

Αν πεις και για τα λάφυρα, το χρυσάφι, το ασήμι και τα τζοβαϊρικά όπου αρπάξανε οι ανόσιοι, ήσαντε τόσο πολλά, που, τούτο το κούρσος απόμεινε στην ιστορία. Και, χρόνια αργότερα, λέγανε: “Τον καιρό της Αλαμπάντας!”
Άσε πια τα κανόνια και τα πυρομαχικά!
Καραβιές ολάκερες φορτώσανε από δαύτα, στα καράβια τους οι Οθωμανοί!
Να, εδώ τηράχτε!
Ανάμεσα στα χαρτιά μου και στα τεφτέρια μου -όλα τούτα, οπού τα κρατάω στο σεντούκι μου, θα στο παραδώκω, Αναστάση. Θα τα ξαναδιαβάσεις, θαν τα συνταιριάξεις με όλα τούτα οπού σας διηγιέμαι και θα γράψεις την ιστορία της πόλης μας! -εκεί, λέω, έχω κι ένα τραγούδι θρηνητικό και πικρό όπου το’γραψε ο Μάνθος Ιωάννου:
Τούτος βρέθηκε μέσα στο Ανάπλι την ώρα της άλωσης κι εκατάφερε να μπει σ’ένα πριάρι και να το σκάσει για την Ιταλία, αφού έχασε, μέσα στο μακελλειό, γυναίκα και τέσσερα παιδιά!
“Θρήνος και αιχμαλωσία του Μορέως” λέγεται τούτη η στιχοπλοκή.
Έπαρέ την, το λοιπόν, Αναστάση και βάλτηνε και τούτη στα χαρτιά σου ανάμεσα….

….

Αχ, έτσι!
Έτσι πάρθηκε το Ανάπλι μας και το κάστρο, προφαντά μου Αναπλιωτόπουλα!
Κατάρα κι ευκή σας αφήνω: ποτές μην αλησμονήσετε εκείνο το μαύρο Σάββατο του εφτακόσα δεκαπέντε!
Ποτές!
Γιατί, το βλέπετε και μονάχοι σας: τρακόσα χρόνια κύλησαν από τότε. Κι όμως, και σήμερα, οι Τουρκαλάδες είναι ακόμα ίδιοι σαν τότες. Άρπαγες της Κύπρος μας, διαγουμιστές και φονιάδες!….

Καιρός δεν απέρασε πολύς κι ο Σερασκέρης Αχμέτ ο Τρίτος, ατός του, ήρθε να γνωρίσει από κοντά το περιλάλητο Ανάπλι και τα κάστρα του.
Τριγύρισε με τη λαμπρή συνοδειά του την πολιτεία, τους προμαχώνες, το Παλαμήδι και μοίρασε σε αξιωματικούς και στρατιώτες πάμπολλα φιλέματα, παράσημα και μπαξίσια.
Στο Δαούτ Πασά χάρισε μια γούνα πανάκριβη από σαμούρι και μια σπάθα διαμαντοπλούμιστη.
Τον έκανε και γαμπρό του, δίνοντάς του μιαν από τις διχατέρες του.
Φεύγοντας, έβγαλε φερμάνι και διόρισε φρούραρχο της πόλης τον υπασπιστή του. Τον μπιστεμένο κι αδερφοποιτό του, τον Οσμάναγα τον Ασιανό.

….

Ξημερώνει!
Εφάνη το πρώτο αστέρι της αυγής.
Μα, πριν χωρίσουμε, θέλω -για να ευφρανθεί η καρδιά σας, οπού εσπάραξε από τα όσα φοβερά σας ιστόρησα -να σας μιλήσω για το τέλος εκείνου του Σατανά του Σερασκέρη.
Αμ και τούτος ο μακελλάρης δε χάρηκε την τύχη του!
Μάειδε, λέω, που πρόλαβε να τρυγήσει τα κάλλη της διχατέρας του Σουλτάνου.
Αυτός, λοιπόν, ύστερις από τη νίκη του στο Ανάπλι -ανάθεμα το Σάλα!- χούμηξε και, σε εξήντα μερόνυχτα μέσα σκλάβωσε ολάκερο το Μοριά.
Μεθυσμένος από τούτα τα κατορθώματα, διατάζει να πάρουν το κεφάλι του Οσμάναγα, που ο ίδιος ο Σουλτάνος τον είχε βάλει φρούραρχο στο Ανάπλι.
Του κόφτει, που λέτε, το κεφάλι του Ισμαναγά, ο Σερασκέρης και βάνει φρούραρχο άλλον, εδικόνε του!
Έτσι την παθαίνει και το μερμύγκι, όντας κάμει φτερά…
Μόλις του μολογήσανε τούτο το μαντάτο, ο Σουλτάνος σκύλιασε! Και, αντίς για νύφη τη διχατέρα του, οπού του’χε τάξει του Σερασκέρη, του’στειλε το Χάροντα!
Τη μια μέρα -τη στερνή της ζήσης του- ο Σερασκέρης ήρθε στο Ανάπλι, για ν’αναπαφτεί πάνω στις δάφνες του και φούμερνε το ναργιλέ του, πλάθοντας όνειρα για τη Σουλτανοπούλα που θα παντρευόταν!
Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί μπήκανε στον οντά του δυό αποσταλμένοι του Πατισάχ.
Αμίλητοι και συγνεφιασμένοι.
Μάειδε που τόνε προσκυνήσανε.
Τόνε τηράξανε μόνο στηλά κι απέ, ξεδιπλώνοντας μπροστά στα τρομαγμένα μάτια του το φιρμάνι με τον Τουγρά, που διάταζε τη θανή του:

-“Είμαστε οι μυστικοί μπόγηδες του Σουλτάνου! είπανε οι μουσαφίρηδες. Είμαστε οι Ντουντέσκοι!
Κάμε τη στερνή προσευχή σου στον Αλλάχ!”

Και, πριν εκείνος προλάβει να’ρθει στα συγκαλά του, βγάλανε τις χαντζάρες οπού’χανε κρυμένες στις κελεμπίες τους και -χράπ!- του πήρανε το κεφάλι!

 

Προηγούμενο   Επόμενο