ΝΥΧΤΕΡΕΜΑ ΠΕΜΠΤΟ: ΞΑΝΑ Η ΒΕΝΕΤΙΑ

Τα γράφεις καλά, Αναστάση μου καλαμαρά;
Άει μπράβο!
Σκάλισέ τα εκεί, στα χαρτιά σου, έτσι καταπώς στα μολογάω.
Μάειδε ν’αφαιρέσεις μάειδε να προστέσεις τίποτα σε τούτα που μολογάνε τα χείλια μου.
Γκαίγκε;
Άειντε, το λοιπόν, να δούμε!
Σαν αποσώσω τούτο το παραμύθι μου, θα σε βάλω εδώ, μπροστά σε όλους, να ξαναδιαβάσεις τα όσα σου μολόγησα.
Μη θαρρείς πως ξεχνώ…
Κουκί το κουκί τα θυμάμαι και τα ξανασυνταιριάζω.
Κι αλλί και τρισαλλί σου, αν έχει τίποτις απολησμονήσει το φυρό σου το μυαλό.
Μα, κι αλλί σου ακόμα, αν η φαντασία σου έχει βάλει έστω και χάντρα μια πιότερη από όσες στο κομπολόι τούτο θα σε ξεκοκκίσω!
Γράφε το λοιπόν.
Κι ακούτε σεις παιδόπουλα και διχατέρες του Αναπλιού.

….

Κυριακή ήτανε την άλλη μέρα που ο Μοροζίνης, καβαλικεύοντας φαρί βαρβάτο και χρυσοστόλιστος, απέρασε της “Στεριάς την Πόρτα” και μπήκε, νικητής στο Ανάπλι.
Ασπάστηκε το χέρι του Δεσπότη Σίλβεστρου και τον Τίμιο Σταυρό κι απέ, φτάνοντας στον Άη Γιώργη, έκανε δοξολογία στο Θεό, οπού τόνε καταξίωσε ν’αποχτήσει το Ανάπλι.
Κάλεσε και τους Προεστούς των Ελληνάδων και τους ορκίστηκε επίσημα πως, ναι, τώρα που η Βενετιά λεφτέρωσε το Ανάπλι, τους ξαναδίνει όλες τις τιμές και τα οφίτσια οπού’χανε και πρώτα.
Η Βενετική Γερουσιά τον δόξασε και τον ονομάτισε Ισόβιο Ιππότη!

….

Σαν τελέψανε πια τούτες οι παράτες και τα μεγαλεία και οι φανφάρες, ο Μοροζίνης το’ριξε στη δουλειά.
Και, πάνω απ’ όλα, στα έργα τα οχυρωματικά. Δεξόζερβα στην “Πόρτα της Στεριάς” έβαλε και χτίσανε δυό γερούς προμαχώνες. Κι απάνω στην Πόρτα έστησε το φτερωτό πέτρινο λιοντάρι του Άγιου Μάρκου.
Είχε πνοή μεγάλη ο Μοροζίνης.
Δεν ήτανε πολέμαρχος μονάχα, μα και οργανωτής σοφός.
Επειδή και οι Ελληνάδες του Αναπλιού είχανε λιγοστέψει -κι ο μΟροζίνης το κάτεχε το πόσο τούτη η φάτα ήτανε όλο ξυπνάδα και ζωντάνια! -έπιασε και κουβάλησε απ’όλες τις πολιτείες του Μοριά, τα πιοτρανά σόγια και τα’φερε στο Ανάπλι, για να πυκνώσει τον αριθμό των ψυχών τούτης της διαλεχτής ράτσας, όπου κιντύνευε ν’αφανιστεί από τις κακουχίες του πόλεμου.
Τέτοια τρανά έπραξε κείνος ο Βενετσάνος.
Σε λίγα χρόνια ξερριζώνει το Ισλάμ απ’ ολάκερο το Μοριά και το περιλάλητο Ανάπλι γίνεται πια Πρωτεύουσα του Μορέως.
Τέτοια έπραξε θάμματα ο Μοροζίνης.
Κι η Βενετιά -το χίλια εξακόσα ογδόντα εφτά- τιμώντα τα έργα του, τον έκανε Δόγη της!

…..

Για τήραξε τώρα τι είναι η Μοίρα των ανθρώπων!
Τούτος ο φημισμένος -Δόγης πια τώρα- ανεβασμένος στο σκαλί το πιο αψηλό της Βενετιάς. Εκειός, οπού, κάθε χρόνο, μπαίνοντας στη Γαλέρα του, παντρευότανε το πέλαγο του Αδρία, ρίχνοντας στα κύματά του το χρυσό δαχτυλίδι με τη βούλα τ’ Άγιου Μάκου.
Εκειός έμελλε ν’αφήκει την ανάσα του τη στερνή στο δοξασμένο Ανάπλι μας.
Και, να πως γένηκε τούτο:
Η Τουρκιά, μόλις είδε το Μοροζίνη να ξεκόβει απ’το Μοριά, βάλθηκε πάλι να βάλει το πόδι της στο Ανάπλι.
Και, να σου τώρα ο Βεηλέρμπεης Μισιρλή Ζαδέ, φτάνει ξαφνικά ομπρός στα κάστρα μας.
Κι η Βενετιά τότες στέλνει -ποιον άλλονε;- τον ίδιο της το Δόγη για να “βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά!”
Δε χάνει καιρό το Βενετσάνικο γέρικο σαΐνι!
Μπαίνει στη Ναυαρχίδα του -“Βουκέντραυρο” τήνε λέγανε- και φτάνει στο Ανάπλι.
Διώχνει από κει τους μαγαρισμένους κι ύστερα βάνει μπρος σκέδιο τρανό, να χτυπήσει την Τουρκιά ίσα μέσα στον Έγριπο!
Μα, καθώς τα στέριωνε όλα τούτα τα μεγάλα, ο δαφνοσκέπαστος, να’σου τον ο Χάροντας, κρατώντας στο άσαρκό του χέρι το μαύρο του δρεπάνι….
Τόσων χρονώ κόποι, έγνοιες κι αγωνίες, το λυγίσανε το κορμί του γίγαντα.
Τα νεφρά του μολευτήκανε.
Παραδόθηκαν σε πόνους αμολόγητους.
Ώσαμε πια που κατούρησε μαύρο γαίμας και, σε λίγες μέρες μέσα απόθανε τούτος ο πολεμιστής, όπου, σα και δαύτον δεν είχε ματαγεννήσει η Βενετιά!…
Έσβησεν η πνοή του το χίλια εξακόσα ενενήντα τέσσερα.
Έσβησε, πριχού προλάβει να ζωντανέψει το μεγάλο του όνειρο: να ζώσει με δυνατά τειχιά το “Ανάπλι του” -καταπώς το’λεγε, τόσο που τ’αγαπούσε!- έτσι που να το κάνει άπαρτο στον Αιώνα!

….

Όλοι τόνε κλάψανε τον ήρωα.
Και, σμίξανε, αδερφωμένα, το δάκρυ τους για το χαμό του Μοροζίνη, τόσο οι Βενετσάνοι, όσο κι οι Γραικοί, οπού τον είχανε προστάτη και πατέρα τους.
Γιατί, αφουγκραστείτε το και τούτο και δέστε το στο μυαλό σας!…
Δε λέω, ο πάσα ένας οπού πάτησε τούτα τ’άγια χώματα, δυνάστης ήτανε και Κεχαγιάς πάν’ από το κεφάλι μας.
Όμως -πώς να το κάνουμε;- άλλο πράμμα ο γκιουλέκας ο Αγαρηνός, ο Αντίχριστος κι άλλο ο Βενετσάνος ο πολιτισμένος.
Άσε που, με τούτους μας ένωνε και η ίδια Πίστη.
Τόνε κλάψανε, το λοιπόν, το Μοροζίνη και οι Βενετσάνοι και οι Γρακοί.
Το κορμί του, μπαλσαμωμένο, το συνόδεψαν οι Γαλέρες στη Βενετιά.
Και στο Μνημείο που του’στησαν οι Βενετσάνοι, σκαλίσανε τούτα τα λόγια:

“Φραγκίσκῳ Μαυρογένῃ Πελοποννησιακῳ
η Γερουσία
έτει 1694”

….

Περάσανε κι άλλα χρόνια αμάχης Τουρκιάς και Βενετιάς.
Ώσπου -το χίλια εξακόσα ενενήντα οχτώ- κάνανε Συνθήκη οι δυό οι θανατικοί και την υπογράψανε στο Κάρλοβιτς.
Και τα συμφωνήσανε να μείνει ολάκερος ο Μοριάς Βενετικός. Μια για πάντα!
Και, τότε πια, ήσυχοι οι Βενετσάνοι, τ’αποφασίσανε να βάνουνε σε πράξη τ’όνειρο του Μεγάλου αποθαμένου: αν οχυρώσουνε το Ανάπλι.
Αρχεύοντας, πήρανε και κάνανε δυνατό το Μπούρτζι -το νησάκι του Άη Θοδώρου, οπού γι’αυτό και την πρόχειρη οχύρωσή του, σας έχω ξαναμιλήσει. Το βρισκούμενο στην εμπατή του λιμανιού, χτίζοντάς του πύργους και πυργόπουλα.
Του βάνανε και κανόνια και το ενώσανε με πιο χοντρές αλυσίδες με τον προμαχώνα του Μόσχου -κείνον, ντε, οπού’χει τα πέντε μεγάλα κανόνια, όλα βγαλμένα από τα χέρια του ίδιου τεχνίτη, οπού τα λένε “Πέντε αδέρφια”.
Απέ χτίσανε και τον Προμαχώνα το βορινό του Πλοστάσιου.
Και, κει στο εφτακόσα δώδεκα, ο Προβλεφτής του Στόλου, ο Αυγουστίνος Σαγρέδος, οχυρώνει πια το Παλαμήδι, κάνοντάς το κάστρο άπαρτο και φοβερό!
Του στεριώνει στην κορφή οχτώ Πελεκητούς Προμαχώνες, κομμένους πάνω σε σκέδιο τέτοιο που -ο θεός να με συχωρέσει, παιδιά μου! -μονάχα ο Σατανάς θαν το σκαρφίζόταν!
Είναι έτσι φτιασμένοι που, ενώ είναι, λες, αλυσσοδεμένοι ο ένας πλάι στον άλλονε, κι ο καθένας υποστηρίζει τ’αδέρφι του, όμως, ο καθένας πάλε, ατός του και δίχως ανάγκη καμιά και βοήθεια, μπορεί ν’αντέξει στα γιουρούσια των οχτρών.
Μα, συνάμα-μυστήρια πράμματα!- και να χτυπήσει μπορεί, με τα κανόνια του, τον πλαϊνό του προμαχώνα!
Διαβόλου έργατα!
Χτιστάδες ξακουσμένοι, μηχανικοί και μελισσολόι από εργάτες και παραγιούς, δουλεύοντας νυχτόημερα, πυργώσανε τα μπεντένια.
Πιάσανε, απέ, και σκάψανε στων κάστρων τα σωθικά, αποθήκες για θροφές και δεξαμενές για νερό, που καθεμιά τους ξεδίψαζε τη φρουρά για χρόνια.
Τούτες τις αλείψανε από μέσα με στρώμα παχύ πριτσιλάνας της Σαντορίνης, φρακάροντάς τες έτσι που να μην ξεφεύγει μάειδε μια σταλιά νερό!
Καθένας από τούτους τους προμαχώνες πήρε τ’όνομα δοξασμένων παλικαριών της Βενετιάς, όπως του Μοροζίνη, του Σαγρέδου, του Δολφίνου, του Γριμάνη κι άλλων.
Αμή κείνο το δρομί το πελεκητό, που, φιδωτό, ανεβαίνει από την πόλη ώσαμε την κορφή του κάσρτου και που, όσο έβλεπε στον κάμπο τον αργείτικο κι έδινε στόχο στο βόλι του οχτρού, το’χανε προφυλάξει, σκεπάζοντάς το με γαλαρία πετρένια.
Έτσι!
Έτσι οχυρώθηκε το κάστρο μας.
Και γένηκε το Γιβραλτάρ της Ανατολής!

….

Μήγαρις στάθηκε μονάχα κει ο Σαγρέδος;
Όλα τούτα τα κάστρα τα πλούμισε με πυροβόλα χαλκομπρούτζινα, φτιασμένα όλα στη Βενετιά στη φάμπρικα τη φημισμένη του Φραγκίσκου Αλμπεργέτη.
Πολλά από τα θαμμαστά κείνα κανόνια σωθήκανε ώσαμε τα χρόνια μου.
Παιδάκια σαν ήμαστε, μας άρεζε, παίζοντας τον πόλεμο, ναν τα καβαλικεύουμε, τραγουδώντας πολεμικά θούρια.
Ένα από τα κανόνια τούτα το λέγανε “φειδιά” και τούτο, γιατί, η ουρά του σχημάτιζε το κεφάλι ενός φιδιού.
Έτσι που λέτε.
Και, πάνου σ’όλα τούτα τα θαμαστά οπού’φτιαξε ο Σαγρέδος, έβαλε και σκαλίσανε το οικόσημο της Βενετιάς, το φτερωτό λιοντάρι, του προστάτη της Άγιου Μάρκου.
Ώσαμε τα σήμερα φαίνεται.
Μπροστά στα πόδια τούτου του λιόντα, πάνω σ’ένα ανοιχτό βιβλίο είναι γραμμένα τούτα τα λόγια: Λατινικά είναι. Και λένε:

“Ειρήνη σε Σένα, Μάρκε
Ευαγγελιστή μου”

…..

Σαν τέλειωσε τούτο το γιγάντιο έργο ο Σαγρέδος, έχτισε πάνω στο Παλαμήδι το Φρουραρχείο.
Και, πλάι του, ιστόρησε ένα κλησσαδάκι στ’ όνομα τ’Αγιαντρέα, του Πρωτόκλητου Απόστολου.
Απέ, πια, στάθηκε και καμάρωσε το έργο της ζωής του ο τρανός Βενετσάνος.
Το καμάρωσε ώρα πολλή.
Επιτέλους!
Το όνειρο του Μεγάλου Μοροζίνη, τούτος ο παντάξιος απόγονος το’κανε αληθινό!
Αληθινό!
Και, περήφανος, έβαλε κι’ εσκάλισαν πάνω στον προμαχώνα τον εδικόνε του, τούτην την επιγραφή που σας διαβάζω:

“Ο αληθώς υψηλά μηχανώμενος
Αυγουστίνος Σαγρέδος
Γενικός Προβλεπτής της θαλάσσης
και επί του όρους φρούριον ίδρυσε
της πόλεως προπύγιον
το Βασίλειον την κατά το Άργος μάχην
ποτέ διαφυλάξας
νυν εν ειρήνη δι’ ισχυρού οχρυρώματος εξησφάλισεν
έτει 1712”

…..

Όλα τα στοχάστηκε κι όλα τα πρόβλεψε τούτος ο Προβλεπτής -όνομα και πράμμα!
Έφτιαξε και μια σκάλα μεγάλη πετρένια, για ν’ανεβαίνου οι στρατιώτες στα τειχιά της Ακροναυπλίας. Κει που τα σκαλοπάτια τέλειωναν, άρχιζε μια στοά, που το έμπα της το’κλεινε μια πόρτα μεγάλη. Η “Πύλη του Σαγρέδου”.
Αχ και βαχ τούτη η Πόρτα!
Είναι η πόρτα όπου διαβαίναμε -τον καιρό της μελένιας κι ανέμελης Νιότης- σαν πηγαίναμε να παίξουμε, πάνω στην Ακροναυπλία, στο δάσος με τις φραγκοσυκιές, οπού σκεπάζει, πεντάμορφο και μυστηριακό, ολάκερη κείνη τη μαγευτική τοποθεσία….

….

Αμή και τούτο να μην ξεχάσω.
Ο ίδιος τούτος ο Σαγρέδος έχτισε κει που βρίσκεται σήμερα η πλατεία Συντάγματος, ένα χτίριο μεγαλόπρεπο, που χρησίμευε για αποθήκη του Στόλου.
Σήμερα το’χουμε Μουσείο.

…..

Τ’αγάπησε!
Τ’αγάπησε πολύ το Ανάπλι μας κείνος ο δοξασμένος Βενετός.
Ήπιε, βλέπεις και τούτος το νεράκι της Κάναθος!
Κι έμεινε, ώσαμε τα γερατειά του στον τόπο μας.
Πες πως γένηκε Αναπλιώτης!
Ώσαμε πια που η Βενετιά του’δωκε την πιο μεγάλη τιμή, κάνοντάς τον μέλος της Μεγάλης Βενετσάνικης Γερουσίας
Κι ο Σαγρέδος μας έφυγε.
Μπάρκαρε, λένε, ένα πρωί, με ογρά τα μάτια του από τα δάκρυα….

….

Βενετσάνοι! Βενετσάνοι!
Στα τόσα χρόνια που μείνατε σε τούτον δω τον τόπο, πολλά μας δώκατε μα και πολλά σας χαρίσαμε!
Μας κομίσατε τη φινέτσα της Ευρώπης, και σας χαρίσαμε -αντίδωρο- τη γέψη του Αρχαίου Πολιτισμού μας.
Και -το’χουμε ξαναπεί!- μπορεί να’ρθατε εδώ σαν κατακτητές.
Όμως…
Όμως -το’παμε!- γευτήκατε το νεράκι μας.
Και κείνο, εσάς τους κατακτητές, σας σκλάβωσε. Κι έγινε πια έτσι, που, σεις οι ξένοι, τόσο πια τ’αγαπήσατε τούτα τα χώματα, που γενήκατε πιότερο Ρωμιοί, παρά Βενετσάνοι….

….

Μας ένωσε, με τα γλυκά δεσμά της,  Χριστιανοσύνη. Καθολικοί κείνοι, Ορθόδοξοι εμείς -τι πειράζει;- στον ίδιο Χριστό πιστεύαμε!
Να γιατί, οι Βενετσάνοι γνοιαστήκανε και για τις εκκλησιές μας.
Τη Μητρόπολή μας, τον άη Γιώργη, τήνε ξομπλιάσανε με εικόνες και τοιχογραφίες όμορφες.
Να πάτε να σταθείτε ευλαβικά κατ’ από κείνο το θόλο που ιστορεί τον Ναζωραίο.
Κι ακόμα να δείτε το Μυστικό Δείπνο, πετυχημένο αντίγραφο του πίνακα κείνου του γίγαντα, του Λεονάρντο ντα Βίντσι.
Και τον Άη Νικόλα, οπού’ναι στήριγμα κι απαντοχή των πιλατεμένων της θάλασσας, έχτισε ο Σαγρέδος.
Εξόν από τούτους, είναι και ο Ναός του Άη Σπυρίδωνα, οπού τον έχτισε η “Ναυπλιακή Αδελφότητα των Ορθοδόξων Ελλήνων”.
Τούτη η εκκλησιά είναι οπού, στην εμπατή της, δέχτηκε το θανατερό βόλι ο Μεγάλος Κόντες.
Ο Καποδίστριας….

…..

Ναι! “Στ’Ανάπλι το’πιαν το νερό” οι Βενετσάνοι.
Και σκλαβώθηκαν!
Τούτο το νερό είναι το μυστικό μας όπλο.
Το’πιε κι η Βενετιά κι είχε το Ανάπλι μας κορώνα της και στολίδι.
Κι οι καλαμαράδες της, οι τροβαδούροι της το ξόμπλασαν με τα πιο’μορφα παινέματα.
Ανάμεσα στ’άλλα και τούτο,
Το λέγανε -ασηκώστε το κεφάλι ψηλά, Αναπλιωτάκια- “η πιο ονομαστή, η πιο ευγενική, η πι’ όμορφη πολιτεία της Ανατολής!”
Το λέγαν ακόμα: “Το πρωτεύον φρούριον του Βασιλείου της Πελοποννήσου!”
Καμαρώστε, παιδιά μου! Καμαρώστε!
Μεγάλο πράμμα να’σαι Αναπλιώτης!

 

Προηγούμενο   Επόμενο