ΝΥΧΤΕΡΕΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΤΟ ΙΣΛΑΜ

Σαν τον οδοιπόρο της έρημος, που βρίσκει μια πηγούλα, να δροσερέψει τα χείλια του τα φρυγμένα.
Και καθώς η νιά γυναίκα, που της αρέσουνε τα στολίδια -και ποιανής δεν αρέσουνε!- αναγαλιάζει σαν της περνάνε, στα χέρια για στο λαιμό, βαριοπλούμιστα τζοβαϊρικά, έτσι και γω χάρηκα με τον αποψινό ερχομό σας, παιδιά μου αγαπημένα, Αναπλιωτόπουλα κι Αναπλιωτοπούλες.
Δυό μέρες και δυό νύχτες μ’έρριξε στο στρώμα μια κρυολόγηση μεγάλη, με κάψα κι αναρριγητό.
Όμως, του Πανάγαθου η βοήθεια, της Ιππολύτης η απαλότρεμη βοήθεια κι η καρδιά μου που άντεξε, με βοήθησαν την ανημπόρια να νικήσω και να’ρθω στα συγκαλά μου, καθώς πριν.
Έτσι, σας κάλεσα κι απόψε στην ταχτική μας σύναξη.
Φάτε και πιέστε. Τα καλούδια που η καλή μου Ιππολύτη σας τοίμασε, ταιριάζουν σε βασιλικό τσιμπούσι….
Και τώρα, ελάτε τρογύρω μου.
Και γράφε εσύ Αναστάση μου γραμματιζούμενε, τα όσα λόγια βγουν από τα χείλη μου, όλα αληθινά και ξεκαθαρισμένα.
Γράφτα, για να μη χαθούνε στους τέσσερις ανέμους.
Για να τα βρουν οι γενιές οι κατοπινές όντας εμείς θα’χουμε διαβεί τη λίμνη της Αχερουσίας.

….

Όντας, που λέτε, το Ισλάμ, απόχτησε -επιτέλους!- το Ανάπλι, έκανε χαρά μεγάλη.
Κι ο Σουλτάνος ο Σουλεϊμάν ο Πρώτος, έδωκε διάτα να το μορφήνουνε και να το κανακέψουνε τούτο το καστέλλο, την κορώνα του Μοριά!
Γιατί, μην το ξεχνάτε, ύστερις από τη μακρόχρονη πολιορκία του Κασίμ πασά, το Ανάπλι, οπού’χε τραβήξει τον παθών τον τάραχο, είχε πάθει μεγάλες αβαρίες.
Το συμμάζεψε, λοιπόν, ο Σουλεϊμάν το λαβωμένο Ανάπλι, του’ γιανε τις πληγές και τ’ονομάτισε “Πρωτεύουσα του Σαντζακίου του Μορέως” που παναπεί πρώτη πόλη του Μοριά.
Εδώ έχτισε κι ένα Διοικητήριο πανώρηο κι έβαλε μέσα το Διοικητή, το “Μόρα Βαλεσή” που τόνε λέγανε.
Ογλήγορα γιόμισε κατοίκους η πολιτεία.
Και τούτο, γιατί, όσοι Αναπλιώτες είχανε μισέψει, αφ’ όντας έφυγαν οι Βενετοί, μαθαίνοντας πως ο Νόμος, η τάξη και το δίκιο βασίλευαν τώρα εδώ, ματαγυρίσανε.
Το φερμάνι του Πατισάχ όριζε ξεκάθαρα: σεβασμό στους ντόπιους! Δικαιοσύνη! Τάξη!
Κι αλλί στον που θα παρακούσει!
Έτσι που λέτε!
Και τότε, ξέρετε τι γένηκε;
Εμ, που να ξέρετε!
Εγώ, το λοιπόν, θα σας το μολογήσω.
Δεν απέρασε, παιδιά μου, καιρός πολύς κι οι Ελληνάδες, με το ξύπνιο μυαλό και τη γνώση, βάλανε κάτω τους μπουνταλάδες Τουρκαλάδες και καταφέρανε να πάρουνε στα χέρια τους ολάκερο το εμπόριο της πολιτείας.
Αυτοί εμπορευόντουσαν με τη Βενετιά, την Πόλη, τη Σαλονίκη, το Μισίρι.
Τα καράβια πηγαινοερχόντουσαν στο λιμάνι, κουβαλώντας και παίρνοντας καλούδια λογής λογής κι οι αποθήκες των Γραικών ήτανε γιομάτες, τίγκα, με ό,τι ποθεί η ψυχή σου: κρασιά, στάρια, λάδια, μυρωδικά της Αραβίας, μετάξια της Ανατολής.
Και το μονοπώλιο πάντα στα χέρια μας!
Και τα φλουριά, τα κολονάτα, να γιομίζουν των Ελληνάδων τα πουγγιά.
“Σεϊτάν! Σεϊτάν!” Σατανάδες στο μυαλό!
Λέγανε οι Αγαρηνοί -οι οκνοί και χαζολόγοι- για μας τους Γραικούς.

…..

Ανάμεσα στα διαλεχτά σόγια κείνου του καιρού, ήτανε και το σόγι των Σκληρών.
Τούτοι ήσαντε απόγονοι του άρχοντα Λέοντα Σκληρού -που για τούτονε σας έχω μιλήσει- και βέβαια κρατάγανε από τη γενιά των Βυζαντινών αυτοκρατόρων.
Μια από τα σόγια τούτα, η αρχόντισσα Ειρήνη Σκληρού, είχε, κείνα τα χρόνια, μέσα στο Ανάπλι μεγάλη δύναμη και πάρε-δώσε με το Σουλτάνο.
Τόσο, που, κι ο Μόρα Βαλεσή την έτρεμε.
Τέτοια σεβαστικότητα και δύναμη είχε.

….

Αμή και μονάχα στο εμπόριο προκόψαμε.
Προκόψαμε και στην Τέχνη.
Κείνους τους καιρούς βγάλαμε καλλιτέχνες πάμπολλους.
Για ποιους να πρωτομιλήσω;
Να σας πω για κείνον τον αγιογράφο τον ξακουστό, τον Μανουήλ Ανδρόνου, που ιστόρησε τη Μονή του Μεγασπήλαιου, εκεί στο χίλια εξακόσια πενήντα τρία;
Ή για κείνους τους δυό, τ’αδέρφια, τους Μόσχους, το Γιωργή και το Δημήτρη, που οι αγιογραφίες τους ήτανε σωστά θάμματα;

….

Ε, Αναστάση, ψυχή μου;
Τι απόθεσες χάμου το κοντύλι σου και με θωρρείς;
Τι λες;
Να σας μιλήσω και για τον άγιο μας;
Και τι θαρρείς!
Τι θαρρείς, μωρά καλαμαρά; Μπορετό θα’τανε να τον αλησμονήσω τούτον το νιο τον πάγκαλο, οπού παράδωκε το κορμί του το τρισάγιο, βορά στη μάνητα των αγαρηνών, κρατώντας τ’αψήλου το ματωμένο μπαϊράκι της πίστης του;
Έτοιμος ήμουνα για τούτο.
Κι αν άφηκα στερνούς τους Μόσχους, αστόχαστο ξεπεταρούδι, και προπέτη, γι’αυτό το’πραξα.
Γιατί ο Άγιος μας, αμούστακο ακόμα παλικαράκι, στάθηκε μαθητής των Μόσχων.
Ο πρώτος μαθητής κι ο κάλλιος τους.
Όμως, πριχού προκάνει να μεστώσει το ταλέντο του, αρρώστεια της ψυχής τόνε τρύγησε το δόλιο. Εβγήκεν από τα λογικά του και σαλέψανε τα φρένα του άμοιρου του παλικαρόπουλου.
Έτσι, αλλόφρονος, καθώς γύριζε τα καλτιρίμια του Αναπλιού, τόνε βρήκανε οι Αγαρηνοί και τόνε τουρκέψανε, φορώντας τούρκικη ντυμασιά.
Ήτανε μια θλίψη και μια ντροπή να τόνε βλέπουνε οι Χριστιανοί, τούτον το νιο.
Ντροπή και θλίψη.
Όμως, τούτο δεν πήγε σε μάκρος.
Μια νύχτα, ο Αναστάσης, ξυπνώντας ξαφνικά, άπονα ιλαρό φως  που τον έλουζε ολάκερο, άκουσε την “άνωθεν” φωνή του Κυρίου.
Και παρευθύς γιατρεύτηκε.
Και ερχόμενος, μαθές, εις τα συγκαλά του, βλέπει τη ντυμασιά του την αλλόκοτη: τον πέπλο τον μελιτζανί και το σαρίκι και νιώθει τώρα το πόμπεμα οπού του’καναν οι Αγαρηνοί.
Και, παρευθύς….
Αλλά, εδώ, παιδιά μου, θα σας διαβάσω τη συνέχεια τούτης της ιστορίας, απόνα βιβλίο αγιακό, που’λαχε να πέσει στα χέρια μου και που δηγιέται τούτη την ιστορία, με μεράκι και λόγια όμορφα, δείχνοντας πως το χέρι κείνου που το’γραψε, ήτανε οδηγημένο από φώτιση θεοτική. (Κοίτα: Θ. Κωστούρου: “Αναστάσιος”, ο Άγιος τ’Αναπλιού.)

…..

(Η σκηνή δείχνει το ιδιαίτερο γραφείο του Φρούραρχου Σουλεϊμάν Κιοπρολού. Ο Φρούραρχος ρεμβάζει, καπνίζοντας το ναργιλέ του και χαϊδεύοντας τα γένια του.
Πάνωθέ του ο ιερός Τούγρας, και πλάι του το “χουρμπάτσι” -μαστίγιο. Στους τοίχους κάδρα με γραφές απ’το Κοράνιο.
Ξαφνικά, η κεντρική πόρτα ανοίγει και γεμίζει απ’το κορμί του Αναστάσιου -όχι πια τούρκικα ντυμένου- που κρατάει στην αγκαλιά του την εικόνα του Παντοκράτορα, κοιτάζει στηλά τον τρομερό Τούρκο Φρούραρχο και σωπαίνει με πρόκληση.
Πίσω του, λαχανιασμένοι, δυο-τρεις Τούρκοι φρουροί, προσπαθούν, ως την ύστερη τούτη στιγμή, να τραβήξουνε πίσω τον Αναστάσιο.
Μα τούτος τους σπρώχνει και ξαναπαίρνει τη θέση του.)

 

ΚΙΟΠΡΟΥΛΟΥ

(Σηκώνεται όρθιος και γνέφει στους ζαπτιέδες να κάνουν πίσω. Ο Αναστάσιος ξακολουθάει πάντα την προκλητική σιωπή του, κρατώντας την εικόνα. Ο Φρούραρχος κάθεται στο γραφείο του, τραβάει δυό ρουφηξιές ναργιλέ, χαϊδεύει το γένι κι ύστερα, ήμερα και χαμογελαστά:)

Τι γυρεύεις, ογλούμ;

 

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ

Να μάθω θέλω, ζαμπίτ εφέντη. Να μάθω θέλω ποιος μ’έντυσε, άθελά μου, Τούρκο και ποιος μ’αλλαξοπίστησε;

 

ΚΙΟΠΡΟΥΛΟΥ

(ήρεμος πάντα)

Κανένας, ζυριλέ, ογλούμ. Κανένας. Το ξέχασες, Αναστάς, το πώς γένηκεν η τούρκεψή σου;
Μονάχος σου είδες την αλήθεια.
Ένας είναι ο Αλλάχ και ο Μωάμεθ είναι ο Προφήτης του.
Μονάχος το γύρεψες να γίνεις Τούρκος και γένηκες.
Στον διπλανόνο οντά έχω μουσαφίρη τον Ουλεμά που παραστάθηκε στην Τούρκεψή σου.
Να’ τος κιόλας που μπαίνει.
Πες τα, Ουλεμά. Πες τα του Αναστάς.
Δεν ειν’ αλήθεια πως με τη θέλησή του τον τούρκεψες;

 

ΟΥΛΕΜΑΣ

(κάνοντας βαθύ τεμενά)

Αλήθεια είναι! Μάρτυς μου ο Αλλάχ! Μονάχος σου το θέλησες, ογλούμ Αναστάς! Μονάχος σου το δέχτης και το γύρεψες! (υψώνει τα χέρια προς τον ουρανό).  Μπη ισμ λαχήρ! Μπη ισμ λαχήρ, ραχμάν υραχήμ!

 

ΚΙΟΠΡΟΥΛΟΥ

Τ’άκουσες, λοιπόν, ογλούμ Αναστάς;
Μπη ισμ λαχήμ, είπεν ο Ουλεμάς. Στο όνομα του οικτίρμονος και ελεήμονος θεού ορκίστηκε.
Ο όρκος που πήρε είναι βαρύς και ψέμματα ο Ουλεμάς δε λέει!
Ένιωσες μέσα σου το θεό της αλήθειας και τον ακολούθησες.
Τι αποκρίνεσαι τώρα, Αναστάς;

 

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ

(υψώνει το κόνισμα παν’από το κεφάλι του και ψέλνει ευλαβικά:)

“Αινείτε Αυτόν!
Αινείται Αυτόν!
Αινείτε τον Κύριον εν χορδαίς και οργάνοις!”. Ύστερα:
Άκου δω, Ζαμπίτ εφέντη.
Της τρέλλας μου είμαι θύμα. Και σεις, μακελλάρηδες της πίστης μου της αληθινής, μου την αλλάξατε. Όμως, απόψε τη νύχτα, ήρθε κι ακούμπησε πάνω μου το χέρι του θεού.
Και γιατρεύτηκα.
Και, ξαναγυρίζοντας, με τη δύναμη του θεού μου, στα λογικά μου, ένιωσα τον εμπαιγμό σας κι αγκάλιασα και πάλι, γιατρεμμένος τώρα, το θεό μου, τον Ένα και τον αληθινό.
Γι’αυτό ήρθα ίσα-ίσα σε σένα, Ζαμπίτ-εφέντη. Και χαίρομαι. Χαίρομαι διπλά που και ο Ουλεμάς είναι μπροστά, για να τ’ακούσει κι αυτός.
Και σ’όλα τα σοκάκια και τα τρίστρατα θα βγω και σ’όλο το ντουνιά θαν το διαλαλήσω. Και Τούρκικα και Ρωμέικα:

“-Μπεν ρουμ τογτούμ, μπεν χριστιάν τογτούμ!-” Εγώ Ρωμιός γεννήθηκα, εγώ Χριστιανός γεννήθηκα!

“-Ρουμ Χριστιάν ουλετζένιμ! Ρωμιός και Χριστιανός θα πεθάνω!-

(ενώ ο Ουλεμάς, στα λόγια τούτα, απλώνοντας τα χέρια του, απομακρύνεται απ’τον Αναστάσιο, τρομαγμένος).

 

ΚΙΟΠΡΟΥΛΟΥ

(οργισμένος, σηκώνεται)

Πρόσεξε, Αναστάς! Πρόσεξε! Γιατί, ξέρεις τι σημαίνουνε τα λόγια σου τούτα; Η πίστη μας δεν είναι μπαίγνιο του καθενός ραγιά. Ξέρεις τι παθαίνεις; Ο θάνατος σε καρτεράει, Αναστάς!

 

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ

Δε με τρομάζει! Τίποτα δε με τρομάζει τώρα. Μέσα μου και γύρω μου ο Θεός μου, ο μόνος Κύριος και Παντοκράτορας, με καλεί κοντά του.
Κλέφτες, υποκριτές, δυνάστες και δολοφόνοι!

 

ΟΥΛΕΜΑΣ

(Τρομαγμένος): Αναστάς!

 

ΚΙΟΠΡΟΥΛΟΥ

(έξω φρενών): Άπιστε! Θα πιλατέψω το κορμί σου!

 

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ

Το κορμί μου μπορείτε να το πιλατέψετε.
Όμως η ψυχή μου είναι και θα είναι πάντα πλάι σε Κείνον!
Τί κι αν μαρτυρήσω;
Τί κι αν πεθάνω;
Έτσι κι ο γιός Εκείνου μαρτύρησε πάνω στο σταυρό, για μένα και για την πίστη μου!

 

ΚΙΟΠΡΟΥΛΟΥ

Ποια πίστη σου, μωρέ ραγιά, σκυλί μαγαρισμένο; Και ποιος θεός σου;
Κείνος ο ξανθός ψευτοπροφήτης, που πέθανε σταυρωμένος, ληστής ανάμεσα σε ληστές;
Σαν ήτανε θεός, καθώς το λες και το καυχιέσαι, γιατί άφησε να τον σταυρώσουνε;
Για θες να το πιστέψουμε τάχα πως αναστήθηκε;

(γελάει, καγχάζοντας)

 

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ

Και τον δικόνε σας Θεό, Θεό φονιάδων και ληστών, εγώ τον φτύνω!… Να! … (χιμάει και ξεκρεμάει τον “Τουγρά”. Τον φτύνει και τον ποδοπατάει.)

 

ΟΥΛΕΜΑΣ
(Βγάζει κραυγή υστερική, διάτορη. Γαντζώνει τα νύχια του στο μούτρο του και σωριάζεται καταγής)

 

ΚΙΟΠΡΟΥΛΟΥ

(Τινάζεται σα θεριό. Αρπάζει το  “χουρμπάτσι” και χτυπάει σταυρωτά το πρόσωπο του υβριστή)

Κιοπέκ! (στους στρατιώτες) Άλλου! Ιτσεριέ! (οι στρατιώτες χιμάνε, αρπάζουν τον Αναστάσιο και σπρώχνοντας και φτύνοντας, τον τραβάνε έξω από το γραφείο).

……

Ακούσατε;
Ακούσατε τα όσα σας διάβασα από τούτη την παλιά γραφή;
Τέτοιος στάθηκε ο άγιος μας!
Και δεν απόμεινε μονάχα εκεί.
Βάδισε αγέρωχος κι ορθόστητος, τον κακοτράχαλο δρόμο της θυσίας.
Να! Ιδές τε!
Ας ρίξουμε πάλι μα ματιά σε τούτες τις παλιές γραφές:

“Όντας άνοιξε η φοβερή μπουντρούμ-καπού, η υπόγεια φυλακή οπού’χανε κλείσει τον Αναστάσιο, η φριχτή συνοδειά βγήκε, έχοντας στη μέση της Εκείνον.
Ήτανε καταμεσήμερο. Λέγανε πως του αλλάζανε φυλακή… Έτσι λέγανε… ποιος ξέρει…
Την ώρα κείνη που φάνηκε η συνοδειά στην πλατεία του Διοικητηρίου, ο μουζίνης, ψηλά στο μιναρέ άρχισε τη μεσημεριάτικη προσευχή του. Η φωνή του έσκιζε, μεταλλική, τον αγέρα:

-Αλλάχ εκμπέρ! Αλλάχ εκμπέρ!

Παρευθύς, όλο κείνο το τούρκικο σκυλολόι, που καθότανε στους καφενέδες της πλατείας, γονάτισε, πλημμυρισμένο από θρησκευτικό δέος.
Και τότε, μέσα στον ωκεανόν εκείνον της φανατισμένης Τουρκιάς, μπρος στα κατάπληχτα μάτια των Χριστιανών που αποσβολώθηκαν, ολόρθος, στητός σα δρυς ακατάλυτος ο Αναστάσιος, ύψωσε, πελώριο κι απροσμάχητο, τον ύμνο του Θεού μας!
Έτσι γένηκε. Έψαλλε:

-“Δόξα σοι τω δείξαντι το φως!
Δόξα, εν υψίστοις Θεώ!”
Έτσι έψαλλε.

…..

Πέρασαν δύο-τρία δευτερόλεφτα κάλμας φοβερής. Κι απέ, τη σιωπή έσκισε οξύτερη τώρα, γιομάτη υστερία και μένος θρησκευτικό, η φωνή του μανιασμένου μουεζίνη.

-“Γκιαβούρογλου! Γκιαβούρ”, ο άπιστος! η άπιστη γέννα!

Είχε κόψει την προσευχή στη μέση και, φρενιασμένος, μανιακός, επιληπτικός, έδειχνε τον Αναστάσιο.
Τότες, ο γιγαντόσωμος τσαούσης, που στεκόταν πλάι στον Αναστάσιο, σήκωσε το βαρύ χουρμπάτσι του και χτύπησε με λύσσα το στήθος του άγιου μας.
Τόσο, που Εκείνος γονάτισε ξερνώντας μαύρο αίμα και χολή…
Ύστερα… ένα σάλαγος και μια βοή…
Μαστιγωμένος απ’του μουεζίνη τα λόγια, ο τούρκικος όχλος, γιόμισε από τρέλα εκδίκησης και σηκώθηκε όρθιος κι απειλητικός.
Απανωτά, δεύτερη βιτσιά, αντήχησε του μουεζίνη η στριγγή κραυγή:

-“Βούρουν! Ελντιρίν, γιαβουρού!-
Απάνω του! Θάνατος στον άπιστο!”

Τα κτήνη, σαν πηχτός σάρκινος σίφουνας, χούμηξαν.
Σπάσανε τη γραμμή των φρουρών και φτάσανε κοντά στο γονατισμένο παλικάρι.
Ένας ευνούχος αράπης, γελώντας απαίσια, με τα παχιά κόκκινα χείλια του, άρπαξε τον Αναστάσιο απ’τα μαλλιά και, βγάζοντας το μαχαίρι του, του’κοψε τ’αυτί….
Το αίμα μέθυσε το χυδαίο όχλο.
Σπρώχνοντας, βρίζοντας, φτύνοντας, βρίζοντας και χλευάζοντας, σέρνουν από τα πόδια το αναίσθητο κορμί Εκείνου.
Ώσπου φτάσανε στο ξέφωτο που βρίσκεται τριάντα μέτρα από την πλατεία. Εκεί που, ακόμα και σήμερα, βρίσκεται η ιερή ελιά.
Εκεί….
Ο άμοιρος νιος δεν είχε ξεψυχήσει ακόμα.
Σπαρτάριζε σαν το ψάρι, τους σπασμούς της ύστερης αγωνίας του.
Αλίμονο!
Οι αντίχριστοι δε στάθηκαν εκεί.
Μαχαίρια βγήκαν από θηκάρια ανήμερων θεριών, που τα τύφλωνε η μανία του φόνου και μπήχτηκαν στις ζεστές ακόμα σάρκες.
Κόψανε μέλη, τρύπησαν κρέατα και σκίσαν τη γυμνή κοιλιά του, χύνοντας τα σωθικά του έξω…
Και Κείνος…
Εκείνος, πριν πεθάνει, άνοιξε για στερνή φορά τα μάτια Του και τα πανιασμένα χείλη Του αχνοψιθύρισαν τούτα τα λόγια:

-“Κύριε, Κύριε! Δέξου με!”

Και το σγουρόμαλλο κεφάλι του έγειρε στο στήθος του.
Είχε ξεψυχίσει!

Καρφιά μπήξαν οι άπιστοι στον κορμό της ελιάς. Και εκεί πάνω στο πιο χοντρό κλωνάρι της, κρέμασαν το κορμί του Μάρτυρα της Χριστιανοσύνης.
Κατωκέφαλα!

….

Εδώ, βλαστάρια μου, τελειώνει το αγιακό βιβλίο. Δηλαδή, τελειώνει, ο λόγος το λέει.
Ώσαμε δω περισώθηκε τούτη η γραφή, σε τούτες τις κιτρινισμένες σελίδες, οπού κρατάω, μέσα στο σεντούκι μου, σα βάγια της Λαμπρής και που τώρα σας διάβασα.
Τι άλλο να πω;
Εκείνος, οπού η Εκκλησία μας του’βαλε το φωτοστέφανο της αγιοσύνης, βρίσκεται τώρα στην αγκαλιά του Θεού.
Και μεις, εδώ στο Ανάπλι, τόνε κάναμε Πολιούχο και τιμάμε τη μνήμη του κάθε πρώτη Φλεβάρη μήνα. Ναι!
Γιατί, Φλεβάρη μήνα μαρτύρησε για την πίστη μας ο Άγιος.
Και γένηκε τούτο, το σωτήριο έτος χίλια εξακόσα πενηνταπέντε!
Από τότες, παιδιά μου, κείνη η ελιά, οπού ακόμα ώσαμε το σήμερα σώζεται και υψώνει τα προφαντά της κλώνια, αγέραστη, είναι το ιερό σύμβολο του Αναπλιού μας και στην εκκλησιά, την ημέρα της μνήμης Του, ψέλνουμε το απολυτίκιό Του:

“Αναστάσιε, συγκοπείς σαρκός μέλη
άρτιος έσται εσχάτη αναστάσει!”

Άμποτες ο Άγιος να σκέπει και να βλογάει με το σεπτό Του χέρι, την πολιτεία μας!…
Αμήν!…

…..

Έτσι, που λέτε, τα χρόνια κείνα, όπου το Ανάπλι βρισκότανε κατ’ από την πατούσα της Τουρκιάς, διαβαίνανε -λίγο-πολύ- ήμερα και γαλήνια.
Μόνο που, εκεί κατά τα χίλια εξακόσια ογδόντα, να’τες πάλι οι δυό γιγάντισσες της Μεσόγειος -η Βενετιά κι η Ημισέληνος- τρίζουνε τα δόντια η μια στην άλλη.
Και τούτο γιατί, το αχόρταγο Ισλάμ, λιμπίστηκε τώρα την Κρήτη.
Όγιος κρατάει το Μεγάλο Νησί είναι Κεχαγιάς της Μεσόγειος, λένε οι Τούρκοι.
Μα κι οι Βενετσάνοι, οπού’ναι αφέντες του νησιού, το ξέρουνε τούτο κι έχουνε γαντζωθεί στο κορμί της Κρήτης, καθώς η πεταλίδα στα μούσκλια των θαλασσόβραχων.
Κι ανοίγει, ανάμεσα στις δυό τους, ένας πόλεμος φοβερός, που κρατάει χρόνους και καιρούς, σαν την πληγή την ομπιασμένη, που δεν κλείνει ποτές….

Στοχαστείτε το:
Η πολιορκία της Πρωτεύουσας του νησιού, του Χάντακα -όπως λέγανε τότες το Ηράκλειο, από αιτία το βαθύ χαντάκι οπού’ζωνε ολοτρόγυρα τα τειχιά του- κράτησε εικοσιπέντε χρόνους κι έφαγε κορμιά αγαρηνών μπρος από εκατό χιλιάδες!…
Στα στερνά νίκησε η Τουρκιά.
Όντας πια σαλτάρανε οι Τουρκαλάδες στα ρημαγμένα κάστρα, βρήκανε μια πολιτεία νεκρή!
Σε λίγο είχανε κάνει εδική τους ολάκερη την Κρήτη!

…..

Η Βενετιά τότες πια λούμωξε!
Λούμωξε και λούφαξε στο καβούκι της, μέσα στον Αδρία, σφίγγοντας και τρίζοντας τα δόντια από λύσσα, μα και πασκίζοντας να μη φανεί το δάκρυ της πίκρας στ’αυλακωμένα της μάγουλα.
Χρόνους πικρούς κράτησε τούτη η νάρκη.
Ώσαμε το χίλια εξακόσα ογδόντα τέσσερα. Τότες που φάνηκε ο μεγάλος πολέμαρχος: ο Μοροζίνης ο Πελοποννέζος!
Σε τούτον έδωκε διάτα ο Δόγης της Βενετιάς να χαμηλώσει το θρασεμένο κεφάλι του Ισλάμ!
Και τούτος, αφού ονομάστηκε αρχιστράτηγος, άρχεψεν ευθύς-αμέπος-αμέργο! – τον πόλεμο!
Αναγαλλιάσαν οι σκλαβωμένοι Γραικοί!
Κι όσοι από δαύτους το’λεγεν η καρδιά τους και δύνονταν να κρατήσουν τ’άρματα, τρέξανε να μπούνε κατ’ από την παντιέρα τ’ άγιου Μάρκου.
Στην καρδιά είπε ο Μοροζίνης.
Στην καρδιά του έπρεπε -μια και καλή! να χτυπηθεί το θεριό!
Κι η καρδιά του ήτανε το Ανάπλι!

….

Να’τον, λοιπόν, ο αητός της Βενετιάς, με τα καράβια του, στο λιμανάκι του Τολού, δυό δρασκελιές όξω από το Ανάπλι.
Κι ο Σερασκέρης ο Ισμαήλ πασάς χάνει το μπούσουλα, μπροστά στο ξαφνικό τούτο!
Και δεν είναι κανένας της αράδας ο Σερασκέρης. Είναι τούτος ο λέοντας φοβερός και περήφανος.
Έρχεται παρευθύς στα συγκαλά του το λιοντάρι, τινάζει τη χαίτη του, βγάνει άγριο βρυχεμό και χιμάει καταπάνω στον αητό τον πελαγίσιο.
Τόνε σκίζει με τα νύχια του.
Οι δαγκάνες του κόφτουν κομμάτια σάρκες από το κορμί του θαλασσινού λεβέκουρα.
Όμως, τούτος δε λυγάει…
Ο στρατός του -φίδι εφτάψυχο- κουλουριάζεται ολοένα και πιο στενά και σφίγγει -μάγγανο- το Ανάπλι.
Παίρνει ο Μοροζόνης το Παλαμήδι -πως ώσαμε τότες, -δεν ήτανε οχυρωμένο της προκοπής- κι από κει ψηλά χτυπάει την πόλη, που τα τειχιά της αρχινάνε να γκρεμίζονται, ένα-ένα.
Ο λιόντας το οσμίζεται πια το χνώτο του Χάροντα!
Μα, δεν το βάνει κάτω!
Με δέκα χιλιάδες πεζικάριους και καβαλάρηδες, δίνει εκεί στην Αγιά Παρασκευή, στα ριζά του Αναπλιού, τη στερνή του μάχη.
Μάχη ζωής και θανάτου!
Τα δυό θεριά παλεύουνε πεισματικά.
Για τ’αψήλου, για του βύθους!
Ο Μοροζίνης, κρατώντας ολόρθο το μπαϊράκι τ’Άγιου Μάρκου, μπαίνει μπροστά και ψυχώνει τα παλικάρια του.
Και… να που ο λιόντας πια γέρνει….
Οι πεζικάριοι κι οι καβαλαρέοι του πισωδρομίζουνε. Και, σε λίγο το βάνουνε στην τρεχάλα.
Πολλοί από δαύτους παραδίνονται…

Και, το ίδιο βράδυ -ήτανε μια χρυσή φεγγαροβραδιά αυγουστιάτικη -οι πολιορκημένοι Τούρκοι του Αναπλιού, ένιωσαν τις τρίχες των κεφαλιώνε τους να ορθώνονται, μπρος στο που αντίκρυσαν, παν’από τα κάστρα, φριχτό θέαμα!
Κρατώντας πυρσούς με αναμμένο ρετσίνι στο’να χέρι και στο άλλο μακριά παλούκια, που στη μύτη τους είχανε μπήξει τα κεφάλια τα αιματοστάλαχτα των παλικαριών του Σερασκέρη, οι Βενετσάνοι τραγούδαγαν τον παιάνα της νίκης, χορεύοντας πυρρίχιο!…

….

Ξημερώνοντας, στα κάστρα του Αναπλιού, υψωθήκανε κάτασπρες παντιέρες.
Το καμάρι του Μορέως, το Ανάπλι, παραδόθηκε στο Μοροζίνη.
Και ματάγινε τζοβαΐρι -το πιο ακριβό- στην κορώνα του Δόγη της Γαληνότατης Δημοκρατίας του Άγιου Μάρκου.
Στις είκοσι Αλωνάρη του χίλια εξακόσια ογδόντα έξι!…

…..

Κουράστηκα!
Η ανημπόρια μου η προψεσινή μ’άφηκε τα κουσούρια της. Τι θαρρείτε; Πως έχω τα λαμπερά σας Νιάτα;
Ύστερα, λέω πως απόψε είπαμε ένα σωρό περιστατικά.
Πριχού φανεί τ’αστέρι της κονταυγής, πρέπει να’χω γείρει στο στρωσίδι μου.
Ο ντοτόρος που θα’ρθει να με κουράρει, έδωκε τ’ όρντινο να αναπαφτώ.
-Αντέστε το λοιπόν.
Έχει κι αύριο νύχτα ο Μεγαλοδύναμος!

 

Προηγούμενο   Επόμενο