ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΝΟΙΑ

….Χαρείτε και χορεύουνε τζάκια προνομιούχα!
Αλλά κι η φτώχια μια φορά
χορεύει σαν καλή κυρά
κι είναι εξ’ ανάγκης “ντεκολτέ”
γιατί… δεν έχει ρούχα!….
(Από τον “Ρωμηό” του Σουρή)

 

Εδώ και κάμποσες μέρες, Τσικνοπέμπτη ήτανε, αφήσαμε πίσω μας την εθιμοτυπία των Αναπλιώτικων… Μπάκιγχαμ και πήγαμε να βρούμε την πηγαία έκφραση του λαϊκού γλεντιού της αθάνατης Πρόνοιας.
Πρόνοια, ω! μυστήριο άλυτο των αιώνων!
Σχεδόν ενωμένη είσαι πια με τ’Ανάπλι μας κι όμως, τη διαφορετικό χρώμα! Όλως διόλου αλλιώτικο. Σαν ν’ ανήκεις σ’άλλον πλανήτη!
Και φέτος -άλλο μυστήριο τούτο- αντί η γενική φτώχεια να σ’επηρεάσει και να ρίξεις τα φτερά σου, σου’δωσε καινούρια φούρια, ορμή και κέφι.
Και… λύσσαξες!
Εκεί, στη “Μαρμαρένια Βρύση” απ’όξω απ’την ταβέρνα του Σταθακόπουλου, το γλέντι έδινε κι έπαιρνε.
Τα νιάτα της Πρόνοιας, οι λεβέντες της και κείνα τα μαργιόλα της κορίτσια, τα μελαχρινά της, πιασμένα χέρι-χέρι, χόρευαν ακούραστα τα “Πεταλάκια” τον “Τραμπαρίφα” την “Γερακίνα”.
Λιγοστός, φτωχικός ο μεζές, λιγοστό το κρασί. Όμως τι να τα κάνεις αυτά; Πάνω από τούτα τα υλικά και τα πρόσκαιρα, υπάρχουν τα Νιάτα και, πάνω απ’αυτά, υπάρχει το μοναδικό, το αβίαστο, το αναντικατάστατο, το πρωτόφαντο κέφι της Πρόνοιας.
Και χόρευαν εκεί, απ’ όξω απ’του Σταθακόπουλου, με τη μουσική του μεγάφωνου, νέοι και νέες, γέροι και γριές, αγόρια και κορίτσια, βετεράνοι και ξεπεταρούδια.
Ύστερα μας κύκλωσαν οι μασκαράδες. Αμφιέσεις: Ότι βάλει ο νους σου! Κάθε Προνοιώτης πρέπει απαραίτητα να ντυθεί μασκαράς! Και ντύνεται μ’ότι βρει! Παπλώματα, κουρελούδες, προβιές, ώχρες, φούμο, όλα επιστρατεύονται για να φτιάξουν αυτόν τον πηγαίο Προνοιώτη μασκαρά, τον αληθινό και τον απροσποίητο.
Ετικέτα καμιά!
Πας εκεί σοβαρός, αξιοπρεπής, “κολλέ” και, πριν το καταλάβεις, βρίσκεσαι και συ μπλεγμένος στο χορό, να χορεύεις αγκαζέ με μασκαρεμένες γλυκύτατες κοπελιές που σου φέρνουν ζάλη.
Φτωχοί μεροκαματιάρηδες, μοδιστρούλες, καπελούδες, ραφτάκια, μπαρμπεράκια, έξυπνα όλα, σπιρτόζα όλα, πειραχτήρια όλα, σε τριγυρνάνε, σε μεθούνε, σε ζαλίζουν και, στο τέλος, ξεχνάς και συ ετικέτες κα ιτα ρέστα και ρίχνεσαι σ’ ένα τρελό μεθύσι και… όπου το βγάλει η άκρη και να που σε λίγο χορεύεις “σόλο”… ζεμπέκικο με μαυρομάνικο μαχαίρι στο στόμα, απάχης λες, με “παρτεναίρ” μια άγνωστη μασκοφόρα Προνοιώτισσα, μπουκιά και συχώριο!
Στις τρεις το πρωί, ζαλισμένοι και “οινοβαρείς” παίρνουμε σκαμπανεβάζοντας του γυρισμού το δρόμο. Κι ωστόσο, μέρες πέρασαν, μένει ακόμα ξεκάθαρη στη σκέψη μας, η εικόνα ενός διαβολεμένου, ακούραστου, σπιρτόζου τσίφτη “Κάου-μπόυ”, ενός διαβολοθήλυκου -ραφτούλα μου’πανε πως ήτανε- που είχε, πίσω απ’τη μάσκα του, κάτι μάτια… κάτι μάτια που μπρος τους, μούτζες να’χουν όλες οι Ανδαλουσιανές της Ισπανίας.

 

ΚΟΣΜΙΚΗ ΚΙΝΗΣΙΣ

(Αποκριάτικο)

Προχθές εδόθη “μπαλ ντε τετ” σ’ένα σαλόνι κοσμικό
που’χε εσχάτως, όπως λεν, “τας πύλας του άνοιξει”.
Κι έκανα γκάφα να βρεθώ κι ήταν μεγάλο το κακό:
μ’έφαγε το χασμούρισμα, η νύστα και η πλήξη.

Είδα πολλά παράξενα, περίεργα κι απόκοτα
-χορός αριστοκρατικός, σου λένε, κι όχι “πλέμπα”-
ήταν και κάποια “δεσποινίς” εξήντα ετών ξυλόκοτα
που, τυλιγμένη στα “σιφφόν”, παρίσταινε τη μπέμπα!

Ήταν και κάποια ξένη τζαζ, και… “ράτατα και ράτατα”!
μας εξεκούφανε, που λες, με κόγκα και με σάμπα
και δος του χειροφίλημα και βράστα και παράτατα
τόσο που, κόντευε η βραδυά να μου κυλήσει τζάμπα!

Ντιντήδες να, λογής-λογής, με παπιγιόν και τα λοιπά…
με “κόνξες” και μονύελα και με φωνή γαλιάντρας.
Κι είδα και κάποιον νεαρό, τρε κουνιστόν και τρε λαπά
που βλέποντάς τον, έλεγες: γυναίκα ειν’ ή άντρας:

Τέλος, κατά τις έντεκα, σιχάθηκα κι αλάφιασα,
ξανανοστάλγησα τ’απλά, ονειρεμένα χρόνια
κι αφού, απ’τις βλακείες του τις “κοσμικές” εμπάφιασα
επήγα και το γλέντησα, ρεμπέτικα, στην Πρόνοια!

 

Προηγούμενο   Επόμενο