Ο ΕΡΑΣΤΗΣ Τ’ΑΝΑΠΛΙΟΥ

(Α. ΑΝΑΠΛΙΩΤΗΣ)

(Αντώνης Λεκόπουλος)

 

Πως κυλάει η ζωή!
Πέντε χρόνια κλείσαν από τότε που ένα Σαββατιάτικο δειλινό του 1951 -ένα κοτσύφι τ’Αναπλιού μας, ο αξέχαστος τραγουδιστής του ο Α. Αναπλιώτης πέρασε με του Χάρωνα τ’ακάτι στον λειμώνα των ασφοδέλων. Και θυμάμαι!..

Πάντα του όταν κατέβαινε στ’Ανάπλι -και το’κανε τόσο συχνά- ο αξέχαστος ποιητής μας περνούσε απ’το φαρμακείο μου να με δει. Θυμάμαι τον τρόπο του τον ιδιόρρυθμο σαν έμπαινε: Στεκόταν πρώτα απ’έξω, χτυπούσε την πόρτα διακριτικά και:
-Υπάρχει παρακαλώ εδώ κάποιος ποιητής;-
Έλεγε. Ύστερα μπαίνοντας, μου’σφιγγε το χέρι, με χάιδευε πατρικά, καθόταν δίπλα μου και εκεί, ενώ τα μάτια του υγραίνονταν πίσω απ’τα γυαλιά του, μου μιλούσε ώρες και ώρες -για τι άλλο;- για τον έρωτά του τον μοναδικό, για την αγάπη της ζωής του, για τ’Ανάπλι του.
-Εσύ, μου’ λεγε, είσαι ένας συνεχιστής της πνευματικής μας παράδοσης. Ευχή και ακτάρα σ’αφήνω: μην εγκαταλείψεις ποτέ τ’Ανάπλι μας. Έχεις την ανάγκη του κι έχει τη δική σου!-
Έλεγε… έλεγε και δάκρυζε ολοένα…
Χαριτολόγος όσο δεν παίρνει.
Κάποτε, όταν ήταν επιθεωρητής Νομαρχιών, τον επισκέφτηκε στο Υπουργείο των Εσωτερικών η τότε δεσποινίς Φούλα Δημοπούλου (Μαγουλιανίτη) για κάποια δουλειά της. Πρόθυμος πάντα, σηκώθηκε απ’την πολυθρόνα του γραφείου του, της παραχώρησε το κάθισμα και τη ρώτησε ποια είναι.
Εκείνη συστήθηκε.
-Α έτσι; Ώστε έτσι, κάνει ο ποιητής γελώντας καλοκάγαθα. Είστε λοιπόν κόρη του φίλου μου του κυρ-Γιώργη του Δημόπουλου, του Μαγουλιανίτη που λέμε. Του ποιητή!…-
Και, καθώς η κοπέλα τέντωσε τα μάτια της, απορώντας για τον πρωτόφαντο τίτλο που δινόταν στον πατέρα της, ο ποιητής ξακολούθησε να επιμένει:
-Ναι, ναι, λέει δεν το ξέρετε πως είναι ποιητής ο πατέρας σας;-
-Πρώτη φορά μου τ’ακούω τέτοιο πράγμα κύριε Λεκόπουλε, ξαναπορεί η Φούλα. Απεναντίας εγώ ξέρω πως σεις είσθε ποιητής και μάλιστα ξακουστός!-
Και ο Λεκόπουλος:
-Εγώ ποιητής! Ας γελάσω! Εγώ ποιητής που φτιάνω κάτι ψευτοστίχους;-Ποιητής, δεσποινίς μου, είναι ο πατέρας σας που έκανε… εσάς!-
Και λιγώθηκαν κι οι δυό στα γέλια….

Πέρα όμως απ’΄όλα τούτα ένα και μοναδικό ήτανε το πάθος κι ο έρωτάς του ο ασίγαστος: τἈνάπλι. Αυτή η πολιτεία του’χε γίνει μεράκι και σεβντάς! Αυτή η γενέθλια γη, τις ομορφιές της, τα κορίτσια της και τους τύπους της τραγούδησε στα περίφημα “Ἁναπλιώτικα” που θα μείνουν αθάνατα για την πρωτοτυπία τους και τον άκρατο λυρισμό τους.

Όσο για μένα!…
Για μένα, ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Λεκόπουλος στάθηκε ο πνευματικός μου πατέρας, κι η γαλήνια αγαθή φυσιογνωμία του και τώρα που μου’λειψε, φωτίζει πάντοτε τον πνευματικό μου δρόμο.
Τι άλλο να του πω;
Μαζί με την αγάπη μου την ασυνόριστη, τ’αφιερώνω εδώ, ελάχιστο σημάδι προσφοράς στην απεραντοσύνη της καρδιάς του, τούτα τα δυό μου τραγούδια.
Το πρώτο γράφτηκε όταν εκείνος ζούσε.
Το δεύτερο τ’απάγγειλα, ιερή σποδό, πάνω στο νιόσκαφτο τάφο του.
Νατα τα τραγούδια μου:

 

ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΜΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

Πως μ’άφηκες κι ορφάνεψα για δεύτερη φορά
κι ασώπαστος κι ασίγαστος ο πόνος με κυκλώνει:
Γιατί βουβάθεις κι έκλεισες τα διάπλατα φτερά
γλυκόλαλο, Αναπλιώτικό μου Αηδόνι;

Και πώς να μείνω μοναχός που ερημιά πικρή
απλώνεται τριγύρω μου και με χτυπάει τ’αγέρι;
Πώς να τραβήξω της Ιδέας το δρόμο το μακρύ
αφού δε με κρατάει πια το πατρικό Σου χέρι;
Αντάμα με το κλάμα μου κι η πόλη Σε θρηνεί,
που κάθε καλντερίμι της της το’χες τραγουδήσει
η νταντελένια πόλη Σου π’απόμεινε ορφανή,
τώρα που για τ’αγύριστο ταξίδι έχεις κινήσει!

Το χώμα της που Σου’φερα -στερνή μου προσφορά-
συντρόφι Σου αξεχώριστο, παντοτινό Σου ας μείνει,
να’χεις τ’Ανάπλι δίπλα Σου σε θλίψη ή σε χαρά,
τ’Ανάπλι που ο μεγάλος Σου Έρωτας είχεγίνει!

 

ΤΟΥ Α.ΑΝΑΠΛΙΩΤΗ

(A LA MANIERE DE…)

Καινούρια αγάπη και παλιά
τον βάλανε στη μέση.
Γλυκά η Αθήνα του μιλά,
όμως τα μάτια είναι θολά:
“Εχ ! Καλντερίμια μου ψηλά,
“λάκα” του Ψαρομαχαλά!”
Τ’Ανάπλι στην καρδιά μιλά,
η Αθήνα δεν τ’αρέσει!

Κι όλο για κείνο μας μιλεί:
Για τον καφέ του Μπουζαλή,
για το Σουλιέ, για τον Άλη,
για τον τρελό Τσακίρη-
σφύριγμα, πανηγύρι!-
Για τον παπά το Φρεδιανό,
(φτερούγισε στον ουρανό!),
Μπιθίζη και Γλαρόπουλο,
τα ξακουσμένα αηδόνια-
αχ, χρόνια! νιότης χρόνια!

Για μια κυρά Αναπλιώτισσα-
ποια ήταν ποτέ δε ρώτησα-
με μια φωνή σοπράνο,
με τα ξανθά σγουρά μαλλιά.
Σωπαίναν ως και τα πουλιά
σαν έπαιζε το πιάνο!

“Τ’Ανάπλι μου! τ’Ανάπλι μου”
ακούτε να σας λέει!
Γελάει σαν είν’χαρούμενο
στις συφορές του κλαίει!
Τον ξέρουν όλες οι γωνιές-
οι Αναπλιωτογειτονιές-
γέροι και νιοί, γριές και νιές,
σ’Ανατολή και Δύση!
Κι όλες τις Αναπλιώτισσες
τις Ψαρομαχαλιώτισσες,
ακόμα και Προνοιώτισσες
τις έχει τραγουδήσει!

 

Προηγούμενο   Επόμενο