ΠΕΤΡΟΠΟΛΕΜΟΣ

Πώς να τελειώσω τούτα τα σύντομα κομμάτια μιας παλιάς, χαμένης πια, Αναπλιώτικης ζωής, χωρίς να’αναφέρω για τον πετροπόλεμο;
Αυτά που θα διηγηθώ γίνηκαν σαράντα τόσα χρόνια πίσω, εκεί κατά την περίοδο των βαλκανικών πολέμων του 12 και 13. Τν εποχή εκείνη οι δρόμοι τ’Αναπλιού και της Πρόνοιας δεν ήσαν ασφαλτοστρωμένοι. Οι πέτρες βρίσκονταν χάμω, κοντά σου, πλάι σου, σε κάθε σου βήμα, σ’ οποιαδήποτε ποσότητα, μέγεθος και ποικιλία. Δεν είχες παρά να σκύψεις, να πάρεις μιαν από δαύτες να τη…φτύσεις κι απέ να την σφεντονίσεις καταπάνω στον οχτρό σου τον αδυσώπητο. Και τέτοιοι, αδυσώπητοι οχτροί, είχανε γίνει τότε τα Νιάτα της Πρόνοιας και τ’Αναπλιού, πολεμώντας καθώς στα προϊστορικά χρόνια, με τα λιθάρια, για να ξεδιαλύνουνε τις διαφορές τους που… δεν υπήρχαν!
Αλλά πρέπει να καταπιαστώ το θέμα απ’την αρχή του…
Βάλτε ανέμη να γυρίσει!….
Εκείνους λοιπόν τους καιρούς, χωρίς καμιά χειροπιαστή αιτία, όσο ελάχιστο μπόρεσα να εξακριβώσω, ανάμεσα Ανάπλι και Πρόνοια είχεν ανάψει μεγάλη αμάχη. Ρωτώντας τους παλιούς έφτασα στο συμπέρασμα πως γενεσιουργά αίτια τούτου του παράξενου πόλεμου ήσαν τρία: οι νίκες της πατρίδας μας που ηλέκτριζαν τότε τις ψυχές κι είχαν τον αντίκτυπό τους στον παιδόκοσμο, τα άφθονα λιθάρια που, βρισκούμενα σ’όλα τα σοκάκια, έδιναν σε απεριόριστες ποσότητες το… πολεμικό υλικό και τρίτο η διαφορετική πάστα κι ο χαρακτήρας των δυό μερίδων που αντιμάχονταν. Η Πρόνοια, το προάστιο τ’Αναπλιού, δυό βήματα τόπο έξω απ’την πόλη, κρατάει ως τόσο, από χρόνους πολλούς -έναν ιδιότυπο χαρακτήρα και μια προσωπικότητα τέλεια ξέχωρη κα διαφορετική από κείνην τ’Αναπλιού.
Αποικισμένη απ’τους παλιούς αγωνιστές του 21 που στέγασεν εκεί ο Κυβερνήτης Καποδίστριας, διατηρεί ακόμα μέσα στις φλέβες των παιδιών της το αψίκορο, επαναστατικό αίμα των προγόνων που ύψωσαν με το καρυοφύλλι τους και πότισαν με το αίμα τους το δέντρο της λευτεριάς.
Ετούτοι το λοιπόν οι προπαππούδες, δώσανε κλήρα τους μοναχή, στους επίγονους, αυτήν την λεβεντιά και το κάποιο ασικλίκι που’χουνε ως τα σήμερα οι Προνοιώτες. Αυτόν τον αγέρα της ανεξαρτησίας και της ανυπακοής στα καθιερωμένα.
Όλοι τους είναι παιδιά της φτώχειας. Όμως -κοιτάχτε να δείτε! -καμιά Προνοιωτοπούλα δεν το’ριξε ως τα σήμερα να μπει υπερέτρια σ’Αναπλιώτικο σπίτι κι ας το ξέρει πως εκεί θα βρει μπόλικο φαΐ και θαλπωρή.
Ελευτερία! Ανεξαρτησία! Να τα μόνιμα μπαϊράκια του μικρού προαστίου!
Οι πρόγονοι δεν πάσκισαν μάταια, πολεμώντας ατέλειωτα χρόνια σε κορφές και σε φαράγγια.
Η φλόγα της Ανεξαρτησίας μεταλαμπαδεύτηκε γενιά σε γενιά, μέχρι τους σημερινούς κατοίκους και γίνηκε σάρκα και αίμα τους.
Κάθε Προνοιώτη ο τράχηλος ζυγό δεν υποφέρει!…
Ήτανε λοιπόν φυσικό, τούτο το προάστιο με τον αψύ, επαναστατικό χαρακτήρα και το μόνιμο οικόσημο της φτώχειας, να’ρθει σε σύγκρουση με το αρχοντολόι τ’Αναπλιώτικο. Με τ’Ανάπλι της αριστοκρατίας, των αψηλών σπιτιών και του κάποιου πλούτου που συνοδευόταν απ’ την ακαταδεξιά της παλιάς αρχοντιάς και των μεγαλείων. Μπροστά σ’όλα τούτα, η Πρόνοια ήταν ο Ποπολάρος που ζήλευε, φτονούσε και δεν μπορούσε να συχωρέσει ταξικές διαφορές. Οι μεγάλοι, μαθημένοι στα τερτίπια της ζωής, ξέρουν να κρύβουν πιδέξια τα πραγματικά τους αισθήματα. Όμως, στις ψυχές των παιδιών της πεντάφτωχης Πρόνοιας, αυτή η ταξική και οικονομική διαφορά, χάραξε βαθύ τραύμα και δημιούργησε ασίγαστο παράπονο.
Μαζί μ’αυτά προστέστε και το φιλοπόλεμο πνεύμα της εποχής, βάλτε και την αφθονία των λιθαριών στους δρόμους, ξέσπασε το κακό:
“Κάτω, λοιπόν η…μπουρζουαζία τ’Αναπλιού.”
Κι ο πετροπόλεμος άναψε!
Άρχισε, για να κρατήσει, πεισματικός κι αμείωτος, χρόνια και χρόνια, ανάμεσα στις δυό φατρίες. Τα καλοκαίρια προ πάντων, που κλείναν τα σχολεία και ο παιδόκοσμος εύρισκε την ελευθερία του, ο πετροπόλεμος γινόταν πιο οργανωμένος.
Τα σύνορα των δυό… στρατοπέδων βρίσκονταν εκεί, ανάμεσα στο εργοστάσιο της Ηλεκτρικής Εταιρείας και στο Δικαστικό Μέγαρο και…. ουδετέρα ζώνη ήταν ο ανηφορικός δρόμος, που οδηγάει στην “Αρβανιτιά”. Αλίμονο και τρισαλί στον αστόχαστο, Αναπλιώτη ή Προνοιώτη, πιτσιρίκο που θα ριψοκιντύνευε να περάσει, προ πάντων τις νυχτερινές ώρες, από το ένα στο άλλο σύνορο. Το λιγότερο που τον περίμενε ήταν ένα γερό μπερντάχι ξύλο και μια διαπόμπεψη στα στενοσόκακα της Πρόνοιας ή στα καλντερίμια τ’Αναπλιού. Ύστερ’ από κάθε τέτοιο “κατόρθωμα” τα Προνοιωτάκια μαζεύονταν πάνω στα σκαλιά του Παλαμηδιού και γιόρταζαν με φωνές και πρόγκα το “θρίαμβο”. Ε! δεν ήτανε δα και μικρό πράγμα να εξευτελίζεις την Αναπλιώτικη “μπουρζουαζία”.
Αλλά και οι Αναπλιώτες σαν εσκάρωναν κανένα τέτοιο κάζο στους αντίθετους γιουχάιζαν και τούτοι με τη σειρά τους, ανεβασμένοι στα μπεντένια του “Ιτς-Καλέ”, το Προνοιώτικο “προλεταριάτο”!

Ο αγώνας όμως δεν περιοριζόταν μονάχα σε τούτες τις επεισοδιακές αψιμαχίες. Πολλές φορές έφτανε σε μάχη αληθινή, τέτοια που ανάγκαζε, την τότε έφιππη Χωροφυλακή να επεμβαίνει για να χωρίσει τα πεισματωμένα αγόρια που κιντύνευαν να σκοτωθούν.
Σε κάποια τέτοια μάχη, οι Προνοίωτες, με αρχηγό τους τον Δ. Μπακέα -που σήμερα είναι ένας σεβαστός καλοκάγαθος οικογενειάρχης -το’χαν τάξει πως θα “πατούσαν” το Φρούριο του “Ιτς-Καλέ”- άντρο και προμαχώνα και φέουδο του “Ναυπλιακού στρατού”.-
-Θα σας πάρουμε το Κάστρο ρε μπαγάσηδες!- ωρύονταν απ’την αντικρυνή μεριά, πίσω απ’τη “Βρύση του Πλατάνου” τα Προνοιωτάκια.
Και ανέμιζαν πέρα – δώθε τις τρομερές σφεντόνες που’σαν έτοιμες να ξαπολύσουν τα “πυρά”.
-Σαν σας βαστάει ελάτε! αποκρίνονταν πάνω απ’την ντάπια οι πιτσιρίκοι τ’Αναπλιού με το αγέρωχο ύφος Βιλλαρδουίνων και Σγουρών της Βενετίας του Αγίου Μάρκου.

Των Προνοιωτών όμως, φαίνεται “τους βαστούσε”! Γιατί ενώ ο αγώνας συνεχιζόταν κρίσιμος και αμφίρροπος κι ενώ τα λεφούσια των παιδιών της Π΄ρονοιας χιμούσανε οδηγούμενα απ’τον “σαλπιχτή” Α. Αγρίμη που σάλπιζε το “Προχωρείτε! Προχωρείτε! γίνηκε τούτο το ξαφνικό. Μια άλλη “Κομμάντος που την αποτελούσαν ο ίδιος ο αρχηγός με την επίλεκτη φρουρά του, τον Τέλη Τάρλα, τον Δήμο Μπουρέκα κι άλλους, κατηφόρησε απαρατήρητη απ’το πίσω μέρος του Παλαμηδιού, έπεσε στην άπλα της “Αρβανιτιάς” και προφυλαγμένη απ’το σκοτάδι της νύχτας, ανέβηκε το δρομί που φέρνει ως τις φραγκοσυκιές και βρέθηκε στα νώτα των Αναπλιωτών.
Δημιουργήθηκε σύγχυση και πανικός.
Οι υπερασπιστές της ντάπιας, ένιωσαν τον εχθρό πίσω τους, χωρίς να μπορέσουν να υπολογίσουν και τον αριθμό του, λύγισαν κι άρχισαν να υποχωρούν προς τα σκαλιά της Φραγκοκκλησιάς, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης, όχι βέβαια νεκρούς, αλλά αιχμαλώτους και τραυματίες. Μερικοί από τους τελευταίους είχαν χτυπήσει σοβαρά, όχι τόσο από τις πέτρες, όσο από τις “σιδερομπουνιές”, το “νέο όπλο” των Προνοιωτών. Ήσαν αυτές δυό ή τρία κομμάτια σιδερόκαρφα, πλατυσμένα στην άκρη που μπαίναν ανάμεσα στα δάχτυλα του δεξιού χεριού που τα μάγκωνε με δύναμη. Μια τέτοια σιδερομπουνιά, καλοζυγισμένη, έφερνε πολλές φορές, στον αγώνα σώμα με σώμα, καταστρεπτικά αποτελέσματα. Τα καταματωμένα κεφάλια και οι σπασμένες μασέλες ήταν κάτι το συνηθισμένο. Και τα πράγματα θα φτάνανε σε σοβαρότερο σημείο αν δεν επενέβαινε η έφιπη Χωροφυλακή που προαναφέραμε. Ο Κορομπίλης, ο Τετενές, ο Λουκαϊτης, παλιοί μουστακοφόροι χωροφύλακες, έτρεχαν μετ’άλογά τους και, χτυπώντας δεξιά-ζερβά, χώριζαν τους μαχητές και δίναν τέλος στη μάχη, κουβαλώντας τους πρωταίτιους στο τμήμα. Εκεί, ο βούρδουλας ανελάμβανε να καταπραΰνει το πολεμικό μένος των πιτσιρίκων και να τους βάνει σε θεογνωσία!

Καθώς περνούσε ο καιρός, οι Αναπλιώτες έβλεπαν με τρόμο πως το μικρό μαχητικό προάστιο άρχισε πια να οργανώνεται συστηματικά σ’ένα αξιόλογο πολεμικό στρατόπεδο. Ο “στρατός” τους ήταν πειθαρχημένος. Είχε οργανώσει ταχτικές περιπολίες που φτάναν μέχρι το “φόρο του Καραγιάννη”, στα πρόθυρα δηλαδή τ’Αναπλιού κι είχαν διαταγή να πιάνουν κάθε παρείσακτο που θα πατούσε Προνοιώτικο χώμα. Τον πήγαιναν αμέσως στη “Διοίκηση” για  “Ανάκριση”. Δεν χωράτευαν! Ακόμα οι Προνοιώτες είχαν δημιουργήσει και συσσίτιο για τον στρατό τους. Κάθε Κυριακή στο παζάρι, μια ομάδα μικρών απασχολούσε τους πουλητάδες χωριάτες, σχηατίζοντας προγεφύρωμα, πίσω απ’το οποίο, άλλοι μικροί “σαλταδόροι” έκλεβαν τα προϊόντα του αγροτικού μόχθου. Το ίδιο βράδυ, προσκομίζονταν στο “Αρχηγείον” λογιών-λογιών τρόφιμα: Μάπες, κουνουπίδια, μελιτζάνες, καρπούζια, πεπόνια, πατάτες, μπάμιες, φασόλια και ό,τι άλλο παράγει, την κάθε εποχή ο Αργολικός κάμπος. Όλα αυτά, τα κλεμμένα, τα πρόσθεταν στα άλλα, εκείνα που άλλα Προνοιωτάκια, πιο εύπορα κλέβαν απ’τα πατρικά κελάρια. Κάθε Προνοιωτάκι που ανήκε στο “στρατό” έπρεπε να κλέψει απ’το σπίτι κάθε βρισκούμενο περισσό τρόφιμο και να το φέρνει για τον “αγώνα”. Ένα πρόχειρο καζάνι μαγείρευε εκεί κάτω στο Βάλτο, κοντά στα “Ταμπάκικα”, το συσσίτιο που μοιραζόταν ακριβοδίκαια στους φαντάρους, μέσα σε κονσερβοκούτια.
Καθένας λοιπόν καταλαβαίνει πως, με τέτοια πειθαρχία και με τέτοια οργάνωση, οι Προνοιώτες, αν και αριθμητικά ασθενέστεροι, κατάφερναν θαύματα, σμπαραλιάζοντας το ηθικό των παιδιών τ’Αναπλιού.

Και κει, πάνω σε κείνο το κρίσιμο σημείο του αγώνα, την ώρα πια που φαινόταν πως η νίκη έγερνε αποφασιστικά προς το μέρος της Πρόνοιας, παρουσιάστηκε, λυτρωτής, ο Ψαρομαχαλάς.
Τα παλικάρια του μαχαλά των ψαράδων και της ντάπιας των “πέντε αδελφιών”, τα ψημένα με την αλμύρα της θάλασσας τ’Αργολικού, έφεραν το καινούριο αίμα που χρειαζόταν η λιπόθυμη πόλη.
Οι Ψαρακαίοι, οι Βασιλείου, οι Μπουσμπουραίοι, οι Μελιδόνηδες, οι Μεντζελαίοι, οι Κουτσαΐτηδες, αποτέλεσαν τον καινούριο στρατό που άλλαξε τις βουλές της Μοίρας.
Αρχηγός τους -που αμέσως πήρε με την επιβολή και με το σπαθί του τη γενική αρχηγία των Αναπλιωτών, ήταν ο Βαγγέλης ο Σέττας που τον παρανόμαζαν Κανάρη.
Ετούτος ο Ψαρομαχαλιώτης τσίφτης δεν είχε τίποτα στην ειδή του από κείνα τα σουσούμια που ταιριάζουν στον αρχηγό. Απεναντίας, ήταν κοντός και λιγνός σα σα σιαμαμίδι, μιας σπιθαμής άνθρωπος εκεί δα που δεν τον υπολόγιζες. Όμως η ματιά του α! εκείνη η ματιά του που σπίθιζε, καθρέφτιζε την ατρόμητη ψυχή του τη λιονταρίσια. Και το μυαλό του, καθαρό μυαλό και ξάστερο, έκοβε τα χίλια δυό τερτίπια, τα χρειαζούμενα του πολέμου.

Μόλις το λοιπόν ο Βαγγέλης ο Σέττας, ο Κανάρης, πήρε στα σιδερένια χέρια του τα γκέμια τ’Αναπλιώτικου στρατού τα πράγματα άλλαξαν.
Η πειθαρχία βασίλεψε παντού, τα πάντα οργανώθηκαν και το σπουδαιότερο, τη θέση της ηττοπάθειας , πήρε τώρα η πίστη για τη νίκη, μια πίστη που, τα χείλια του αρχηγού και τα φερσίματά του, τη σκόρπιζαν, μαγικά, σ’όλες τις πριν κιοτεμένες ψυχές.
Πρώτα-πρώτα επέβαλλε στους “πλουτοκράτες” στρατιώτες του, έρανο υποχρεωτικό για την οικονομική ενίσχυση του στρατού. Κάθε παιδί ανάλογα με την οικονομική του ευμάρεια, έπρεπε να φέρνει στον κοινό κορβανά, το βδομαδιάτικο χαράτσι. Μ’αυτά τα χρήματα ο Σέττας, αγόρασε καινούριες σφεντόνες και βάλθηκε, ώρες κι ώρες, πάνω στον προμαχώνα των “πέντε αδελφιών” να εκπαιδεύει τους πιτσιρίκους, τόσο που τους έκανε άσσους στο σημάδι. Ύστερα , σε λίγες μέρες, επί κεφαλής του στρατού του, έκανε μια “επίδειξη δυνάμεως” , φτάνοντας μέρα μεσημέρι, ώσαμε την “Αγιατριάδα”, την καρδιά της Πρόνοιας. Τούτη η παρέλαση έφερε το αποτέλεσμα που ο Σέττας προσδοκούσε. Οι Προνοιώτες ένιωσαν πως τ’Ανάπλι ξαναγεννιόταν. Είχαν κιόλας τις πληροφορίες τους για τον καινούριο αρχηγό και κατάλαβαν πως από τώρα και μπρος, τα πράγματα άλλαξαν.
Και άλλαξαν πραγματικά.

Μια απ’τις καινοτομίες του Κανάρη ήταν και η δημιουργία… Στόλου! Οι μισές σχεδόν ψαρόβαρκες τ’Αναπλιώτικου κόρφου ήσαν ψαρομαχαλιώτικες και οι ιδιοκτήτες τους τις χρησιμοποιούσαν μόνο για το ψάρεμα της νύχτας, το παραγάδι. Όλη την ημέρα, τις ώρες που οι γονιοί τους, ξεθεωμένοι απ’το νυχτερινό ψάρεμα, κοιμόντουσαν, τα ψαρομαχαλιωτάκια, “επάνδρωναν” τα μικρά πλεούμενα με πιτσιρίκους τ’Αναπλιού και τους μάθαιναν τα μυστικά της θάλασσας. Κολύμπημα, κουπί, σαλτάρισμα στη βάρκα, δέσιμο και λύσιμο γρήγορο του παλαμαριού, φουντάρισμα και σήκωμα της άγκυρας, όλα. Ο αρχηγός είχε διατάξει πως οι πεζοναύτες τούτοι, έπρεπε σ’ένα μήνα μέσα να’χουν γίνει ξεφτέρια. Κάθε μέρα, στη ντάλα του καλοκαιριάτικου μεσημεριού που όλος ο κόσμος αποκαρωμένος, κοιμόταν, κάτω εκεί, γινόταν ένας πραγματικός πολεμικός οργασμός.
Ας σημειωθεί εδώ παρενθετικά, για τον ανύποπτο και ανίδεο σημερινό αναγνώστη, που ασφαλώς θα παραξενεύεται διαβάζοντας όλο τούτο το νταβαντούρι μέσο σε πολιτεία, πως, κείνους τους μακάριους καιρούς, η Χωροφυλακή δεν ήταν όπως σήμερα, οργανωμένη και ο Τουρισμός δεν υπήρχε ούτε στ υποσυνείδητο. Η νεολαία λοιπόν μπορούσε να κάνει τα δικά τα χωρίς το φόβο σοβαρών κυρώσεων απ’τις αστυνομικές αρχές.

Στο αναμεταξύ, τον καιρό που οι πεζοναύτες εκπαιδεύονταν, καθώς προαναφέραμε, στο μυαλό του αητονύχη Σέττα ωρίμαζε ένα σχέδιο που μονάχα μεγάλοι πολέμαρχοι μπορούσαν να συλλάβουν και να εκτελέσουν. Το σχέδιο τούτο, που πρόβλεπε διπλή επίθεση στο εχθρικό στρατόπεδο, από στεριά κι από θάλασσα, ο Κανάρης το ανακοίνωσε μονάχα στους λίγους διαλεχτούς και έμπιστους που τους όρκισε να μην το φανερώσουν. Ύστερα μοίρασε στο καθένα από τα στελέχη τις οδηγίες του, κανόνισε τα πόστα τους χωρίς να παραλείψει καμιά λεπτομέρεια ως την πιο ασήμαντη. Το μόνο που δεν αποκάλυψε, γιατί ούτε ο ίδιος το’ξερε, ήταν η μέρα και η ώρα της ιστορικής επίθεσης που θα’δινε το τελικό και συντριπτικό χτύπημα στον εχθρό. Όσο οι μέρες περνούσαν τόσο η αγωνία για το μελλούμενο τόλμημα βάραινε στις καρδιές των μυημένων.
-Πότε θα γινόταν; Πότε; -ρωτούσαν χείλη γεμάτα προσδοκία.
Ο Σέττας όμως έβαζε εγκάρσιο το δάχτυλο στο στόμα και πρόσταζε σιωπή.
-Η υπομονή, έλεγε, είναι πολύτιμο προτέρημα σε κείνον που την έχει! Πρέπει να ξέρουμε να σωπαίνουμε, να υπονομεύουμε και να περιμένουμε την κατάλληλη στιγμή για το χτύπημα.
Και, έτσι καταπώς το’λεγεν ο Σέττας, η μεγάλη κείνη στιγμή δεν άργησε να φτάσει!

Το χτύπημα, διπλό και ξαφνικό, γίνηκε μια Κυριακή Αυγουστιάτικη στις τρεις το μεσημέρι. Από τη θάλασσα ξεκίνησαν δέκα πλεούμενα ψαρομαχαλιώτικα, επανδρωμένα με έξι στρατιώτες το καθένα και έχοντας γεμάτα τ’αμπάρια τους με θαλασσινό χαλίκι. Το’να πίσω απ’τ’άλλο, τράβηξαν ανατολικά, με κατεύθυνση προς τον βάλτο. Ταυτόχρονα πέντε έξι κάρα μακριά, απ’αυτά που’χουν οι καροτσέρηδες για μεταφορές και που στάθμευαν στο Π της παραλίας, γέμισαν με πολεμιστές σφεντονομάχους, φορτώθηκαν και τούτα με άφθονες πέτρες, διαλεγμένες από πριν και φτιασμένες σε μικρούς σωρούς, ζεύτηκαν τ’άλογα που έβοσκαν πιο πέρα και που απόρησαν για το ξαφνικό μεσημεριάτικο αγώγι και κίνησαν και τούτα προς τη μεριά του Βάλτου, στα “Ταμπάκικα”. Είναι περιττό να ειπωθεί, φυσικά, πως οι ιδιοχτήτες και των δυό μεταφορικών μέσων, οι ψαράδες και οι καροτσέρηδες, κοιμώνταν τον μεσημεριάτικο ύπνο του δικαίου, χωρίς να φαντάζονται πως οι περιουσίες τους χρησίμευαν για την πραγματοποίηση των μεγαλεπήβολων σχεδίων του Ψαρομαχαλιώτη Στρατηλάτη!

Η θαλασσινή κι η στεριανή πορεία κανονίστηκαν και χρονομετρήθηκαν με τέτοια ακρίβεια, ώστε, την ίδια σχεδόν στιγμή που τα πολεμόχαρα κάρα έφταναν μπρος στον Προνοιώτικο καταυλισμό των “Ταμπάκικων”, αποβιβάζονταν στο Βάλτο και οι πεζοναύτες των πλεούμενων.
Κείνην την ώρα, οι Προνοιώτες είχαν γευτεί το μεσημεριάτικο συσσίτιο απ’το καζάνι τους και ξαπλωμένοι στο γρασίδι, άκουγαν τον αρχηγό τους να τους μιλάει. Ήταν η ώρα της ανάπαψης και της “θεωρίας”.
Αιφνιδιάστηκαν…
Τα κάρα, οδηγημένα από πιδέξιους ηνίοχους, έρχονταν μ’έναν ξέφρενο δρόμο καταπάνω τους. Μέσα στα κάρα τούτα όρθιοι, οι Αναπλιώτες πολεμιστές έριχναν με τις σφεντόνες τους, πελώρια βότσαλα πάνω στον Προνοιώτικο σωρό και τον θέριζαν. Μάταια οι Προνοιώτες προσπαθούσαν να συναχτούν, να φυλαχτούν κι ακόμα ν’ανταποδώσουν τα χτυπήματα. Η ξέφραγη κείνη τοποθεσία του Βάλτου δεν έκανε βολετή την άμυνα και λιθάρια, αφού ο τόπος ήταν λασπουδερό βαλτονέρι, δεν υπήρχαν. Και να’ταν μονάχα τούτο;
Μεγαλοδύναμε Θεέ της Πρόνοιας!
Ποιοι είναι κείνοι οι δαιμόνοι που φύτρωσαν ξαφνικά, μέσ’ απ’ τα βαλτονέρια και τα βούρλα κι έρχονται καταπάνω τους, πίσω απ’τις πλάτες τους;
Δεν άργησαν να το μάθουν!
Ήταν ο Σέττας, ο Σέττας ο Κανάρης με τα παλικάρια του που’χεν έρθει με το στόλο του και δημιουργώντας προγεφύρωμα στα ρηχά, τους άνοιγε τώρα δεύτερο μέτωπο τρομερό.
Πίσω ακριβώς απ’την κάθε ομάδα των πεζοναυτών πήγαιναν δυό στρατιώτες-βαστάζοι κουβαλώντας χεροκόφινα γεμάτα πέτρες για να εφοδιάζουν τους πολεμιστές. Τα κοφίνια σχημάτιζαν αλυσίδα μέχρι τη θάλασσα, ανεφοδιαζόμενα συνεχώς σε βότσαλα απ’τις γεμάτες βάρκες, ενώ οι Προνοιώτες δεν είχαν ούτε ένα λιθάρι για άμυνα, έτσι ως είχανε “καταληφθεί εξ’απίνης”!

Η μάχη, σύντομη, έληξε με περήφανη νίκη τ’Αναπλιού. Σε μια ώρα μέσα το Προνοιώτικο στρατόπεδο είχε καταληφθεί, το καζάνι και τα λοιπά χρειαζούμενα του συσσίτιου είχανε αρπαγεί, λάφυρα πολέμου και μαζί τους οι πεζοναύτες φεύγοντας πήραν καμιά δεκαριά αιχμαλώτους που τους έφεραν στην παραλία τ’Αναπλιού, πομπεύοντάς τους.

Από τότες οι Προνοιώτες λούμωξαν. Το στρατηγικό δαιμόνιο του καπετάν Κανάρη είχε θριαμβέψει. Μια μεγάλη νικητήρια παρέλαση που οργανώθηκε απ’τον Σέττα, σε λίγες μέρες, στεφάνωσε τούτη τη νίκη. Οι πιτσιρίκοι τ’Αναπλιού, έχοντας μπροστά τους Ψαρομαχαλιώτες λεβέντες, παρήλασαν στους δρόμους της πόλης, ανάβοντας βεγγαλικά και σκάζοντας βαρελότα.
Είχανε πια οριστικά και τελεσίδικα νικήσει!

Σήμερα που τα χρόνια πέρασαν αγύριστα, όλα τούτα διαβαστή μου, θα σου φαίνονται περίεργα, απίθανα κι ίσως γελοία.
Πίστεψέ τα όμως καταπώς  στα διηγήθηκα. Έτσι έγιναν. Έτσι γινόταν τότε.
Με τα λιθάρια το’βρισκες το δίκιο σου, καθώς στην προϊστορική εποχή που οι άνθρωποι ζούσαν σε σπηλιές και ντύνονταν με δέρματα ζωντιμιών.
Σήμερα….
Σήμερα βέβαια, μπρος στα τελειοποιημένα σύνεργα της πολεμικής τέχνης: τις μπόμπες υδρογόνου και τα διηπειρωτικά βλήματα, τα λιθάρια και οι σφεντόνες φαίνεται πως πέρασαν αμετάκλητα στην ιστορία.

Είπα: “φαίνεται πως πέρασαν” γιατί και σήμερα ακόμα, υπάρχουν περιπτώσεις που, μη έχοντας τίποτ’άλλο πολεμάς και με τα λιθάρια.
Όπως στην Κύπρο μας…
Και νικάς!…
Νικάς γιατί, εκεί κάτω, τα χέρια που κρατάνε τις πέτρες έχουν δίκιο και ψυχή ενώ το λιοντάρι της μικρής Βρετανίας έχει άδικο κι είναι κιοτής!
Και τρέμει!…

 

Προηγούμενο   Επόμενο