Έναν ακέριο χρόνο η Κλωθώ
τη μαγική της γύριζεν ανέμη,
νήμα διπλοστριμμένο ξετυλίγοντας,
το νήμα της ζωής του Παλαμήδη
και της συντρόφισσάς του της ατίμητης.
Κι ανέφελοι κι ανθόσπαροι κυλούσαν
οι μήνες, ο ένας πίσω από τον άλλον.
Το καλοκαίρι διάβηκε και το ριγηλό
ήρθε χινόπωρο, σε λίγο δίνοντας
τη θέση του στον άγριο χειμώνα.
Κι αυτός, με τη σειρά του ξεψυχώντας,
άφησε την πνοή του την ολόστερνη
στην αγκαλιά της άνοιξης˙ και κείνη
τ’ αβρά της παρθενιάς της άνθια πρόσφερε
στο κάμα του καλοκαιριού θυσία.
Ένας ακέριος χρόνος˙ και στο γέρμα του,
τον μαύρον αμφορέα της κρατώντας,
ήρθεν η Λάχεση, στο χρυσοΰφαντο
το νήμα την Οδύνη να σταλάξει!