ΙΠΠΟΛΥΤΗ 11

Θεοί τι δώρα ήταν αυτά, τι πλούσια δώρα!

Βαριά, πρωτοφανέρωτα κι ατίμητα,

άξια και για τα δώματα του Ολύμπου!

ασήμι και χρυσάφκι ατόφιο, πλάκες

τόσες που και ναό μπόρειες να χτίσεις!

Τάπητες χιλιοπλούμιστοι που πάνω τους

θεόπνευστοι τεχνίτες ιστορήσαν

μυριών λογιών λουλούδια, λόγγους, θάλασσες,

νεράιδες πάγκαλες, ηρώων μάχες

και του Πηλέα τους γάμους με τη Θέτιδα.

Λεβέτια φέραν και ποτήρια ολόχρυσα,

πορφύρες βυσσινιές, φλογάτα πέδιλα,

χιτώνες όλο από μετάξι, δούλες

από τη Λέσβο, πρώτες στα κεντήματα

και στα υφαντά των αργαλειών τεχνίτρες.

Αλόγατα είχαν φέρει από της Πύλος

τα θραψερά λειβάδια, που σε αγώνες

και δυο και τρεις φορές είχαν νικήσει.

Ήταν τόσα πολλά που στάθη αδύνατο

κανείς να τα μετρήσει. όμως εκείνα

που πάνω απ’ όλα τούτα ξεχωρίζαν

ήταν του Αχιλλέα και τ’Αγαμέμνονα.

Δώρο στον Παλαμήδη έφερε ο πρώτος

μια πλέρια πανοπλία που δε χόρταινες

να την κοιτάζεις. Και στην Ιππολύτη

έφερε ο Ατρείδης, προσφορά ιερή

στην πάγκαλη ομορφιά της, τον πολύπτυχο

βαρύ χιτώνα που ανυφάντρες χίλιες

μέσα σε δυο μερόνυχτα τον ύφαναν!

Σαντάλια με ιμάντες ασημένιους

τα πόδια να στολίζουν τ’ αλαβάστρινα

και περιδέραιο από μαργαριτάρια

εφτάδιπλες σειρές, για να χαϊδεύει

τον κύκνειο της λαιμό. Και μιαν ολόχρυση

κορώνα με διαμάντια κοσμημένη

που, καθώς η Ιππολύτη την εφόρεσε

στ’ ολόξανθο κεφάλι, δεν ξεχώριζες

που το χρυσάφι τέλειωνε και που άρχιζε

η χρυσαφένια κόμη της νεράιδας!

Έτσι ντυμένη, λένε, ως την αντίκρυσε

η κόρη του Τυνδάρεω, η Ελένη,

κατάλαβε −και μια χλωμάδα χύθηκε

στην πάγκαλη μορφή της− πως δεν ήτανε

ανάμεσα στις όμορφες η πρώτη!

 

 

Προηγούμενο     Επόμενο