Έτσι, ένα διάφανο πρωί, πασίχαρο,
καθώς οι Ώρες άνοιξαν τις πύλες
τ’ατέλειωτου ουρανού, για να περάσει
το φλογισμένο άρμα του Φαέθωνα,
κήρυξες σκονισμένοι φτάσαν τρέχοντας,
ως τ’ αωηλά του Ναύπλιου παλάτια
και φέρανε το μήνυμα του πόλεμου!
Λαφριά χλωμάδα απλώθη στου γερο−άρχοντα
τη γαληνή μορφή όταν εδιάβασε
τη σφραγιστή διφθέρα τη χρυσόβουλη
που απ’ τις Μυκήνες του’στελνε ο Ατρείδης.
Όμως μόνο για λίγο τούτο κράτησε
κ’ ευτύς το γέρικο κορμί του ορθώνει
ως κυπαρίσσι ορθόκορμο κι αγέρωχο
μπροστά σε μανιασμένη καταιγίδα.
Και, καθώς ξανατύλιξε τον πάπυρο
ο άρχοντας την απόφαση είχε πάρει.
Γιατί ο Πάρις την Ελένη κλέβοντας
κρυφά απ’ του Μενέλαου τα παλάτια
−τις διαταγές του Ξένιου Δία πατώντας−
όχι μόνο σε κείνου τ’ακηλίδωτο
μέτωπο, μα και σ’ όλη την Ελλάδα
της ατιμίας τη λάσπη είχε πετάξει!
Και χρέος ήταν ιερό και έτσι έπρεπε
να γίνει: οι Βασιλιάδες της Ελλάδας
να πάνε στης Τρωάδας τ’ακρογιάλια
και πίσω την τιμή τους την κλεμμένη
αντρίκια, με τα όπλα να ζητήσουνε!
Και πριν το νιο φεγγάρι να γεμίσει,
τριάντα καινουριόχτιστα καράβια
από τον κόρφο ένα πρωί κινήσαν,
μέσα στα ξύλινα κορμιά τους κλείνοντας
όλα τα νιάτα τ’Αναπλιού˙ κι ακόμα
το άνθος των ανθών, τον Παλαμήδη,
που γδικητής της προδοσιάς ξεκίνησε!