Θνητή τώρα η νεράιδα τυλιγμένη
σε σύγνεφο αυγινής χιονάτης πάχνης
που του κορμιού της έκρυβε τη γύμνια,
του Παλαμήδη πιάνοντας το χέρι
αφέθη ν’ανεβεί σε Κείνον πλάι
στου κάστρου τους τετράψηλους τους πύργους
δική του πια, γυναίκα του για πάντα!
«Χιλιάδες χρόνια ζω, είπ’ ο γερο−Τρίτωνας
το νήμα ξετυλίγοντας του θρύλου,
χιλιάδες χρόνια ζω κ’ εδώ σε τούτο
τ’αραξοβόλι, στ’ άγι ατούτα χώματα,
Φράγκοι πατήσαν άγριοι, σιδερόφραχτοι,
λεβέντες Βενετσάνοι, Καταλάνοι
ορθόστηθοι, τρανοί και το κατώφλι
των ώριων κάστρων τούτων το διαβήκαν
φυλές, η μια λαμπρότερη απ’ την άλλη.
Τα νάτια τούτα δω που σε θωρούνε
είδανε Καταλάνες πριγκηπέσσες
που σάλευεν ο νους ως τις εθώρειες!
Είδαν Δουκέσσες Φράγκες, νταντελλένιες
και τόσο αβρές πού’λεες, αν τις αγγίξεις
θα χάνονταν ευθύς. Είδαν γυναίκες
τούρκικων χαρεμιών, κουβαλημένες
από τη Μπαμπαριά κι από το Τούνεζι
από τ’ Αλγέρι κι από την ιφλίδα.
Κιρκάσιες λαμπαδόκορμες, και Ρούσες
και μελιχρές Ινδές, από του Γάγγη
φερμένες τα νερά˙ κι άλλες αντάμα
που ο νους φεγγοβολάει ως τις θυμάται!
Όμως γυναίκα σαν την Ιππολύτη
τα μάτια τούτα δω, μα τους Ολύμπιους
Θεούς, στο λέω, ποτές τους δεν ξανάδαν.
Και γάμο σαν εκείνον και ζευγάρι
αντρόγυνου σαν κείνο ή πάνω γης
οι άσωστοι ουρανοί, τα ενάλια βάθη
ακόμα δεν εφανερώσαν κι ούτε
θα φανερώσουν πια ποτές τους. Κήρυκες
φτερόποδοι, αλαφροί, κυπαρισσένιοι
−ο Δίος, ο Ταλθύβιος, ο Ευρυβάτης−
σταλθήκαν απ’ τον Ναύπλιο να καλέσουν,
στου γυιού του τη χαρά, τους Βασιλιάδες.
Κι αυτοί, σαν τον Ερμή φτεροκοπώντας
το σκήπτρο τους κρατώντας, το μαντάτο
τρέξαν και διαλαλήσαν, το χαρούμενο
σκίζοντας την Ελλάδα, από της Θράκης
τους κάμπους, ως κει κάτω στου Μαλέα
τα βράχια τ’ αφιλόξενα˙ κι ακόμα
στης Κρήτης τ’ακρογιάλια και στης Ρόδος
τους δροσερούς λειμώνες που ο Απόλλωνας
ολόλαμπρος, τη μάγα λυρα κρούει!
Κι απ’τις στεριές άρματα χρυσοστόλιστα
και στόλοι από τις θάλασσες κινήσαν
τους Βασιλιάδες τους ισόθεους φέρνοντας
που θα στολίζαν τον πανώριο γάμο.
Κι α! πως θυμάμαι, πρώτος και καλύτερος
απ’τις χρυσές κατέβηκε Μυκήνες
ο Ατρείδης, Βασιλιάς των Βασιλιάδων!
Στο χρυσοπλούμιστο άρμα του ως καθόταν,
την Κλυταιμνήστρα στο πλευρό του έχοντας,
με τον Ολύμπιο έμοιαζε το Δία!
Ηνίοχος λεβέντης εικοσάχρονος
όμοιος με τον Ερμή, τα χαλινάρια
κρατούσε των αλόγων τ’ ασημένια,
και πίσω-μπρος, φρουροί του καβαλλάρηδες
πάνω στα λαμπροστόλιστα φαριά τους
με πανοπλίες λαμπρές, μαλαμοκάπνιστες
και δόρατα που οι χάλκινες αιχμές τους
κάτου απ’τον πρωινό ελάμπαν ήλιο!
Κι ο Βασιλιάς της Πύλου, ο γέρο−Νέστορας,
ήρθε και τούτος με τη συνοδειά του
που ο Σθένελος διαφέντευε˙ κι ακόμα
άτια εκατό τρίχρονα πίσω σέρνοντας,
που σπίθιζαν, ως κάλπαζαν, οι οπλές τους.
Του Άργους ο Διομήδης ήρθε ακόμα
κι ο Τελαμώνιος Αίαντας, γιγάντιος,
που το κορμί του όσοι ονομάτισαν
καστέλι των Ελλήνων, δεν αστόχησαν!
Της Θέτιδας ο γυιός, ο Αχιλλέας,
των Μυρμιδόνων Βασιλιάς, ερχόταν,
κ’ έμοιαζε σα θεός, καθώς φορούσε
την πανοπλία που η νεράιδα μάνα του
του χάρισε, απ’ τον Ήφαιστο φτιασμένη!
Σε λίγες μέρες ήρθαν απ’ τον πόντο
της Ρόδος ο Τληπτόλεμος, το πέλαγο
σκίζοντας με το στόλο το λαμπρό του,
κι ο Ίδμωνας της Κρήτης. Τα καράβια τους
του Αργολικού τον κόρφο επλημμυρίσαν.
Στερνός, ο πολυμήχανος Δυσσέας
απ’ της Ιθάκης το νησί είχε φτάσει
μαζί του τον Τηλέμαχό του φέρνοντας
και πιο στερνός ο ισόθεος Μενέλαος
κίνησε από της Σπάρτης τα παλάτια
στολίδι έχοντας πλάι του ατίμητο
την ομορφιά της θεϊκής Ελένης.