Καθώς λαφίνα που στον ύπνο δέχεται
του κυνηγού το βέλος, έτσι Εκείνη
σύγκορμη ρίγησε κι ανατινάχτη,
κ’ ευτύς τον πέπλο της ν’ αδράξει χύμηξε,
τον πέπλο που της έδινε τη δύναμη
αθάνατη κι αθώρητη να μένει.
Τον πέπλο της που θα τη μεταμόρφωνε
σε φύσημα ζεφύρου, και στα χέρια
του ερωτεμένου βασιλιά δε θα’μενε
απ’το θεϊκό κορμί της τίποτ’ άλλο
παρά σταγόνες δροσαυγής μονάχα
και λίγη γύρη μυρωμένων κρίνων!
Τα χέρια όμως Εκείνου, σιδερένια
σφιχτά το μάγο πέπλο της κρατάνε.
Κι όταν εκείνη τρομαγμένη σήκωσε
τ’ανάβλεμμά της προς τον Παλαμήδη
κ’οι γαλανές λιμνούλες των ματιών της
στα ερέβη των ματιών του βυθιστήκαν,
όλα θολώσαν μπρος της και μονάχα
Εκείνου μόνο η μορφή η αντρίκια
απόμεινε γι’ αυτήν, να σελαγίζει
αστέρι φωτεινό μες την ψυχή της!
Και το κλειστό μπουμπούκι της καρδιάς της,
κάτω απ’ της ερωτιάρικης ματιάς του
τη θέρμη, ξαφνικά ένιωσε ν’ανοίγει
τα φύλλα του, για να δεχτεί τον ήλιο
Εκείνου, του Άντρα, που πρώτη φορά της
τον έβλεπε, μα ωστόσο είχε νιώσει
και νου της και καρδιά να εξουσιάζει!
Παράλυσαν τα μέλη της, τρεμούλα
απλώθη στο κορμί της και μια ζάλη
γλυκειά την επλημμύρισε κι αφέθηκε
στην ανοιχτή του Παλαμήδη αγκάλη
με υποταγή και πίστη κ’ εγκατάλειψη,
έτσι ως υποταζόμαστε στη Μοίρα!
………………………………………………………..
Είπεν Εκείνος:
«Είσαι πια δική μου!
Είσαι το Πεπρωμένο μου κ’ η Μοίρα˙
είσαι η αναμενόμενη που, χρόνια,
άγονα χρόνια, στείρα, καρτερούσα.
Τα παιδικά όνειρά μου, που τις νύχτες
ανέστια, μόνα, ωχρά και ρημαγμένα
την έρημο διαβαίναν τη φλεγόμενη
και την πικρή, βρήκανε καταφύγιο
στου χαμογέλιου Σου τον πράο λειμώνα.
Είπε:
Καλή μου, ω! άσε να στραγγίξω
το ηδονικό πιοτό που με κερνάει
−μετά από τόση δίψα μακροχρόνια−
ο Έρωτας, απ’ των γλυκών χειλιών Σου
τον σάρκινο πρωτόφαντο αμφορέα!
Ω! τα μαργαριτάρια των δακρύων μου άσε
ευλαβικά τώρα να τ’αποθέσω
στο ηλιοβασίλεμα των παρειών Σου!
Είπε:
Ω! της καρδιάς μου άσε τους σπίνους
που, χρόνια τώρα ζούσαν σωπαίνοντας,
να κελαηδήσουν το τραγούδι του έρωτα
ανάμεσα στους απαλούς βοστρύχους
της όμορφής Σου χρυσαφένιας κόμης!
Το πρώτο ερωτικό φιλί που Σου’δωσα
του αρραβώνα μας φιλί έχει γίνει
και τώρα πια μας δένει, αγαπημένη,
και στη ζωή μας δένει και στο θάνατο!
Ψ! την καρδιά μου ν’αφιερώσω άσε
ιέρεια στο ναό της ομορφιάς Σου!
Είπεν Εκείνη:
Τρισαγαπημένε
ώριμη οπώρα, ιδές την: η ψυχή μου
στα χέρια Σου είναι, άξιε τρυγητή μου!
Η Μοίρα η διαφεντεύτρα προς Εσένα
μ’οδήγησε˙ στα χέρια Σου έπαρέ με−
καρδιά και σάρκα είναι πια δικές Σου!
Πρώτο τ’αντρίκιο πέλμα Σου μου πάτησε
τ’ αμόλευτο το χιόνι της καρδιάς μου.
Είπε:
Εσύ, ακριβέ μου, μου τραγούδησες
του έρωτα το πασίχαρο τραγούδι
σε μουσική πρωτόγνωρη για μένα!
Κ’ είχε η φωνή Σου τ’ωκεανού το βούισμα
σμιγμένο με το θρόισμα της λεύκας.
Και Σ’αγαπώ, γιατί μέσα στα μπράτσα Σου
τα δυνατά, ένιωσα να ξυπνούνε
άγνωρές μου ως τώρα επιθυμίες!
Είπε:
Ακριβέ για μένα είσαι ο πλάτανος
που γέρνει τώρα, σύσκιος, πάνωθέ μου
κ’εγώ η καλαμιά η λυγερόκορμη
που κάτω από τον ήσκιο Σου θα ζήσω!
Νογάω, ειν’ η στιγμή μεγάλη, Κύρη μου!
Πάνω απ’τη δόξα την πριγκηπική μου
και πάνω από πορφύρες κι από στέμματα
κι από των ξωτικών τον κόσμο πάνω,
στέκεις ΕΣΥ, ο άντρας κι ο αφέντης μου
και κάτω από τον άγραφο το νόμο
μιας θείας προσταγής θα υπακούσω!
Δος μου τον πέπλο˙ τώρα δε φελάει!
και μπρος σε Σένα Κύρη μου, απαρνιέμαι
τα ξωτικά θαλασσινά παλάτια μου.
Κοντά Σου με τη θέλησή μου μένω,
λύπη μου ή λύπη Σου είναι˙ και χαρά μου
κάθε χαρά δική Σου, Παλαμήδη!»
Είπε: και το κρινένιο χέρι απλώνοντας
ρίχνει το νεραϊδόπεπλο στο κύμα
που μια στιγμή τον κράτησε μονάχα
κ’ ύστερα στο βαθύ βυθό τον έσυρε.
Κι απά στο κύμα τώρα πια είχε μείνει
ένα στεφάνι ρόδων˙ τίποτ’ άλλο!