ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΡΥΛΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Το Παλαμήδι είναι ένας πελώριος βράχος που διαφεντεύει από αιώνες τη μικρή γκρίζα πολιτεία, που βρίσκεται ξαπλωμένη στα ριζά του.
Τα δειλινά ‒την ώρα αυτή θυμούνται‒ αυτός ο πετρένιος γίγαντας ανασαίνει τους θρύλους του, πλημμυράει με αυτούς την πολιτεία κι’ όλοι όσοι κατοικούμε πάνω σ’ αυτά τα παλιά χώματα ξεχνάμε ‒θέλουμε να ξεχνάμε‒ το Σήμερα και τυλιγόμαστε θεληματικά στ’ όνειρο του Χτες. Ετσ’ είμαστε εμείς.
Και λοιπόν, οι δυο μας, όσες φορές, ανεβαίνοντας τα 999 σκαλιά του Παλαμηδιού, σεργιανίζαμε πάνω στα μπεντένια, τα κάστρα του, πέφταμε στην ίδια Αναπλιώτικη μοίρα, της νοσταλγίας των παλιών.
Μόνο που, προχωρώντας πέρα απ’ τα Βενετσάνικα και τα Τούρκικα χρόνια, αφήναμε τη φαντασία να πλανηθεί πολύ πιο βαθειά, πέρ’ από τους ορίζοντες του υπαρκτού, σε καιρούς που τους τυλίγει πηχτή η καταχνιά του θρύλου.
Και τότε μπροστά μας πρόβαινεν αχνή η μορφή του Παλαμήδη, του σοφού Αναπλιώτικου Βασιλόπουλου, του γιου του Ναύπλιου. Σάλευεν αργά τ’ αέρινα χείλη του και μας μιλούσε.
Κι έλεγε ‒ ήτανε τόσο βαθιά κι απόκοσμη η φωνή του που μόνο εμείς τη νιώθαμε ‒ για την Τρωική την εκστρατεία που πήρε μέρος μαζί με τους άλλους Βασιλιάδες της Ελλάδας. Για τον πανούργο τον Οδυσσέα και την αμάχη του για τ’ ώριο το Βασιλόπουλο που, ξεσκεπάζοντας την τρέλλα του την ψεύτικη, τον έφερε άθελά του στο σάλαγο της μάχης στην μακρυνήν εκείνη χώρα. Κι ακόμα για το πως ο Οδυσσέας, μας μιλούσε, του’στησε πλεχτάνη βάζοντας στη σκηνή του ψεύτικα χαρτιά και κατηγορώντας τον πως προδίνει το στρατόπεδο τους Τρώες.
Κι’ ύστερα πώς ‒εδώ λαφρότρεμε η φωνή‒ έπεσε δίχως βόγγο κάτου από τα λιθάρια που του’ρριξαν χέρια αδερφικά και πότισε με τ’αθώο αίμα του της Τρωάδας την αφιλόξενη γη.

………………………………………………………………………………………………………………………………….

Κι εμείς ακούγαμε, ακουμπισμένοι σ’ένα βράχο ή σε μια ντάπια Βενετσάνικη. Ακούγαμε, με μάτια λουσμένα από έκσταση….
Πολλά δειλινά γίνηκε τούτο. Κι όταν αργά τα βράδυα κατηφορίζαμε, μέσα μας η μορφή του Ρηγόπουλου γιγάντωνε και μας πλημμύραε τα στήθη σα θάλασσα πλατειά κι’ αγριεμμένη.
Κι αγάλια‒αγάλια Εκείνος πήρε σάρκα από τη σάρκα μας και ξεδίψασε από το αίμα μας και τρισπελώριος γίνηκε και μια νυχτιά πολεμική κι’ αφέγγαρη, χύθηκε στο χαρτί, μπροστάρης σ’ ένα μακρύ πρωτόφαντο χορό της λεβεντιάς και της Θυσίας κι’ οι εντακασύλλαβοι σμιλεύτηκαν και ‒μη ρωτάτε πια το πώς!‒ γράφτηκε ο «Παλαμήδης»!

 

Προηγούμενο     Επόμενο