ΝΥΧΤΕΡΕΜΑ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ: ΤΟ ΦΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ

Το χιονόνερο ολημερίς δεν είπε να σταματήσει.
Πριν δυό-τρεις ώρες σώπασε κι απλώθηκε μια μουγκάδα σ’όλο το Ανάπλι, που προμηνάει το χιόνι.
Απόψε, παιδιά μου είναι παραμονή τ’άη Γαννιού.
Και -για τηράτε σύμτωση!- αύριο, σαν αύριο θα’χε τη γιορτή του ο Κόντες.
Και μεις, απόψε, θα μιλήσουμε για το φονικό του!
Μυστήρια πράματα!
Ελάτε πιο κοντά. Έτσι, ολοτρόγυρα στο τζάκι.
Ιδέστε τα κουτσούρια -είναι κουτσούρια ελιάς, που μου τα’στειλε ο κουμπάρος μου από το Κρανίδι- τι όμορφα που λαμποκοπάνε.
Και, δέστε εδώ! Απόψε η Ιππολύτη μου, μου’φερε και το ναργιλέ μου, με πατημένο μυρουδάτο τουμπεκί -πεσκέσι και τούτο από το Γκέρμπεσι.
Κι η εγγόνα μου, που ξέρει δα το μεράκι μου και το πάθος, μου τον έφερε τώρα, ξαφνικά, για να μου κάνει χαρούμενη έκπληξη.
Ας είναι καλά….
Το λοιπόν, Αναστάση, γράφε.
Κι εσείς οι άλλοι ξοδιάστε ολάκερη την προσοχή σας κι ακουρμαστείτε κείνα οπού’γιναν, κείνη την Κυριακή -τη Μαύρη Κυριακή!- στις εικοσιμιά Σεπτέμβρη του τριάντα ένα.

….

Πριν αρχέψω να διηγιέμαι τούτη την πικρή σελίδα της ιστορίας μας, θα σας γυρίσω, παιδιά μου, μερικά χρόνια πίσω.
Τότες που ο Κόντες ήτανε μπιστεμένος στη δούλεψη του Τσάρου της Ρουσίας, βρέθηκε μια μέρα -μια Κυριακή ανοιξιάτικη ηλιοπερίχυτη- να κάθεται, με μεγάλη παρέα, σε μια καφετέρια, εκεί στο Πράτερ της Βιέννης.
Και, εκεί, που λέτε, τόνε ζυγώνει μια Τσιγγάνα και του γυρεύει επίμονα να διαβάσει τη μοίρα του , στην απαλάμη του χεριού του.
Κείνος γέλασε.

-“Γιατί, λέει. Γιατί ήρθε σε μένα, λέει. Εγώ και γέρος είμαι -ιδές γύρω μου πόσα Νιάτα ανθούνε!- και χρήμα δεν έχω να πλερώσω τη δούλεψή σου. Σύρε πιο κάτω, κυρά μου!”-

-“Όχι, όχι! επιμένει κείνη, παρακαλεστικά!…
Τη Μοίρα την εδική σου να ιδώ, με πρόσταξε απόψε το γαίμας μου το τσιγγάνικο. Και μάειδε το χρήμα σου θέλω και γνοιάζομαι.
Το χέρι σου δός μου!
Όχι, όχι τούτο!
Το ζερβί το χέρι! Της καρδιάς το χέρι!
Εκείνο ψέμματα ποτές δε μολογά!”-

Είναι επίμονη, σαν αλογόμυγα, τούτη η γύφτισσα.
Τα μάτια της λάμπουνε.
Ο Κόντες, σα μαγεμένος από τη ματιά της τη φεγγόβολη, απλώνει την απαλάμη του.
Και κείνη πια, αφού διαβάσει προσεχτικά κι αλαίμαργα την απαλάμη του Καποδίστρια, μολογάει τούτα τα προφητικά λόγια:

-“Άει, άει, αφέντη μου! Έτσι λέω κι αλήθεια λέω! Σ’ ενός τρανού της Οικουμένης βρίσκεσαι τη δούλεψη, με το ζορμπί σου και την αξιοσύνη σου! Μα, ταχιά και σύνταχα, αφέντη μου, τούτη τη θέση θα κλωτσήσεις θεληματικά.
Κι απέ Μεγάλη Πόρτα θα διαβείς κι ενός λαού, τρανού λαού μα πολυπαιδεμένου, μπροστάρης θα γενείς.
Κεσέμι του.
Έτσι! Έτσι θα γενεί κι αλήθεια λέω!”-

Όλοι στη συντροφιά, γυναίκες κι άντρες, κρατάνε την ανέσα τους.
Σωπαίνουνε…
Και, να που τώρα -κρατώντας πάντα στηλά τα μάτια της πάνω στην απαλάμη του Καποδίστρια, η Τσιγγάνα ξεσπάει σε λυγμό και μοιρολόι.

-“Αλλί μου! Αλλί και τρισαλλί της έρημης, λέει βογγώντας η Τσιγγάνα. Τι βλέπω, η κακορίζικη, αφέντη μου! Ετούτη του χεριού σου η γραμμή, της ζήση σου η γραμμή, να’τηνε που πάει να κοπεί από το δρεπάνι του Χάροντα.
Συ! Συ μονάχα μπορείς να το προκάνεις τούτο το θανατικό, κερδίζοντας και τη δική σου ζήση κι ενός λαού την προκοπή, οπού μαζί σου θα’ναι επιζωής δεμένος.
Τ’ακούς αφέντη μου; Εγώ, η Ίρμα η τσιγγάνα σου το λέω! Κι αλήθεια λέω!”

Τρογύρω, ολονών τα χείλη έχουν πανιάσει.

-“Και, πως; Πως, λέει τώρα ο Καποδίστριας.
Πως θα ξεφύγω τούτο δω το θέλημα της Μοίρας;
Ξεφεύγει κανείς τη Μοίρα του;”-

Η Τσιγγάνα μένει για λίγο αμίλητη.
Ύστερα.

-“Τήνε ξεφεύγει, αν το θέλησει, κάποτε.
Και συ μπορείς να την ξεφύγεις.
Μονάχα να τηράξεις σύνταχα, Κόντε Κυβερνήτη μου! (Ναι! έτσι το’πε Λέξη καμμιά δεν παραλλάζω: Κόντε Κυβερνήτη! είπε) Να τηράξεις σύνταχα, πριχού ειν’αργά για σένα, να μάθεις τη γλώσσα των σκυλιών!”

Κι όταν ο Κόντες την αρώτησε:

-“Και συ, Τσιγγάνα, που καυχιέσαι πως ξέρεις τα μελλούμενα, την εδική σου Μοίρα τήνε ξέρεις;”-

-“Τήνε ξέρω”, λέει η Ίρμα.

-“Και ποια είναι;”

-“Εγώ; Εγώ, αφέντη μου, θα πνιγώ, μέσα σε μια λιμνούλα κόκκινη!”

….

Και γένηκε!
Τ’άλλο πρωί -έξω από το ξενοδοχείο του Καποδίστρια τη βρήκανε νεκρή.
Σκοτωμένη.
Γύρω από το πτώμα της, το γαίμας σχημάτιζε, πάνω στο λιθόστρωτο, μια κόκκινη λίμνη!….

….

Έτσ’ είπε, αναπλιωτάκια μου, κείνη την Κυριακή, στο Πράτερ της Βιέννης, η άγνωστη τσιγγάνα.
Και, να που τώρα,Κυριακή πρωί -στις εικοσιεφτά, λέμε του Σεπτέμβρη του τριανταένα- καθώς ο Καποδίστριας βγαίνει από το Κυβερνείο, για να πάει στη λειτουργία, στον Άη Σπυρίδωνα, ο Ποσειδώνας, το μικρό σκυλάκι του, το τόσο ήμερο και χαδιάρικο, σήμερα άλλαξε χαβά.
Ορμάει, ευτύς που τον αντίκρυσε -λες κι ήτανε λυσσασμένο- πιάνει με τις δαγκάνες του τη ρεντικότα του Κόντε και τόνε τραβάει προς τα μέσα, μποδίζοντάς τον να δρασκελίσει τη θύρα.
Αλλόκοτο… πολύ αλλόκοτο είναι σήμερα το σκυλί του Κυβερνήτη!…
Μάταια η Κλειώ, η καμαριέρα το τάγισε και το κανάκεψε.
Μάταια ο Κοζώνης ο “κουλός”, ο πιστός σωματοφύλακας του Κυβερνήτη, το καταχέρισε.
Εκείνο, εκεί…. να ορμάει, έξαλλο, να γαυγίζει, να δαγκώνει τον Κόντε και, μπαίνοντας μπροστά, να τον μποδίζει να διαβεί την ξώθυρα…
Ο Καποδίστριας, ξεχνώντας την προφητεία της Τσιγγάνας, βγήκε στο δρόμο, ακολουθώντας το Πεπρωμένο του.
Δε μπόρεσε -αλί του!- να μάθει τη γλώσσα των σκυλιών!

…..

Και προχώρησε, έχοντας πίσω του τους δυό σωματοφύλακές του το στρατιώτη Δημήτρη Λεωνίδα και τον μπιστεμένο του, το Γιώργο Κοζώνη, τον “κουλό”, που ακολούθαγε πάντα, σα σκιά τον Κυβερνήτη.
Καθώς έφτασε στη μικρή πλατεία, είδε… τους είδε! -τους δυό Μαυρομιχαλαίους -θείο κι ανιψιό- να στέκονται εκεί, τάχατες για να τόνε χαιρετίσουνε.
Και… κατάλαβε!
Και, για μια στιγμή, μπροστά στο σπίτι του Υπουργού Στρατιωτικών, του Ρόδιου, σκέφτηκε να σταθεί εκεί. Να δρασκελίσει του υπουργού τη θύρα.
Να γλιτώσει. Όμως…. θα’χετε ακουστά το παλιό ρητό: “Το φιλότιμο έφαγε τον Κυβερνήτη!” -δεν το’πραξε. Ίσως και να μην το πίστευε πως οι Μαυρομιχαλαίοι θα’φταναν ώσαμε το φονικό!
Το’χε πει εξάλλου, στον Πρέσβη της Ιγγλιτέρας, το Δόνκινς:

-“Φοβάμαι για τη ζωή σου, Κόντε μου, είπε ο Ιγγλέζος. Οι Μαυρομιχαλαίοι το’σκασαν από τη φυλακή και γυρεύουν γδικιωμό για την πόμπεψη του Μπέη!”-

Ο Κυβερνήτης γελάει.

-“Σύχασε, καλέ μου Δόνκινς! λέει. Ο Θεός με προστατεύει! Δε θα τολμήσουν! Θα σεβαστούνε τ’άσπρα μου μαλλιά!”…

….

Τώρα όμως πια, ήταν αργά!….
Ένα – ένα, τα βήματά του, καθώς πλησίαζε στην εμπατή της εκκλησιάς, τόνε φέρνανε, όλο και πιο κοντά, στο δρεπάνι του Χάροντα….
Τώρα, τα πράμματα πήρανε τη γρηγοράδα της αστραπής!…
Εκείνοι οι δυό, πρώτα προσπέσαν, τάχα να χαιρετήσουνε τον Κόντε.
Κι αμέσως μετά…
Ο Κωνσταντής σέρνει το μπαλαρμά του και τραβάει δυό κουμπουριές στο κεφάλι του Κυβερνήτη. Ενώ, την ίδια στιγμή, ο Μπεηζαντές μπήγει δυό φορές την κάμα του στην κοιλιά του Κόντε.
Κείνος πια, δίχως να βγάλει μιλιά, σωριάζεται καταγής, νεκρός!…
Καθώς ο Κωσταντής, μετά το φονικό, τρέχει να φύγει, μπλοκάρεται απ’ τον Κοζώνη, που του φυτεύει ένα βόλι στο πόδι.
Και τούτος τώρα, πληγωμένος σκοντάφτει…
Ο “κουλός” τόνε προφταίνει και του κοπανά το κεφάλι, με το πίσω μέρος του μπαλαρμά του.
Τούτο ήταν….
Το μανιασμένο πλήθος χιμάει ευτύς πάνω σε τούτο το σωριασμένο κορμί και το σπαράζει κατακρέατα. Το σούρνει, βρίζοντας και φτύνοντας, ώσαμε την “Πλατεία του Πλατάνου” και ξακολουθάνε να το χτυπάνε με λύσσα.
Ο Κωσταντής λέει το λόγο το στερνό:

-“Μωρέ, δε βρίσκεται κανένα παλικάρι να μου δώκει μια μπιστολιά!”-

Τούτον το λόγο λέει ο Κωσταντής και την ίδια στιγμή το μούτρο του παίρνει την ειδή του θάνατου!…

….

Όσο για τον άλλο, τον αγγελόμορφο Μπεηζαντέ, το Γιωργάκη, ετούτος, μωρέ παιδιά μου, είχε τύχη τρισχειρότερη από το μπάρμπα του.
Τούτος, ρίχνει χάμου το μαχαίρι του το μαυρομάνικο κι αρχεύει να τρέχει δυτικά, κείθε προς τη ντάμπια του Μόσχου.
Φτάνοντας εκεί, στέκεται, αναποφάσιστος, για μια στιγμή στην πλατέα των “Πέντε αδερφιών”, ρίχνει μια ξώφαλτση ματιά στο φοίνικα, οπού’χε φυτέψει ο Καποδίστριας, κι απέ πισογυρνάει, σαλτάρει στην αυλή του σπιτιού του Συνταγματάρχη Βαλλιάνου και, σκαρφαλώνοντας τη μάντρα, πέφτει στον κήπο της γειτονικής Γαλλικής Πρεσβείας, να γυρέψει άσυλο.
Ανεβαίνοντας, τρεχάτος, τα σκαλιά της Πρεσβείας, απανταίνει ένα Γάλλο Συνταγματάρχη, τον Πελλιόν.
Τότε, βγάνει από το σιλάχι του τα όπλα του και, παραδίνοντάς του τα, του λέει:

-“Παραδίνω τα όπλα μου στη Γαλλία. Ο Τύραννος δε ζει πια! Έπεσε, από του μπάρμπα μου τα χέρια, μα κι από τα δικά μου. Άσυλο γυρεύω!”.

…..

Τότες, λένε, ο Αμπασαντόρος της Φράντζιας θέλησε να τον φυγαδέψει το φονιά. Να τόνε μπαρκάρει σε καράβι Φραντζέζικο και να τον στείλει, ποιος ξέρει που.
Όμως, στο μεταξύ, ο φρενιασμένος λαός, που κατάλαβε πως ο Μπεηζαντές βρίσκεται μέσα στην Πρεσβεία, μαζεύτηκε από κάτω και, σα λυσασμένος, γύρευε να του παραδώσουνε το φονιά του Κυβερνήτη.

-Ή μας τον παραδίνετε ή βάνουμε φωτιά στην Πρεσβεία, ωρυόταν το πλήθος. Κι όλο πύκνωνε απειλητικά, γυρεύοντας γαίμας για το γαίμας!

Ώσπου φτάνει ο Φρούραρχος του Αναπλιού, ο Συνταγματάρχης Αλμεΐδας, σκίζει το πλήθος, ανεβαίνει στην Πρεσβεία και γυρεύει από τον Αμπασαντόρο να του παραδώκει το φονιά.
Κι όταν εκείνος κάνει ν’αρνηθεί, τόνε πιάνει από τον ώμο, τόνε τραβάει στο παράθυρο και του δείχνει το πλήθος, οπού τοιμάζεται να βάλει φωτιά στο χτίριο.

-“Το βλέπεις και μονάχος σου! λέει ο Αλμεΐδας. Τι καρτεράς και τι καθυστερείς;
Κ΄θε λεφτό οπού διαβαίνει, μυρίζει θάνατο! Δος μου το φονιά του Κυβερνήτη μας!
Δε στόνε γυρεύω, ατός μου!
Η Κυβέρνηση τόνε γυρεύει. Εκείνη μ’έστειλε και θα τόνε δικάσει με το Νόμο!”

Ο Αμπασαντόρος έριξε πάλι τη ματιά του στο δρόμο.
Ο οργισμένος λαός μάζευε τώρα φρύγανα και ξύλα.
Σε λίγο η φωτιά θα λαμπάδιαζε, τυλίγοντας το χτίριο στις ανεχόρταγες φλόγες της!
Και -τι να’κανε;- τόνε παράδωκε το Μπεηζαντέ!…
Τρυγυρισμένο από δυνατή φρουρά, τόνε πήγανε πρώτα στο Μπούρτζι κι απέ -τη νύχτα- τον ανεβάσανε στο Ιτς-Καλέ και τόνε βάλανε στα σίδερα…

Ο Μεγάλος Νεκρός, ανάμεσα στ’αναφυλλητά του κόσμου και στις κατάρες για τους φονιάδες, μεταφέρθηκε στο Κυβερνείο.
Εκεί, οι γιατροί του κάνανε νεκροψία κι απέ ο Σπετσέρης του Αναπλιού, ο πρώτος οπού άνοιξε φαρμακείο στην Ελλάδα -ο Βονιφάτιος Βοναφίν- που, γι’αυτόν νομίζω σας έχω κι άλλοτε μιλήσει- καταπιάστηκε, πετρώνοντας τη σπαραγμένη καρδιά του, να μπαλσαμώσει το Κορμί του Μεγάλου του φίλου.
Το πώς το’κανε το μπαλσάμωμα κείνος ο πεντάσοφος επιστήμονας, δε γνωρίζω.
Όμως, όταν ο νεκρός μεταφέρθηκε στη Μητρόπολη, για να τον προσκυνήσει ο λαός, έμοιαζε, λένε, σα να κοιμότανε…
Σα να μην τον είχε αγγίξει το φιλί, το παγωμένο, του Χάροντα.
Ύστερις από χρόνια πολλά, η Μούσα η Αναπλιώτικη, έγραψε, για τούτον, ένα σπαραχτικό τραγούδι.
Να’το! Το’χω εδώ, ανάμεσα στα χαρτιά μου κι ακούστε το:

-Σα δρυ, από χέρι μαύρου ξυλοκόπου,
έπεσες, του Χινόπωρου την ώρα.
Εσύ, που για χατήρι αυτού του τόπου,
δωκες της καρδιάς Σου τον ιχώρα!

….

Ψυχές που τις ετύφλωνε το πάθος
και χέρια μιαρά και πατροκτόνα
το νήμα της ζωής Σου κόψαν· λάθος
και στίγμα που θα μένει στον αιώνα.

….

Τώρα, μπροστά στης σφαίρας το σημάδι
και, μπρος στ’Αγιο Σπυρίδωνα την Πύλη
της νύχτας το βαθύ, πηχτό σκοτάδι
σκίζει το φως τ’αχνό απ’το καντήλι.

….

Που καίει μπροστά στη νοερή Σου σκήτη-
Σε Σένα, που, του Χρέους την ιερή δάδα
την κράτησες ψηλά, ω, Κυβερνήτη!
Και κλαίει για το χαμό σου η Ελλάδα!…

….

Ο φόνος κείνου του Κόντε -τώρα, οπού τα πράματα τα θωρρούμε με μάτι γαληνεμένο και ξάστερο μυαλό- ήτανε, παιδιά μου η πιο μεγάλη συφορά οπού γένηκε στην πατρίδα μας.
Τούτος το’χε βάνει βουλή -και θαν το’κανε!- να μας κάνει όλους Ευρωπαίους, μια κι οι γνωριμιές του στην Ευρώπη ήτανε πολλές κι είχε πάρε-δώσε με πρόσωπα τρανά.
Σε λίγα χρόνια μέσα, η, ως τα χτες, άγνωστη Ελλαδίτσα μας, θα γινότανε -από τότε- κράτος Ευρωπαϊκό και θα χαιρότανε τα αγαθά του πολιτισμού και της λευτεριάς, μαζί με όλα τα μεγάλα Βασίλεια της Ευρώπης.
Όμως, το μαυρομάνικο του Μπεηζαντέ κι ο μπαλαρμάς του Κωσταντή Μαυρομιχάλη, πισωγύρισαν πολλά χρόνια πίσω όλα τούτα.
Ακόμα και κάτι άλλο.
Το χτικιό της Φυλής μας, η Διχόνοια, με το χαμό Εκείνου ζωντάνεψε πάλι κι άρχισε να τυλίγει τους απλοκαμούς της στο κορμί της Πατρίδας!….

….

Παιδιά μου! Αντέχει η καρδιά σας η τρυφερή ν’ακούσει να σας μολογήσω και για την εκτέλεση κείνου του λεβέντη Μανιάτη, του Γεωργάκη του Μπεηζαντέ;
Ε, μιας και το πεθυμάτε, ακούστε το:
Ετούτος, το λοιπόν, δικάστηκε σε θάνατο!
Και, μονάχα τούτο;
Η απόφαση του Δικαστηρίου έλεγεν ακόμα πως, πριχού τόνε τουφεκίσουνε, να τόνε πιλατέψουνε κόβοντάς του το χέρι το δεξί, σαν πατροκτόνος όπου ήτανε!
Μάλιστα! Μάλιστα!
Ευτυχώς, τη στιγμή την ύστερη, μπήκε στη μέση ο αδερφός του Κυβερνήτη, ο Αυγουστίνος, και τούτη η καταδίκη σβήστηκε.
Στις δέκα του Οχτώβρη του τριανταένα, τόνε φέρνανε συνοδειά το λεβέντη -όπου άξιζε καλύτερη τύχη!- και τόνε στήσανε σ’ένα αλώνι, πλάι στης “Στεριάς την Πόρτα”. Έτσι, που, ο κατάδικος πατέρας του, ο Πετρόμπεης, να τόνε θωρρεί από το παραθύρι της φυλακής του, στο Ιτς Καλέ.
Δε λύγισε -όχι!- μπροστά στις μπούκες των ντουφεκιών, το αρχοντόπουλο της Μάνης μα που’χεν αγγέλου ειδή!
Δε λύγισε!
Στάθηκεν εκεί, ολόρθος, βεργολίγερος, σα Δαμάσκο σπαθί!
Δε δέχτηκε μάειδε τα μάτια να του δέσουνε!
Χαιρέτισε από μακριά το γέρο του με το χέρι, στερνό χαιρετισμό.
Απέ, αφού, γυρίζοντας στο πλήθος, είπε:

“Ομόνοια, αγάπη!”, φώναξε ο ίδιος: “Πυρ!”

Με μιας οχτώ βόλια μπήχτηκαν στο πάγκαλο κορμί του και το φως βασίλεψε στα μεταξένια του γλέφαρα…
Τούτο ήτανε κι άλλο δε λέω.
Γιατί και τα δικά μου -μα και τα μάτια τα δικά σας, βλέπω!- βουρκώσανε!
Αντέστε, το λοιπόν, να κοιμηθείτε!
Αύριο πάλι θα ξετυλίξω μπροστά σας το κουβάρι τ’αποδέλοιπο της ιστορίας μας!
Καλόν ύπνο!

 

Προηγούμενο   Επόμενο