ΝΥΧΤΕΡΕΜΑ ΔΩΔΕΚΑΤΟ: ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ

Καλησπέρα σε όλους σας!
Επιτέλους, παιδιά μου, ξαστέρωσε κάποτε κι ο ουρανός για την πατρίδα μας!
Δεν είχε προλάβει να σβήσει ο γλυκός απόηχος από τη νίκη του Ναυαρίνου κι ακούστηκε -κι αναγαλλιάσαν οι καρδιές!- το Μεγάλο Μαντάτο: έρχεται ο Καποδίστριας!
Τούτος ο Μεγάλος Κόντες, οπού θυσίασε τα πάντα: θέση περίβλεφτη, χρήματα κι οφίκια για την Ελλάδα, πήρε -πικρό αντίδωρο- το φριχτό φονικό, από χέρια πατροκτόνα κι από καρδιές οπού τις τύφλωνε το πάθος του γδικιωμού.
Εκλεγμένος -στη Συνέλευση της Τροιζήνας- σαν Κυβερνήτης της Ελλάδας, ο Καποδίστριας, δεν αμόλησε το χρέος του.
Πριν κατέβει εδώ κάτω, μάζεψε όσα χρήματα δυνήθηκε από τους πατριώτες μας, οπού βρίσκονταν εγκαταστημένοι στη Ρουσία, βάζοντας -πρώτος αυτός- πενήντα χιλιάδες φράγκα -ό,τι είχε και δεν είχε!
Απέ, τριγυρνώντας τις ξένες αυλές, διακόνεψε όβολα για την πατρίδα. Από την Ιγγλιτέρα και τους Φραντζέζους.
Ύστερις -κι αφού αναπαύτηκε λίγο στον Αγκώνα της Ιταλίας- μπήκε σ’ένα Ιγγλέζικο δίκροτο -“Γουώρσπάιτ” το λέγανε- και, συνοδευάμενος από’να Ρούσικο και Φραντζέζικο καράβι, έφτασε στην ελεύτερη Πατρίδα!

….

Το τι γένηκε στο Ανάπλι, παιδιά μου, μόλις τούτος ο Κόντες πάτησε το ποδάρι του στο μουράγιο του Αναπλιού, δε δύναμαι να σας το περιγράψω!
Μπαίνοντας τα τρία ξένα καράβια σηκώσανε πάνω στ’άρμπουρα τη γαλανόλευκη, ενώ στα κάστρα, οπού’ριχναν μπαταριές, κυμάτιζαν οι παντιέρες των Μεγάλων Δυνάμεων. Κείνων, οπού, οπού με τη Ναυμαχία στο Ναυαρίνο, στεριώσανε τον δίκιο αγώνα μας.
Ήτανε τέτοια, τόσο σεβαστικά κι επιβλητικά.
Μα ακόμα, τόσο ήμερο και πατρικό το πρόσωπο του Κυβερνήτη, που οι καρδιές ημέρεψαν κι η Διχόνοια χάθηκεν εφτύς στον αγύριστο.
Να σκεφτείτε πως, τόσο και τέτοιο σεβασμό είχε η μορφή του Κυβερνήτη, οπού λύγισε και το πείσμα το μουλαρίσιο του Θοδωράκη Γρίβα.
Δίχως προειδοποίηση καμιά, οι Αναπλιώτες τον είδανε -και δεν πιστεύανε στα μάτια τους! -να κατεβαίνει από το Παλαμήδι, να γονατίζει -αυτός ο ζορμπαλής, οπού μάειδε στην Παναγιά γονάτισε ποτές του!- μπροστά στον Καποδίστρια και -φιλώντας του τα χέρια- ναν του παραδίνει τα κλειδιά του απροσμάχητου Κάστρου!…
Το ίδιο έπραξε κι ο αντάρτης φρούραρχος του Ιτς-Καλέ, ο Στράτος.
Και τούτα όλα τα όμορφα γένηκαν στο έμπα του Γενάρη του εικοσιοχτώ!….

….

Ο Καποδίστριας, αφ’όντας πάτησε το πόδι του στο Ανάπλι, έβαλε μπρος το μεγάλο έργο οπού’χε στους στοχασμούς του.
Έκανε… και τι δεν έκανε!, στα λίγα χρόνια οπού’μεινε, πριν τον θερίσει το δρεπάνι του Χάροντα!
Στέριωσε τη Δικαιοσύνη, ιδρύοντας το πρώτο Δικαστήριο και διόρισε Γενικό Γραμματέα της Επικρατείας έναν τρανό αναπλιώτη, τον Σπυρίδωνα Τρικούπη.
Έφτιαξε την πρώτη Σχολή των Ευελπίδων.
Στέριωσε Ορφανοτροφείο κι “Αλληλοδιδαχτικό Σχολείο”.
Συγκαιρινά άρχισε να χτίζει το Κυβερνείο, με δικά του έξοδα.
Και, εκεί, κάτω από την Ακροναυπλία, μεγάλο Στρατώνα, για τον ταχτικό στρατό. Και στο Άργος στρατώνες για το ιππικό.

…..

Αμή, τώρα που το θυμήθηκα, θα σας μιλήσω για ένα πράμα γουστόζικο, έτσι, να πούμε σαν το αλάτι, οπού το ρίχνουμε για να νοστιμίσει το φαΐ:
Όλοι σας, βέβαια έχετε -και ειπωμένα και ακουστά- την κουβέντα την αλλόκοτη “άρτζι μπούρτζι και λουλάς”.
Ξέρετε, όμως, το πούθε έχει την πηγή της τούτη η κουβέντα, όπου φαίνεται ακαταλαβίστικη;
Όχι; Μάειδε και συ, μωρέ Αναστάση γραμματιζούμενε;
Ε, να, το λοιπόν. Από δω, από το Ανάπλι μας, κρατάει η σκούφια της.
Κι ακούστε το πώς:
Όντας ο Κυβερνήτης έφτιασε πια ταχτικό στρατό, κάλεσε κοντά του όλους τους οπλαρχηγούς του αγώνα και τους είπε: “Τώρα, παιδιά μου, η Πατρίδα μας λευτερώθηκε -χάρη στη λεβεντιά σας και την αξιοσύνη σας! Τώρα όμως, οπού γενήκαμε Κράτος επίσημο, με ταχτικό στρατό, παύει πια το αρματωλίκι και το καπετανιλίκι. Το κράτος -τιμώντας τα όσα πράξατε για κείνο- θα σας δώκει τις τιμές οπού αξίζετε. Μα και σεις, πρέπει τώρα να ρίξετε τ’άρματα και να γενείτε οι φιλήσυχοι και ομοταγείς πολίτες του!
Και τότε, λένε, ένας από δαύτους τους καπετανέους του Αγώνα, σηκώθηκε και είπε -μισοσοβαρά μισοαστεία: “Αχ, Κόντε Κυβερνήτη μου, πες μου πως μπορεί αν συνταιριάζουνε τούτα τα δύο τα αντίθετα; Πάει τώρα σε μας Αρκεβούζι και Λουλάς;”-
Αρκεβούζια, λέγανε τότες τα όπλα, τα ντουφέκια. Και λουλάς ήτανε, να πούμε ο ναργιλές -σαν ετούτον εδώ που’χω κι εγώ- που τόνε φουμέρνανε τότε στους καφενέδες.
Και, βέβαια, το παράπονο του πολεμιστή ήταν πως δεν συμβιβάζεται το αρκεβούζιο του αγωνιστή με το λουλά του καφενόβιου χασομέρι….
Ε, από τότες, η έξυπνη τούτη κουβέντα έμεινε να τήνε λένε στο Ανάπλι.
Και, περνώντας τα χρόνια, άλλαξε μορφή. Το “αρκεβούζι και λουλάς” άλλαξε στο ακαταλαβίστικο “άρτζι μπούρτζι και λουλάς!” Και γέμισε όλη την Ελλάδα!

….

Έφτιασε και Γεωργική Σχολή στην Τίρυνθα.
Και ακόμα -επειδής πολλοί αγωνιστές βρίσκονταν δίχως στέγη και καταφυγή- τους έχτισεν εκεί, λίγο πιο έξω από το Ανάπλι, ένα συνοικισμό.
Ν’απαγγιάζουν εκεί και να βρίσκουνε ζεστασιά, εκείνοι οπού’χυσαν το γαίμας τους, για να γίνει λεύτερη η Ελλάδα!…

….

Την ώρα που γινόντουσαν όλα τούτα τα όμορφα και τα νοικοκυρεμένα, ο Φραντζέζος στρατηγός Μαιζώνας και οι στρατιώτες του, διώξανε με τις μπαγιονέτες τους και τα στερνά λείψανα των ασκεριών του Μπραήμη και κυρίεψε και τα κάστρα Μεθώνης και Κορώνης, του Ναυαρίνου και της Αχαγιάς.

….

Ελάτε! Ελάτε κοντά μου, Αναπλιωτάκι, όπου στις φλέβες μας κυλάει το ίδιο γαίμας.
Ελάτε να σας δείξω κάτι, οπού το φυλάγω σαν “κόρη οφθαλμού!”
Ξέρετε τ’ είναι τούτο το νόμισμα;
Είναι ένα από τα πρώτα οπού’κοψε ο Κυβερνήτης στο “Εθνικό Νομισματοκοπείο” που ετούτος στέριωσε.
Για τηράτε: Από τη μια μεριά γράφει: Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας κι έχει το πρόσωπο του Κόντε.
Από την άλλη γράφει: “Ελληνική Πολιτεία” κι έχουνε σκαλίσει δυό φυτά σημαδιακά: το Φοίνικα και την Ελιά!
Για σκεφτείτε! Για σκεφτείτε!
Χαρές οπού θα κάνανε οι Έλληνες!
Οι μέχρι τα χτες σκλάβοι και ραγιάδες, οπού’σκυβαν το κεφάλι στον Αγά, να’χουνε τώρα δική τους μονέδα!
Λίγο το’χεις τούτο;

….

Τέτοιος στάθηκε κείνος ο Κόντες.
Πιο Έλληνας από κάθε Έλληνα!
Ή θα ξεχάσουμε που, όντας η Εθνοσυνέλευση του πρόσφερε εκατόν ογδόντα χιλιάδες δίστηλα το χρόνο, για μιστό του, θροφή του κι άλλες ανάγκες του, εκείνος ξέρετε τι έκανε;
Τα γύρισε πίσω στο Κουβέρνο.

-“Με φτάνουν, έγραψε, τα ολίγα δικά μου, οπού’χω, για να πορευτώ! Εξ’άλλου, πως δύναμαι εγώ να ζω σα Μπέης, τη στιγμή οπού το Κράτος βρίσκεται ακόμα σε ερείπια!”

Τέτοιος στάθηκε ο Κόντες!

….

Μιλήσαμε πιο πάνω, πως, ο Κόντες, κατεβαίνοντας στην Ελλάδα, παράτησε στη Ρουσία οφφίκια και τιμές. Εξόν όμως από τούτα, τα φανταχτερά, ο Καποδίστριας, φεύγοντας, άφησε εκεί και την καρδιά του!…

….

Να σου το πω;
Ναι! Θα σας το πω και τούτο, κοπελιά μου φεγγόβολη, αναπλιωτοπούλα, όπου τα μάτια σου αντιφεγγίζουνε το γαλάζιο του Αργολικού!…
Ναι! Θα στο πω! Θα το πω σε όλους σας.
Όμως -πρώτα απ’ όλα- Αναστάση, κλείσε το τεφτέρι σου και παράτα τη γραφίδα.
Τούτα που θα σας μολογήσω, είναι παρμένα από την ιδιωτική ζωή του Κόντε και δε γίνεται να γραφτούνε.
Έκλεισες το τεφτέρι σου, Αναστάση;
Έτσι…
Και τώρα -παλικαρόπουλά μου, ποτισμένα από την αλισάχνη της θάλασσας και κοπελιές μου νεράιδες του Αργολικού- ακούστε. Και κρατήστε το, “υπό εχεμύθεια, όπως λένε και οι γραμματιζούμενοι:
Εκεί, στο Πέτερχωφ -ένα μαγευτικό προάστειο της Πετρούπολης- ζούσε η οικογένεια των Στούρτζα. Η κόρη τους η Ρωξάννη -μια κοπέλα σπάνιας ομορφιάς, οπού’χε γίνει και “Φρέιλινα” δηλαδή δεσποινίδα τιμής της Τσαρίνας- γνώρισε τον Καποδίστρια. Κι αγαπήθηκαν!
Ο χωρισμός τους ματαίωσε το γάμο.
Η Ρωξάννη, οπού παντρεύτηκεν αργότερα τον Κόμη Έντλιγκ, δεν έπαψε ποτές της να θυμάται τον πρώτο και μοναδικό της έρωτα: τον Καποδίστρια.
Να, γιατί σας είπα πως Εκείνη, φεύγοντας από την Πετρούπολη, άφησεν εκεί την καρδιά του.
Γιατί, για κείνον, η Ρωξάννη στάθηκε, ο πρώτος του έρωτας! ο μοναδικός κι ο τελευταίος!
Και κείνη τόνε λάτρευε!
Έχω στα χέρια μου το τελευταίο της γράμμα σε Κείνον!…
Που το βρήκα;
Τι σε γνοιάζει εσένα, κοπελιά ξανθή και μαυρομάτα μου;
Ε! Τι σε γνοιάζει;
Να το! Εδώ το’χω καδραρισμένο κιόλας, μη μου το φθείρει ο Χρόνος!
Ο παππούλης μου, ανάμεσα στα θυμητάρια του, κράταγε -κειμήλιο ιερό-  και τούτο το γράμμα της Ρωξάνης. Τ’αφηκε στον πατέρα μου. Και κείνος το’δωκε σε μένα, μαζί με τ’αλλα θυμητάρια και τα γραφτά οπού’χω στο σεντούκι μου. Κάποτες, οπού’χα ταξιδέψει στη Λόντρα, βρήκα ένανε παλιό μου φίλο. Κουβέντα στην κουβέντα, του’πα άκρες-μέσες, ότι κατέχω τούτο το γραφτό.
Εκείνος, όπου δούλευε σ’ένα μεγάλο οίκο δημοπρασιών- Κρίστις τόνε λέγανε τον οίκο- μου πρόσφερε -αφού εξέτασε με το μάτι του γνώστη, τη γραφή, την υπογραφή και τη βρήκε γνωστή- αν του’δινα το γράμμα, που τέτοια, όπου θα ζούσα τα χρόνια τα κατοπινά μου, σαν αφέντης.
Δεν το δέχτηκα.
Εδώ, είπα, θα μείνει η γραφή. Χτήμα και περιουσία του Αναπλιού μας. Εσύ, Αναστάση, να τήνε πάρεις -μαζί με όλα τ’άλλα- και να τήνε διαφεντέψεις, όπως θες.
Τώρα, σωπάστε.
Σωπάστε κι ακούστε, ένα-ένα, τα λόγια τούτα του ερωτικού σπαραγμού:

“Αγαπημένε Ιωάννη,

Μπρος στο κοριτσίστικο μαονένιο γραφείο μου, στο μικρό σπιτάκι του Πέτερχοφ, σου γράφω αυτό μου το γράμμα… Ο πατέρας μ’αρραβωνίζει αύριο με τον Κόμητα Έρτλιγκ και η αυτοκράτειρα -παρόλο, λέει, που στο πρόσωπό μου θα χάσει την πιο αγαπημένη της φρέιλινα- συμφωνεί απόλυτα σ’αυτό το γάμο.
Το φετινό χινόπωρο, τελείως χειμερινό, δε μας χάρισε καμιάν από τις ομορφιές του. Καθώς χαράζω τις γραμμές αυτές, το χιόνι, το πρώτο της χρονιάς, σκεπάζει κιόλας της κορφές των πυραδόσχημων Γιέλ.
Απλώθηκε παντού. Ακόμα και στην καρδιά μου, Ιωάννη, που, το ξέρεις καλά, ποτέ δεν έπαψε να πάλλει για σένα.
Πως γίνεται -καθώς μου γράφεις- να λησμονήσω ποτέ τα δειλινά μας στο Πέτερχωφ;
Ο Αλέξανδρος δεν είχεν έλθει ακόμη από την Πετρούπολη και ο πατέρας, κλεισμένος στο γραφείο του, ετοίμαζε τη μελέτη του για τις παραδουνάβιες χώρες.
Είχαμε μείνει οι δυό μας στο σαλόνι.
Σου άρεσε -το θυμάσαι;- να σου παίζω στο πιάνο τις μελωδίες του Σοπε΄ν, και, ονειροπολώντας κοντά στο τζάκι, σώπαινες επίμονα.
Γιατί σώπαινες τότε, Ιωάννη;
Ύστερα έφυγες για την Κέρκυρα, χωρίς να πεις τη Μεγάλη Λέξη!
Τι ωφελεί τώρα;
Σε λίγο καιρό, από αύριο κιόλας, θα είμαι η Κόμισα Έρτλιγνκ.
Θα με θυμάσαι άραγε κάπου-κάπου;
Τώρα βρίσκεσαι στην Κέρκυρα, ανάμεσα στους δικούς σου κι έχεις ένα σωρό σκοτούρες κι ασχολίες.
Όμως, τις λίγες στιγμές της σχόλης σου, θέλω ν’ανοίγεις τα γράμματά μου -να τα’χεις άραγε φυλάξει Ιωάννη;- να τα διαβάζεις και να θυμάσαι μ’αγάπη τη μικρή σου Ρωξάννη του Πέτερχωφ.
Κι ας μην ήταν πεπρωμένο να γίνει ποτέ Κόμισα Καποδίστρια!
Αν δεις, μέσα στο γράμμα μου αυτό, μερικά ψηφία μισοσβησμένα, να ξέρεις πως είναι από τα καυτά μου δάκρυα που στάλαξαν εκεί….
Αντίο!
Αντίο για πάντα, αγαπημένε Ιωάννη.

Πέτερχωφ -Σεπτέμβριος 1815

Φρέιλινα Ρωξάνη Στούρτζα”

……

Αυτό είναι το γράμμα.
Όλα…
Ως και την αγάπη του θυσίασε, για την Πατρίδα μας!
Τέτοιος στάθηκε ο Κόντες!….

…..

Κι όμως… καιρός πολύς δεν απέρασε και τα σύγνεφα -που προμηνάνε τη μπόρα- άρχισαν πάλι να πυκνώνουνε στο Ανάπλι.
Ναι,ναι, ναι!
Ο Κόντες βιάστηκε….
Βιάστηκε πολύ!
Δε γίνεται Ευρώπη, από τη μια μέρα στην άλλη, μια χώρα που τώρα μόλις ξύπνησε από τη νάρκη τετρακόσων χρόνων μαύρης σκλαβιάς!
Αυτό ξέχασε ο Κόντες…
Κι αυτό στάθηκε το μεγάλο του λάθος!
Το συφέρο και την προκοπή τούτου του φτωχού λαού γύρευε ο Καποδίστριας.
Πεντασίγουρο είναι τούτο.
Όμως, πάνω στη βιάση του, ξέχασε και παραμέρισε κείνους που, χρόνια και χρόνια, παλέψανε με νύχια και με δόντια, για να φεγγίσει το αστέρι της Λευτεριάς.
Κι έτσι, ενώ κείνος, ανεβασμένος στη σκαλωσιά, έχτιζε, με χέρια φλογισμένα από τη θέρμη, την καινούρια Ελλάδα, οι παλιοί τιμώμενοι αγωνιστές, οι παραγνωρισμένοι, οι ντροπιασμένοι, οι απογοητευμένοι, έφευγαν μακριά του.
Ενώ τη θέση τους έπαιρναν άλλοι, νάνοι της πολιτικής, τυχοδιώχτες και πολιτικάντηδες.
Τσανακογλύφτες και καιροσκόποι!
Ο Μιαούλης, ο Κουντουριώτης, ο Μαυροκορδάτος, πήραν των ομματιώνε τους και φύγανε.
Κι όσο ο Κυβερνήτης έπαιρνε μέτρα όλο και πιο σκληρά, ενάντια στους αποστάτες, τόσο η ανταρσία ενάντιά του μεγάλωνε και θέριευε!
Τα νησιά -προπαντός η Ύδρα- και η Μάνη γένηκαν ρέμπελα κι ασηκώσανε την παντιέρα του αντάρτικου, ενάντια στο “δυνάστη”, γυρεύοντας “Σύνταγμα”!
Ο Ναύαρχος Μιαούλης τραβάει κατά τον Πόρο, να κάνει εδικόνε του το Ναύσταθμο.
Κι ο Καποδίστριας, φρενιασμένος για τούτο το κάμωμα, στέλνει το Ρούσο Αμιράλη, τον Ρίκορδ, να σπάσει τ’αρβανίτικο κεφάλι του ρέμπελου Υδραίου.
Και κείνος -κόκα αρβανίτικη κι αγύριστη!- προτιμάει να βάλει μπουρλότο στα καράβια, πάρεξ να τα παραδώσει.
Και, να, σε λίγο, δυό καράβια μας -γλάροι πελαγίσιοι- λαμπαδιάζουν στα νερά….
Και -να ξέρετε, παιδιά μου- μέσα σ’όλα τούτα τα τραγικά και τα μιαρά, κρυβόντανε οι απλοκαμοί των Μεγάλων Δυνάμεων, που κονταροχτυπιώνταν, η μια με την άλλη, ποια να γίνει αφέντρα μοναδική στον άμοιρο τούτον τόπο.
Ναι, ναι!
Μήγαρις τούτο δε γίνεται πάντα!
Μήγαρις και σήμερα…
Ας μην το μολογάμε!….

….

Το αστροπελέκι άστραψε και βρόντησε, καθώς ο Καποδίστριας, που θεωρεί φταίχτη για το ρεμπελιό και τον ξεσηκωμό της Μάνης τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, δίνει διάτα να τον συλλάβουν.
Τούτος, οπού βρισκότανε στο Ανάπλι, μαθαίνει πως θα τόνε πιάσουν και το σκάει με καράβι για τα μανιάτικα λημέρια του.
Μα, το καράβι, από αιτία φουρτούνα φοβερή, ποδίζει στο Κατάκωλο. Κι ο πλοίαρχος Κανάρης τόνε πιάνει και τον φέρνει στο Ανάπλι, όπου τον φυλακώνουνε στο Ιτς-Καλέ, με την κατηγορία του προδότη!

……

Η Μάνη ολάκερη ταράχτηκε και ασηκώθηκε στο πόδι.
Μπαίνει στη μέση ο Ρούσος Αμιράλης, ο Ρίκορδ, προσπέφτει στον Κυβερνήτη και τούτος δέχεται να συχωρέσει τον αντάρτη, αν εκείνος πρώτος του το γυρέψει.
Για το βράδυ -ήταν εικοσιέξι Σεπτέμβρη του τριανταένα- ορίστηκε η συνάντηση του Κυβερνήτη με τον ασπρομάλλη άρχοντα Πετρόμπεη.
Και, εκεί! απάνου κει, γένηκε το μεγάλο κακό!….

….

Δεν ξέρω, παιδιά μου!
Δε μπορώ να ξέρω.
Γιατί, όπως καταλαβαίνετε, κανείς δεν ήτανε μπροστά στην κουβέντα, ανάμεσα Κόντε και Μπέη….
Τι είπατε;
Ποιος το γνωρίζει;
Άλλοι λένε πως, τάχατες, ο Μπέης -αψίκορος ως ήτανε- του μίλησε ωμά, με τη γλώσσα τη Μανιάτικη του Κυβερνήτη.
Κι αυτό ερέθισε τον Καποδίστρια.
Άλλοι πάλε, πως, τάχατες, λένε, κείνη την ημέρα, τη σημαδιακή για τη ζωή του Κυβερνήτη, ο Καποδίστριας είχε διαβάσει μια φυλλάδα της Λόντρας, τον “Ταχυδρόμο”, όπου τόνε πέρναγε γενεές δεκατέσσερες και τον έλεγε δικτάτορα σκληρό κι άλλα τέτοια
Τη διάβασε και γίνηκε έξω φρενών.
Κι απάνω σε κείνη τη στιγμή, ακριβώς κείνη την ώρα, φέρανε μπρος του τον Πετρόμπεη.
Από κει και πέρα τα πράμματα πήρανε το δρόμο οπού’γραφεν η Μοίρα. Κι ο Μπέης, ερεθισμένος και τούτος, κατέβηκε τις σκάλες του Κυβερνείου, ανάμεσα στους στρατιώτες όπου των συνόδευαν.

….

Η μορφή του Μπέη ήτανε βαριά η συγνεφιασμένη.
Σκοτεινή….
Γυρίζει στους φρουρούς του. Λέει:

-“Παλικάρια μου, λέει, πρι να με πάτε στη φυλακή μου, θέλω να περάσουμε από της “Στεριάς την Πόρτα”. Εκεί οπού φυλάγουν τ’αδέρφι μου τον Κωστή και το γιό μου το Γιωργάκη, τον Μπεηζαντέ. Ακαρτεράνε να με δούνε”-

Κι όταν η συνοδειά έφτασε στην “Πόρτα της Στεριάς”. Όντας οι πατημασιές των στρατιωτών ακούστηκαν, βαριές, στο λιθόστρωτο καλντιρίμι, οι δυό φυλακισμένοι Μαυρομιχαλαίοι, σηκώθηκαν ολόρθοι, μέσα στο δεσμωτήριο, οπού ήσανε κλειδωμένοι κι αφουγκράστηκαν.
Ο Μπεηζαντές πλησίασε στο παραθύρι κι αγνάντεψε, πίσ’ από τα κάγκελα.

-“Ναι, μπάρμπα, κάνει στον Κωνσταντή. Ο γέρος είναι. Για να δούμε τι μαντάτα μας φέρνει;”

Τ’ αχείλι του λεβεντονιού της περήφανης Μάνης έτρεμε καθώς αρώτησε:

-“Γειά σου πατέρα”, λέει ο Γιωργάκης.

-“Γειά σας και σας”, αποκρίνεται ο Πετρόμπεης.

-“Τι γένηκε; Τι γένηκε;”

Κι ο Μπέης της Μάνης κοντοστέκεται, δείχνει τα χέρια του τα περασμένα στις αλυσίδες.
Πικρογελάει.

-“Τούτο γένηκε, λέει. Ιδέστε και μονάχοι σας”.

Η θλιβερή συνοδειά κινάει.
Και, εκεί, στο παραθύρι το καγκελόφραχτο, μένουν ακίνητοι ο θείος κι ο ανιψιός.
Μένουν εκεί, ώσαμε που η συνοδειά χάνεται στην ανηφόρα.
Και τότες, οι δυό τούτοι, οι αητοί της Μάνης -πάει πια!- παίρνουν τη Μεγάλη απόφαση!
Ο Κόντες θα πληρώσει με το γαίμας του, την προσβολή οπού’κανε στο σόγι των Μαυρομιχαλαίων!…

 

Προηγούμενο   Επόμενο