ΝΥΧΤΕΡΕΜΑ ΠΡΩΤΟ: ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ

Παιδιά μου.

Αναγαλλιάζει η καρδιά μου και φουσκώνει από περηφάνεια, καθώς σας βλέπω κοντά μου, εδώ στο φτωχικό καλύβι μου.
Χαίρουμαι που, το κάλεσμά μου ακούγοντας, το καλοδεχτήκατε. Και ήρθατε απόψε, αψηφώντας τη χειμωνιάτικη της νύχτας παγωνιά, ν’ακούσετε από το στόμα του γέρου Αναπλιώτη εμένα, του εκατόχρονου, την ιστορία της πολιτείας μου, οπού’ναι και δική σας πατρίδα.
Ελάτε, καθίστε κοντά μου.
Προσμένοντάς σας, τίποτα δεν αμέλησα για να σας καλοδεχτώ: κι η φωτιά στο τζάκι λαμπαδιάζει, χύνοντας της ζεστασιάς τη γλύκα στην καμάρα. Κι οι βελέντζες χάμω είναι στρωμένες. Και το κρασί -οι πρώτοι που μάθανε τον κόσμο να κλαδεύει τ’αμπέλια Αναπλιώτες ήτανε!- σπιθίζει στο βαγένι.
Και λογής-λογής καλούδια τοίμασε για την αφεντιά σας η ξαγγονούλα μου η μονάκριβη η Ιππολύτη, να γεύεται ο πάσα ένας σας και να ευφραίνεται η ψυχή του!…

….

Έτσι, το λοιπόν, τρώγοντας και πίνοντας, κοντά στη στιά, θα ξετυλίξω μπροστά σας την παραμυθένια ιστορία της πολιτείας μας.
Και συ Αναστάση, όπου ο άγιος μας σε τιμάει με τ’όνομά του, σαν πιο γραμματιζούμενος απ’ όλους τούτους εδώ, έφερες το χοντρό τεφτέρι και τα κοντύλια, καταπώς σε ορμήνεψα;
Άει, μπράβο!
Έπαρέ τα, τότε και γράφε, τούτα που θ’ακούσεις.
Γράφτα, γιατί εγώ’μαι γέροντας.
Ζυγώνω τους χρόνους τους εκατό.
Κι έφτασε, λέω, ο καιρός που ο άρχοντας του αιώνιου σκοταδιού θα με πάρει πάνω στο μαύρο φαρί του για τα δώματα του Παυσίλυπου.
Κι ως είμαι ο Αναπλιώτης ο στερνός της γενιάς μου, άλλος πια δε θα βρεθεί τούτα που γένηκαν να σας ανιστορήσει…

Αποφάγατε;
Γευτήκατε της αγγόνας μου τις λιχουδιές και το διαμάντι μου το σώσμα;
Ελάτε τώρα πιο κοντά.
Πιο κοντά.
Έτσι μπράβο!
Και τώρα, βάλτε την ανέμη να γυρίσει, παραμύθι ν’αρχινήσει.

….

Κείνα, που λέτε, τα χρόνια, που τα γεγονότα μπερδεύονται και χάνονται μέσα στην ομίχλη του θρύλου, μια από τις κόρες του Αργείτη βασιλιά Δαναού, η Αμυμώνη -άνοιξη ήτανε- βγήκε με τις θεραπαινίδες της, σεργιάνι, στον κάμπο τον Αργείτικο.
Βγήκανε και για να “υδροφορήσουνε”.
Νερό να κομίσουνε, δηλαδή, στο παλάτι, από του κάμπου τις λιγοστές φτωχοπηγούλες, γιομίζοντας τα λαγήνια τους.
Γιατί τότες, τ’Άργος ήτανε “πολυδίψιο”.
Σαν τελέψανε τούτη τη δουλειά, αρχέψανε -παιδούλες ως ήσανε, πάνω στον ανθό της Ήβης- το χορό και το τραγούδι, το κυνηγητό, τα γέλια, τα παιγνίδια και τ’άλλα τέτοια, που αρμόζουνε στης Νιότης τα πρώτα πεταρίσματα.
Πεταλουδίτσες κυνηγώντας και μαζεύοντας κοχύλια της θάλασσας η Αμυμώνη, δίχως και κείνη να τα νιώσει, ξεμάκρυνε απ’τις άλλες, που χαχάνιζαν φτεροκοπώντας δώθε-κείθε στην άπλα του κάμπου, κουράστηκε και, βλέποντας μιαν ιτιά, στάθηκε κατ’από τον ίσκιο της, τ’αποσταμένο της κορμί να τ’αναπάψει…
Κι αποκοιμήθη….

…..

Το τι ακολούθησε είναι τόσο τρανό και παράξενο ή θεοτικό, που, ο ταπεινός εγώ, δε δύνομαι, σας λέω, ακουρμαστές μου, να σας το μολογήσω.
Έτσι, τα χαρτιά μου, τα κιτρινισμένα από το χρόνο, ανασκαλεύοντας, δίνω το λόγο σε έναν παλιό τροβαδούρο του Αναπλιού.
Ετούτος θα σας τα πει καλύτερα, αφού’ναι προικισμένος με το θεϊκό χάρισμα του Λόγου, που οι Μούσες του χαρίσανε, καθώς στολίζανε τη χρυσή του κόμη με φύλλα νιόκοπου κισσού.
Ακούστε τον:

….

 

“Ρόδι ροδιάς στη ροή των ωρών ο μύθος ρέει:
Κάτω από την ετιά Κείνη κοιμόταν…
Κι οι Μοίρες γύρω, αθώρητες, τριγύρω της
του ριζικού Της ύφαιναν το υφάδι.
Και, να που ο Δόλος, δολερός, ξεπρόβαλλε
απ’τις βουρλιές κι από τα βάτα μέσα.
Με τα όλορθα αυτιά, τα μυτερά του.
Σάτυρος λάγνος, πονηρός, τραγόμορφος,
ακόλουθος του Διόνυσου, ερωτιάρης.
Η αμαρτωλή μουσούδα του, ως οσμίστηκε
την ξεμοναχιασμένη εκεί παρθένα,
δονήθηκε απ’τον πόθο· και τα μάτια του
από την πεθυμιά του αστραποπαίξαν…
Κ’ευτύς…χιμάει, γοργά τραγοπηδώντας
και με τα τριχερά του χέρια αγκάλιασε
το αβρό κορμί της άγουρης παρθένας,
τα υγρά, τα κατακόκκινα τα χείλια του
χώνοντας στον ατρύγητό της κόρφο.

….

Εκείνη ανατινάχτη, λες κι οχέντρα
ξέχυσε στο κορμί της το φαρμάκι της.
Και, τρελλαμένη, να ξεφύγει θέλησε
τ’αγκάλιασμα, λυγώντας το κορμί της.
Μάταια!…δοκάνες λες του Δόλου είναι τα δάχτυλα.
Κ’ ενώ, με το’να χέρι, από τη μέση
τη λυγερή την άδραξε, με τ’άλλο
το στόμα της βουλώνει· τις κραυγές της
γυρεύοντας να φράξει. Τα λαγόνια του,
τα τριχερά τραγίσια του λαγόνια,
τα πόδια της καρφώνουν – ίδιο μάγγανο.
Κι απ’τα κλειστά της μάτια πάνω, νιώθει
την καυτερή του ανάσα. Το λαχάνιασμα
του ανθρωποζωντιμιού κεινού, που, ο πόθος
του’χε σαλέψει νου κορμί και φρένα…

Τους κρινανθούς του αφίλητου κορμιού της,
το μαλλιαρό το τέρας, το τραγόμορφο
σε λίγο θα γευότανε… Κανένας
κοντά της δε βρισκόταν, να τη σώσει,
στ’αρμυρού κι έρημου κάμπου την άπλα.
Ανθρώπινη ψυχή καμιά… Τα ρείκια
ανατριχιάζαν σύγκορμα, ως ένιωθαν
κλινάρι πως θα γένονταν ακούσιο
σε τούτο το ζευγάρωμα τ’ανάκουστο,
π’ουδέ θεοί κι ουδέ θνητοί το θέλαν…
Τα χαμομήλια σκύψαν τα κεφάλια τους,
τα πρόσωπά τους χώνοντας στην άμμο,
το θέαμα το φριχτό να μη το δούνε!
Σμάρι κοράκια γύρω βολοδέρνουνε
και κρώζουνε κρωξιές επιθανάτιες.
Κ’ οι γλάροι, του πελάου πουλιά περήφανα,
κρώζουν κι αυτοί, τη ναι μοιρολογώντας…
Και, παρεκεί, τρεις αδερφές γειτόνισσες
ασημοφύλλες λεύκες, κλαίνε…κλαίνε!

Απάνω κει, στο πάλεμα τ’απέλπιδο,
της παρθενιάς της λύθηκεν η ζώνη.
Ως κάτου ο πάλλευκος χιτώνας σκίστηκε.
Κι ο Δόλος πια, θριαμβικά γελώντας,
με μάτια ογρά, πυρά και κατακόκκινα,
βιάζεται την οπώρα να τρυγήσει…
…..

Μα, τότε, ξαφνικά… ο γαλάζιος πόντος
άρχισε να κοχλάζει… Κι απ’τα βάθη του,
λαμπρός, γαλαζοπράσινος, με φύκια
πα’στη θαλασσινομπλαβή Του κόμη,
ο Ασφάλιος Ποσειδώνας φανερώθη!
Ορθόκορμος, στητός, καβαλικεύοντας
πα’ σε γαλάζιου ιππόκαμπου τη ράχη,
στο χέρι Του τ’αριστερό κρατούσε
τα ολασημένια γκέμια Του· και στ’άλλο
κράταε τη χρυσή γιγάντια τρίαινα…

Σαν μέλλει να γενεί κάτι μεγάλο,
η Πλάση την ανέσα της κρατάει…
Έτσι και τώρα. Ο ήλιος, που βιαζόταν
να ξεκουράσει το χρυσό κορμί του
στης Αρκαδίας τις δασωμένες ράχες,
σταμάτησε το δρόμο του· κ’ οι γλάροι
κουρνιάσανε και κείνοι πα’στα βράχια
ακίνητοι, να δουν τι θ’απογίνει…
Οι Τρίτωνες, οι Νύμφες, τα πετούμενα,
του βάλτου τα ζωντίμια, σαύρες, βάτραχοι,
οι Φαύνοι, ο Πάνας κ’οι Αμαδρυάδες,
των ποταμιών τα παγανά, τα ξωτικά,
τα ενάλια και τα γήινα, πετρώσαν
κι άλαλα μείναν, μπρος στην παρουσία
ΕΚΕΙΝΟΥ, του Θεού του τρισμεγάλου…

….

Δεν άργησε. Η τρίαινα, σαν οχέντρα,
σφυρίζοντας, απ’του θεού το χέρι,
βαριά, ξεκίνησε να βρει το στόχο.
Να καρφωθεί, ξεκίνησε, γδικήτρα,
στη σάρκα την ακόλαστη να μπήξει
τα νύχια της· και του Άδη τα σκοτάδια
τα βλέφαρα του Δόλου να σκεπάσει.
Αστόχησε όμως. Κ’ έτσι το τραγόμορφο\
μιαρό τέρας, με τα μάτια ορθάνοιχτα,
γιομάτα τρόμο, χάθηκεν αλλόφρονο
στα βαλτονέρια μέσα…
Κ’η Αμυμώνη,
τρέμοντας κει, σα λεύκα στον αγέρα,
χλωμή, μπρος στου θεού την παρουσία,
πάσκιζε, τον χιτώνα αναδιπλώνοντας,
τη γύμνια την εξαίσια της να κρύψει…

Όμως, οι Μοίρες που τα πάντα ορίζουν
στη ζήση των ανθρώπων, νυχτερεύοντας
στ’απόκρυφά τους δώματα, υφαίναν
τον νυφικό της πέπλο. Και το σμίξιμο
τούτο το θεϊκό, με την εφτάβουλη
πυρή σφραγίδα τους το’χαν σφραγίσει!
Και ΚΕΙΝΟΣ τώρα, να’τον! Φτάνει λάμποντας,
με τρυφεράδα πλέρια· κι αποθέτει
τον ήμερο, μικρόν, που κράταε, δέλφινα
στ’αλάβαστρα μπρος πόδια της παρθένας…

Είπεν Εκείνος:
“Κόρη πολυζήλεφτη,
πάνω στην ώρα φτάνω, που το τέρας
με βιά τους κρινανθούς σου θα γευόταν!
Ήρθα, λοιπόν, έτσι ως οι Μοίρες όρισαν,
δική μου να σε κάνω! Να, η καρδιά μου,
απ’του Έρωτα το βόλι λαβωμένη,
γαμήλιο δώρο τώρα στην προσφέρω.
Μη με φοβάσαι! Ιδές! Εξουσιάζω
τον πόντο τον ατέλειωτο, π’απλώνεται
γύρω-τριγύρω, στης στεριάς τα μάκρη.
Ο Ποντοσείστης είμαι. Όλα δικά μου
όσα ορίζει ο πόντος ο ασυνόριστος.
Της θάλασσας οι Νύμφες, προσκυνώντας με,
στα πόδια πέφτουν μπρος μου, όθε περάσω,
το ιλαρό μου βλέμμα ικετεύοντας.
Το χάδι, την αγάπη μου διψώντας.
Κι ύστερ’ από το Δία, μες στους Ολύμπιους
την πιο μεγάλη θέση μου’χουν δώσει.
Όλα δικά μου… Όμως, Αμυμώνη,
εμένα η καρδιά μου Εσέ διψάει..
Κι ο Δυνατός εγώ, ιδές, αδύναμος,
απ’του Έρωτα τα βέλη λαβωμένος,
σα νιόβγαλτο άγουρο παιδί, προσπέφτω
στης ομορφιάς Σου εμπρός το θείο θάμμα!
Αγαπημένη ενός θεού! Για Σένα,
από τη γης τούτη, τη μητρική Σου,
την τρίαινα ως τραβήξω, θα πηδήξουν
γάργαρες τρεις πηγές, που τον κατάξερο
της Αργολίδας κάμπο θα ποτίζουν.
Έτσι, το πολυδιψασμένο τ’ Άργος, τώρα-
που, η δίκια οργή μου τότε προς τον Ίναχο,
με δίψα αιώνια το’χε τιμωρήσει-
ευλογημένη γης θα ξαναγίνει-
δώρο δικό μου προς Εσέ, και μνήστρα!”

….

Είπε,
Κ’ευτύς ως τράβηξε την τρίαινα
ω, θάμμα! Τρεις πηγές, να που αναβλύζουν.
Και το νερό, χρόνους τιθασεμμένο
από Κεινού τη δύναμη, αβάσταχτο
πετάχτη, να χαρεί τη λεφτεριά του…
Είπε,
Και τα θεϊκά Του μπράτσα απλώνοντας,
στην αγκαλιά του μέσα κείνη κλείνει-
ατίμητο, ακριβό, πανώριο λάφυρο-
Και, πάνω στου ιππόκαμπου, που φρούμαξε
τη ράχη, λαμπερός, καβαλλικεύει,
τα ηνία τραβώντας του. Κ’ευτύς, ο πόντος
ως τα έγκατά του σείστηκε συθέμελος,
τα κύματά του στήνοντας δεξόζερβα,
τον Κύρη να δεχτεί και την Κυρά του!
Τ’ ονειρικό ζευγάρι κειό το νιόπαντρο,
λαμπρό, για τις Αιγές το δρόμο πήρε.
Για τα παλάτια κίνησε τα ενάλια,
που ο Ποσειδώνας, στο βυθό της θάλασσας,
μαρμάρινα κι ολόχρυσα είχε χτίσει.
Κι οι Νηρηίδες, σύνταχα δουλεύοντας,
τη νυμφική τοιμάζανε παστάδα…

….

Εδώ, παιδιά μου, ο Ποιητής σταμάτησε.
Καβαλίκεψε το φτερωτό του άτι, τον Πήγασο και κίνησε ολανεβαίνοντας, κατά τις κορφές του Παρνασσού.
Κι εγώ τώρα πια, νυχτερεύοντας μαζί σας, θα προσπαθήσω ν’αποσώσω τούτο το μάγο παραμύθι.
Μόνο, συδαυλίστε τη χόβολη του τζακιού.
Βάλτε της θροφή κάνα κούτσουρο.
Κι ακούστε:
Καρπός κείνου του σμίξιμου του θεοτικού ο Ναύπλιος γεννήθηκε.
Κι απ’το θεό-πατέρα του παίρνοντας κλήρα τούτη την ευλογημένη γης, έχτισε την πολιτεία μας και τα κάστρα του Παλαμιδιού -βάνοντας τ’ όνομα του πρωτογιού του Παλαμήδη.
Και, πάνω κει, ύψωσε μεσούρανα τα λαμπερά παλάτια του.
Μα, και το χρέος του δίχως ν’αμελήσει, όρθωσε, πλάι στο παλάτι του, περίτρανο Ναό, αφιερώνοντάς τον στον ποντοκράτορα Θεό και πατέρα του, τον Ποσειδώνα.
Ταίρι του κάμνοντας μια παρθένα λυγερή, την Κλυμένη, έσπειρε αγάπης σπόρο στη μήτρα της.
Κι από το σπόρο τούτονε βλαστήσανε βλαστάρια τρία, βεργολύγαρα: ο Παλαμήδης, ο Οίακας και ο Ναυσιμέδοντας.
Καλοί, δε λέω και πεντάξιοι οι δυό μικρότεροι γυιοί του Ναύπλιου.
Μα, ο πρωτογυιός, ο Παλαμήδης -που, καταπώς σας είπα- πήρε και το κάστρο τ’όνομά του- ήτανε άλλο πράμα!
Άλλο!
Λεβέντης νιος, με κεφάλι Ερμή και κορμί πελεκητό, ορθόκορμος σα δρυ κι ηλιοπερύχυτος ήταν ο Παλαμήδης, καμάρι των γονιών του και της πόλης!
Να πεις και για του μυαλού του τη φεγγοβολή;
Σοφός!
Ετούτος βρήκε πρώτος τα πιότερα της Αλφάμητος ψηφιά. Διάβαζε τ’αστέρια τ’ ουρανού κι έγραφε σε διφθέρες χρυσόβουλες, τραγούδια όλο μορφιά και δεξιοσύνη.
Μ’ ένα τραγούδι τέτοια πλάνεψε, ένα ανοιξιάτικο γλυκοχάραμα, τη Νεράιδα Ιππολύτη, την πριγκηπέσσα των ξωτικών του Αργολικού κόρφου.
Ναίσκε, να!
Και, καθώς εκείνη τον άκουγε, μαγεμένη από τα λόγια της στιχοπλοκής, της μουσικής τη γλύκα, αμή κι από το θάμπος της ομορφιάς του, ετούτος εδώ ο λεβέντης τήνε κοντοζυγώνει την ξωτική.
Και -χραπ!- δίνει μια και της αρπάζει το μαγικό της πέπλο.
Και κείνη πια -δίχως το πέπλο κείνο, γίνεται θνητή, καθώς εμείς.
Και συντρόφισσα του Παλαμήδη στο πλευρό του, “σάρκα μία” επιζωής!…

….

Ωχ, μονάχα που οι Μοίρες δε θελήσανε το καλό του πεντάμορφου ζευγαριού.
Τον άλλο χρόνο κιόλας ο Παλαμήδης κινάει με τα καραβιά του για τον Τρωικό πόλεμο.
Και, κει κάτω, στα χώματα τα ξενοτικά, χάρη στη σπιουνιά του πανούργου Δυσσέα, όπου πάντοτες τόνε φθονούσε και γύρευε το κακό του, ο Παλαμήδης ψευτοδείχνεται προδότης της πατρίδας….
Ψεύτικα γράμματα του βάνει στη σκηνή του μέσα ο Δυσσέας, που δείχνουνε πως, τάχατες, ο Παλαμήδης βρίσκεται σε συνεννόηση με τους Τρωαδίτες και προδίνει τους Έλληνες.
Τόνε δικάζουνε, σαν προδότη -κείνονε που’ταν καθαρός σαν κρούσταλλο!- και τον καταδικάζουν σε θάνατο με λιθοβολισμό!
Κι ο λεβέντης μας πέφτει νεκρός, από χέρια αδελφικά!
Τ’ακούτε τούτο; Τ’ακούτε;

…..

Ε! Τ’ είπες; Η Ιππολύτη;
Θα στο πω!
Τούτη η νεράιδα, σαν έμαθε πως η Τροία έπεσε και τα καράβια των νικητών ξαναγύριζαν στις πατρίδες τους, καρτερώντας και τούτη τον ερχομό του εδικού της, κατέβαινε -βράδυ-πρωί- από το παλάτι της, σκαρφάλωνε σ’ένα βράχο αψηλό, σα βίγλα, κι από κει αγνάντευε το πέλαγο, το καράβι καρτερώντας, που θα’φερνε τον άντρα τον αγαπημένο.
Κείνον, που, χρόνια τώρα, είχε αφήσει, διψασμένο κι αρφανό το μελωμένο κλινάρι τους.
Όμως, οι μέρες κι οι νυχτιές διαβαίνανε δίχως Εκείνος να φανεί….
Και, μια νύχτα….

….

Τη χόβολη συδαύλισε, εσύ, άγουρο παιδόπουλο, γιατί μαργώνω.
Βάλε λάδι και στη λουσέρνα την τετράφωτη.
Να φέξει, να φεγγίσει.
Το φως να δυναμώσει, γιατί τώρα, από παλιό χειρόγραφο, που χρόνους το κατέχω στο σεντούκι μου, την ιστορία της θανής της Ιππολύτης, ήρθε η στιγμή να σας διαβάσω.

Ακουρμαστείτε τη:

“Έτσι, όταν μια μέρα ο Τρωαδίτικος
τέλειωσε πόλεμος και τ’αναπλιώτικα
καράβια, σκίζοντας το μαύρο πόντο,
θλιμμένα εγύριζαν, κουβαλώντας
του θανάτου το μήνυμα στα ξάρτια τους,
βαθιά ο Ποσειδώνας τη λυπήθηκε
την άτυχη νεράιδα τη βαριόμοιρη
κ’ είπε ότι ποτές αυτή δεν έπρεπε
του θάνατου να μάθει το μαντάτο.
Και τη μαρμάρωσεν ευθύς!…

Εκεί θα την ιδείς ακόμα σήμερα,
ξένε διαβάτη, όταν θα τραβήξεις
το δρόμο της “Αρβανιτιάς” που φέρνει
ως το στερνό Νοτιά· εκεί θα στέκει
ακίνητη, πετρένια και λυσίκομη.
Στάσου τότε μπροστάτης και, θυμώντας
το θρύλο που στα φύλλα τούτα διάβασες, μες στη σιωπή τα λόγια τούτα μόνο
πες της: Κυρά μου, θα’ρθει ο Παλαμήδης!”
Κι απέ, του γυρισμού το δρόμο πάρε
κι άσε την “Κόρη τ’Αναπλιού” μονάχη
στην προσμονή της την αέναη, ξένε,
ενώ το σούρουπο απαλό θα πέφτει…”

….

Αυτά γενήκανε τότε.
Όμως, μήγαρις και η τύχη του γέρο-Ναύπλιου στάθηκε καλύτερη;
Ετούτος ο πικρός γέροντας έμαθε το χαμό του πρωτογιού του μ’έναν τρόπο παράξενο: ο αδερφός ο πιο μικρός του Παλαμήδη, ο Οίακας, βρισκούμενος και τούτος στην Τροία και μη βρίσκοντας τρόπο να στείλει στον πατέρα του το μαντάτο της συφοράς, σοφίστηκε τούτο: πήρε πολλά κουπιά, σκάλισε πάνω του όλα όσα, άδικα, γένηκαν κι έρριξε τα κουπιά στο πέλαγο.
Ένα από τούτα τα κουπιά το ξέβρασεν η θάλασσα στην Εύβοια, που τότε έτυχε να βρίσκεται εκεί ο Ναύπλιος.
Σαν του το πήγαν οι δικοί του και διάβασε γδικιωμό. Κι έβαλε σε πράξη έργο διαβολικό.
Έβαλε κι ανάψανε φωτιές στον κάβο του Καφηρέα στην Εύβοια, όθε περάσανε τα πιότερα Ελληνικά καράβια, στο γυρισμό τους από την Τροία. Οι καραβοκυρέοι, βλέποντας τις φωτιές και θαρρώντας πως πιάσανε λιμάνι, πέφταν πάνω σε κείνα τα βράχια και βρίσκανε -και κείνοι και το τσούρμο τους- τέλος κακό!
Όσους από δάφτους γλιτώσανε το πνίξιμο τους έπιαναν οι δικοί του Ναύπλιου και τους σφάζανε, μπροστά στο γδικητή πατέρα.
Πολλά καράβια βρήκαν έτσι το χαμό.
Μα η τύχη το’φερε έτσι, ώστε το καράβι του Δυσσέα να γλιτώσει.
Έπεσε, ξαφνικά, μπουνάτσα. Κι απέ, άνεμος κόντρα, το’συρε ώσαμε τη μεσαριά πελάγου, ώσπου ξημέρωσε. Με το φως του πρωινού, είδε ο πονηρός Ιθακινός τον κίντυνο κι αλάργεψε, αλλάζοντας ρότα.
Και, τότε πια, ο Ναύπλιος, όπου, στεκάμενος στην κορφή του κάβου, είδε με λύσσα να του ξεφεύγει ο εχτρός, έδωκε μια κι έπεσε στη θάλασσα και τον κατάπιε το λαίμαργο μαύρο κύμα!…

….

Αρκετά, παιδιά του Αναπλιού, για σήμερα!
Ήρθε η ώρα, λέω, να τελέψουμε τούτο το πρώτο μας νυχτέρεμα.
Και σεις θα κουραστήκατε, ακούγοντας και το χέρι του Αναστάση, γράφοντας.
Μα -να λέμε το σωστό!- και μένα η πάχνη του ύπνου πέφτει, βαριά, στα γλέφαρά μου.
Καλό ξημέρωμα, το λοιπόν…
Αύριο, ίδια ώρα, θα καρτερέσω τον αγαπημένο μου ερχομό σας.

 

Προηγούμενο   Επόμενο