ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το Ανάπλι, διαβαστές μου καλοπροαίρετοι, είναι η πατρίδα μου.
Και, θέλω αμέσως να σας πω, πως είναι προικισμένοι με “σφραγίδα δωρεάς” όσοι -καλότυχοι- γεννήθηκαν σε τούτον εδώ τον ευλογημένο τόπο, που τόνε σκέπει η απαλάμη του Παντοκράτορα.
Είναι, Θέ μου!, τόσο όμορφη η πατρίδα μου, που όμοιά της, στοχάζομαι, δε δύναται να βρεθεί σ’Ανατολή και Δύση.
Εμείς εδώ, που τα μάτια μας, από γεννησιμιού μας, αντίκρυσαν τούτα τα νταντελλένια κάστρα, τον τεφρόν όγκο του Παλαμηδιού και τη γαλήνιαν άπλα του Αργολικού κόρφου, τόσο μαγευτήκαμε, που είπαμε: “πάει πια! εδώ θα ριζώσουμε, εδώ θα μεστώσουμε, εδώ θ’αγαπήσουμε και θ’αγαπηθούμε κι εδώ θα σπείρουμε την κλήρα μας και το φύτρο μας.
Μα κι εδώ θ’αποθάνουμε, σε τούτα τ’αγιασμένα χώματα, αφήνοντας εδώ την υστερνήν ανασαιμιά μας -αφρόκρινο στου γιαλού μας το κύμα και κάπαρης ανθό στα μπεντένια των κάστρων του Ιτς Καλέ και του Παλαμηδιού…
Ο τόπος τούτος έχει τέτοια, τέτοιαν ημεράδα και τέτοιαν ομορφιά, που, εξόν από εμάς τους ντόπιους, σκλαβώνει και τους ξενόφερτους, που λαχαίνει να’ρθούνε κατά δώθε, περάτες, διαβατάρηδες.
Τούτοι δω να δείτε πως μαγεύονται, ίδια με κείνους τους συντρόφους του Δυσσέα, σαν πάτησαν στο νησί της Κίρκης!

…..

Εξόν από τα κάλλη της πολιτείας μας και την αρχοντιά της -τρυφερή κλήρα των Βενετσάνων, που στάθηκαν αφέντες της χρόνους και ζαμάνια- είναι και το νερό της.
Το νερό της Κάνναθος πηγής.
Και, λέω, μια και το’φερε η κουβέντα, να σας μιλήσω και για τούτη την προμάμη μας τη νερομάνα.
Τρία χιλιόμετρα έξω από το Ανάπλι, στο χωριό Άρεια, βρίσκεται τούτη η πηγή, που την αναφέρει στις “Περιηγήσεις” του και ο Παυσανίας. Και λένε, τάχα, πως η Ήρα λουζόταν ταχτικά στα νερά της.
Και ματαγινότανε παρθένα!
Τέτοια, μαθές ζωντάνια είχε το νεράκι της Κάναθος!
Ε, το λοιπόν, από τούτο το νεράκι της Κάναθος, τούτο το ίδιο, πίνουμε και μεις εδώ κάτω, που η πηγή μας το κερνάει, χιλιάδες χρόνους τώρα, γάργαρη κι αστέρευτη.
Άσε που, εμείς οι παλιότεροι, εξόν από το νερό της Κάναθος, γευόμαστε και τ’ “αμίλητο νερό” του πλάτανου.
Εκεί, καθώς παίρνεις την ανηφόρα για την “Αρβανιτιά”, αριστερά σου, θα δεις ένα πλάτανο αιωνόβιο και, πλάι του, μια πανάρχαιη μαρμαρένια βρύση, οπό’τρεχε, μερονυχτίς γάργαρο νεράκι.
Το λέγαμε, οι ντόπιοι, “αμίλητο νερό” , γιατί συνδεότανε μ’ένα παλιό αναπλιώτικο έθιμο.
Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, οι κοπελιές του Αναπλιού, όπου βρίσκονταν “σε ώρα γάμου”, που λέμε, περνάνε, πρι χαράξει, το δρόμο, να πάνε να πιούνε το νερό της βρύσης του Πλατάνου.
Πίνοντάς το, ήτανε πια πεντασίγουρο, πως την ίδια κείνη τη χρονιά, θα πρόβαινε στη ζωή τους, γλυκός και πανώριος, ο “Νυμφίος” – το παλικάρι όπου θαν τις διάλεγε, συντροφό του επιζωής.
Μόνο που έπρεπε -το έθιμο το όριζε ρητά- στον πηγαιμό της προς τη βρύση, την προξενήτρα, η κοπελιά να’χει κουκουλωμένο το κεφάλι με μαντήλα ή κάποιοι άλλο πανικό.
Και, προπαντός να μη βγάνει άχνα από το στόμα!

….

Και, θυμάμαι που, εμείς, παιδιά τότε σκανταλιάρικα, τις καρτερούσαμε στο στρίμα, τις καημένες της Αναπλιωτοπούλες, για να κάνουμε το χάζι μας.
Τις πειράζαμε, τους πετάγαμε αστεία -φορές-φορές πονηρά- τις περιγελάγαμε, τις χουγιάζαμε -άλλοι, οι πιο τολμηροί, τις τσιμπούσανε κιόλα!!
Μα, αυτές οι καψερές, τα υπομέναν όλα, αμίλητες, όπως διάταζε το έθιμο.
Αμίλητες, μέχρι να φτάσουνε στη βρύση και να γευτούν το νερό της.
Αλλά, σαν τέλειωνε το τάμα και παίρναν το δρόμο του γυρισμού, ε! τότες!… τότες, λέφτερες πια, λυτρωμένες από τον όρο του έθιμου, μας ψέλναν που λέμε, τον εξάψαλμο!

….

Τώρα, πάνε χρόνια πολλά, η βρύση του πλάτανου έχει στερέψει και το έθιμο αποξεχάστηκε.
Άλλωστε, οι σημερινές Αναπλιωτοπούλες, λεφτερωμένες πια, έχουνε άλλους- πιο τελέσφορους- τρόπους, να βρίσκουν το σύντροφό τους!…
Μα και οι ξένοι μας, σα το γευτούνε τούτο το άναμα της Κάναθος και δροσίσουνε με τούτο τα σωθικά τους, πάει πια!, ριζώνουνε εδώ πέρα και μπορετό δε γίνεται ν’αλλάξουνε γιατάκι.
Μαγεύονται σαν το Δυσσέα στο νησί της Καλυψώς.

Κι η Λαϊκή Μούσα το διαλάλησε:

“Στ’Ανάπλι το’πια το νερό
κι αρρώστησα και δε μπορώ!”

Όχι, όχι! Δεν αρρώστησε αρρώστια κορμιού ο που το’πιε διαβατικός.
Ψυχής αρρώστια και σαράκι απόχτησε!
Πίνοντάς το, έκανε παρθένα την ψυχή του.
Και, τέτοια, παρθένα πια κι αλέκιαστη, τήνε παράδωκε στο Ανάπλι μας, αιώνιος αγαπητικός του…..

….

Αν πεις και για τις Αναπλιώτισσες!
Η χάρη τους είναι ασύγκριτη κι η μιλιά τους κι η προφορά ολόσωστη και τρισχαριτωμένη, καθώς κελάδημα σπίνου την Άνοιξη.
Τα’γραψε δα κι ο Πουκεβίλ, ο Φραντσέζος.
Αν θέλεις, λέει, ν’ακούσεις γνήσια Ρωμέικα, στο Ανάπλι θα τ’ακούσεις.
Και δεν ήτανε όποιος κι όποιος τούτος που το μολόγησε!

Ναι! Έτσι το λέει και το τραγούδι:

“Λαλούδι της Μονεμπασάς
και κάστρο της Λαμίας
και Παλαμήδι τ’Αναπλιού
άνοιξε να’μπω μέσα.
Να ιδώ τις Αναπλιώτισσες,
τις Αναπλιωτοπούλες.
Πως πλένουν, πως λευκαίνουνε,
πως μοσκοσαπουνάνε!”

….

Τέτοια είναι η πατρίδα μου. Τέτοια…
Αν πεις και για τα χρόνια της πανώριας λεβεντιάς, τα χρόνια του ‘Κοσιένα, πάλε το Ανάπλι μας κράτησε τ’αψήλου, αχαμήλωτο, το μπαϊράκι της λεβεντιάς. Κι έδειξε στους Φιλέλληνες -μα και στους μισέλληνες- της Ευρώπης πως, όχι! ο Αγώνας δεν είχε χαθεί!
Τέτοια είναι η ακριβή μου πατρίδα. Τέτοια.
Ύστερις από το πέσιμο του Μισολογγιού κι ενώ τρεμόσωηνε πια η ιερή δάδα του Αγώνα, τούτο δω το Ανάπλι και τα κάστρα του απόμειναν το μοναδικό κομμάτι λεύτερης Ελλάδας.
Είναι η Μάνα-πόλη του Γένους μας.
Η κορώνα του Μοριά.
Η πρώτη Πρωτεύουσα της ελεύθερης Πατρίδας.
Είναι το Ανάπλι.
Αυτό, που, όντας ο Μπραήμης σκλάβωσε ολάκερο το Μοριά, στάθηκε το μοναδικό μετερίζι του Έθνους μας.
Λένε πως, τότε που ο φοβερός κείνος αράπης, ο Μπραήμης, που’κανε τη Μοραΐτικη γης να βογγήξει κατ’ από τη βαριά του πατούσα και να κολυμπήσει το μοσκάρι στο γαίμας, έφτασε στον κάμπο μας, καβαλητός πάνω στο αράπικο φαρί του, που φρούμαζε, γύρισε το κανοκιάλι του κατά τις ντάπιες του Παλαμηδιού. Τις τήραξε βαθιά, καθώς τ’αριά κόκκινα γένια του, πάνω στο βλογιοκομμένο του μούτρο, ανεμίζανε.
Τις τήραξε στοχαστικά.
Κι απέ:
“Τούτο το κάστρο δεν παίρνεται!” είπεν ο τραχύς πολέμαρχος της Αίγυπτος. Τίναξε τα γκέμια του φαριού του και τον κατάπιαν οι στερνές σκιές του δειλινού….

…..

Τέτοια είναι η πόλη που με γέννησε.
Τέτοια…
Εδώ, σε μας, δε νιώθεις πούθε τελειώνει η πραγματικότητα και πούθε αρχεύει το παραμύθι.
Εδώ, τούτα τα σοκάκια και τα καλντερίμια, τα πάτησαν φυλές λογής-λογής κι αφήκανε πάνω στο κορμί της πολιτείας μας την πυρή σφραγίδα της πατούσας τους.
Βυζαντινοί, Φράγκοι, Βενετσάνοι, Οθωμανοί.
Φυλές λογιών των λογαδιών.
Ώσαμε την άγια μέρα -τ’Αγιαντρέος ήτανε- που ο Σταϊκούλης χούμηξε στο Παλαμήδι και το καθάρισε από τη μπόχα της Τουρκιάς.
Κι ανάσανε ο τόπος κι η Ελλάδα!

….

Τέτοιο είναι το Ανάπλι μας.
Τη γέννεσή του και την ομορφιά του τη χρωστάει στον Έρωτα.
Την προμάμη μας, τη Δαναΐδα πριγκηπέσσα Αμυμώνη, ερωτεύτηκε ο Θεός της θάλασσας ο Ποσειδώνας.
Καρπός κείνου του μεγάλου έρωτα, ο Ναύπλιος, πήρε από το Θεό-πατέρα του, κλήρα τούτη τη γης και πάνω της στέριωσε την πόλη που εμείς τώρα κατοικούμε.
Τέτοιο είναι το Ανάπλι μας.
Τέτοιο.
Και τούτης εδώ της πολιτείας την ιστορία, φτωχός γραφιάς εγώ, θα προσπαθήσω αραδιάζοντας τα ψηφιά στο παρθένο χαρτί -να σας ανιστορήσω, ξετυλίγοντάς την σαν παραμύθι.

….

Βάλτε την ανέμη να γυρίσει…

 

Επιστροφή στα Περιεχόμενα   Επόμενο