Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΓΚΑΛΙΟΥ

Το αρχοντικό φιλόξενο σπίτι, μας δέχτηκε πάλι -“άσωτους υιούς”, μόλις άρχισαν τα πρώτα ρίγη του φθινοπώρου.
Και τον είδαμε, όπως και πέρσι, πάλι τον εκλεκτό φίλο, πλάι στο μεγάλο Τούρκικο μαγκάλι, το χάλκινο, με τα μπρούτζινα χερούλια και το σκέπασμα, το στολισμένο με το μισοφέγγαρο.
Η εποχή δεν ζητούσε ακόμα την συντροφιά του μαγκαλιού και σταθήκαμε απορημένοι:
-Κρυώνεις από τώρα;-
-Καθόλου. Άλλωστε θα μπορούσα ν’ανάψω το καλοριφέρ:-
-Και τότε;-
-Τότε τι; Απλούστατα άναψα το παλιό μαγκάλι γιατί… γιατί, βρε αδερφέ, θέλω απόψε να ξαναγίνω παιδί!-
Και καθώς εμείς που τον ξέραμε καλά, μαντέψαμε πως, όπως πάντα, θα μας έλεγε κάτι ενδιαφέρον, σωπάσαμε και τον αφήσαμε να συνεχίσει:
-Να, λέει, καθώς με την τσιμπίδα ανακατεύει τη στάχτη, τούτη δω η χόβολη με γεμίζει όνειρα, νοσταλγίες και αναμνήσεις!….
-Θυμάμαι!
Τη γιαγιά που έπιανε με τα λιπόσαρκα χέρια της, την τσιμπίδα και ανακάτευε τη θράκα, για να μας βγάλει τα ψημένα, αρωματικότατα κάστανα και τις “φούσκες”. Τις ξέρετε τις “φούσκες”;-
-Όχι!-
-Είναι το σκασμένο καλαμπόκι. Βάζεις τους σπόρους στη θερμή στάχτη και σκάζουν σε ωραία κάτασπρα λουλουδάκια. Όταν είναι ζεστά, είναι πεντανόστιμα! Ακόμα, θυμάμαι πως κρυφά, περνάμε απ’τη στάχτη του μαγκαλιού, τα πεταμένα αποτσίγαρα του πατέρα και τυλίγοντας τα σε εφημερίδα, εν είδη πίπας, τα καπνίζαμε άπληστα.
Ακόμα, το κάθε βραδυνό, το στερεότυπο και το μοναδικό παραμύθι, που μας νανούριζε, ειπωμένο απ’τα χείλη του παππού. Άρχιζε έτσι:”Μια φορά κι έναν καιρό, ήτανε μια βασίλισσα κι ένας βασιλιάς και δεν κάνανε παιδιά”!

Και τα χρόνια περνούσαν!
Κι ήρθε καιρός, που εδώ, στο ίδιο μαγκάλι, σε μια “βεγγέρα”, έκανα να πιάσω την τσιμπίδα την σκαλιστή και την πλουμισμένη και τα χέρια μου συναντήθηκαν στην ίδια αυθόρμητη κίνηση, με το λεπτό, κρινένιο  χεράκι της δεσποσύνης Μαρίας Καλογερά…”
-Της γυναίκας σας;-
Εκείνης! Κι από τότε, από κείνη τη στιγμή, τα χέρια σφιχτοδέθηκαν, για να μη ξαναχωρίσουν ως τα βαθιά μας γερατειά!

Και τα χρόνια περνούσαν!…
Όνειρα και πόθοι, λύπες και χαρές, γεννητούρια με μικρά ροδομάγουλα και θάνατοι φρικαλέοι, συνδέθηκαν αδιάσπαστα με τούτο δω το χάλκινο, το παλιό μου, το προγονικό, τ’αγαπημένο μαγκάλι!
Γι’αυτό σου’πα πριν πως έχει μέσα ποίηση!
Και ψυχή και ζωντάνια!
Έχει πάρει κάτι από μένα κι απ’τη ζωή μου!
Και γι’αυτό το προτιμώ, σαν σύντροφο και φίλο, απ’όλα τα καλοριφέρ και τις “σαλαμάνδρες” και κείνα τα γελοία “πεκινουά” ηλεκτρικά σομπάκια που, με τις πρίζες τους και τα κουμπιά τους μπορεί να σε ταξιδέψουνε καμιά ώρα ξαφνικά, από’να θάνατο ηλεκτροπληξίας, αναίτιο, κοινότυπο και κουτό!-

Και, εκεί κάπου, ο φίλος μου σταμάτησε, στήλωσε το βλέμμα του, απλανές, στη χόβολη του μαγκαλιού και βυθίστηκε σε ρεμβασμό.
Οι δυό παλιοί φίλοι μιλούσαν με τη γλώσσα της σιωπής!

 

Προηγούμενο   Επόμενο