ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΧΙΜΑΙΡΑΣ 14

Έτσι έπραξαν.
Όταν γύρισαν απ ‘ το θλιβερό ξόδι, έννιωθαν ξαλαφρωμένοι.
Είχαν εκτελέσει ένα χρέος.
Καθώς έπαιρνε πια να νυχτώνει, το δάσος βυθιζότανε στην πάχνη του ονείρου…
Τα πουλιά, τα ζωντίμια, τα ερπετά, τα ξωτικά, όλα, ως κ’ η Βάβω ακόμα, τους παράστεκαν και τούς καμάρωναν.
Κάθησαν κάτω από μιαν ελιά, στο πλάι μιας νεροσυρμής.
«Πώς νιώθεις τώρα, Χρυσαφένια μου;
είπε ο Ποιητής.
—«Πάρε με στην αγκαλιά σου!
Έτσι! Ξαλαφρωμένη νιώθω!
Διαισθάνομαι πως κείνα τα δυο κορμιά, τα δυο νεκρά πουλάκια, πλήρωσαν με το θάνατό τους την ευτυχία μας!
—«Παράξενο! κ’ εγώ το ίδιο!
—«Ας είναι αλαφρό το χώμα που τα σκεπάζει!..
Σηκώθηκαν και πήραν, αγκαλιασμένοι, τον κατήφορο…
Πάνωθέ τους, αθώρητα, τα πουλιά και τα ξωτικά του Λεμονοδάσους τους καμάρωναν και τους ευλογούσαν!….

 

Προηγούμενη Σελίδα    Επιστροφή στα ΠΕΖΑ