Το ζευγάρι των Μεγάλων Κυνηγημένων, ύστερ’ από το μεσημεριάτικο ύπνο του, βγήκε να ξανασάνει στη βεράντα. Είπεν Εκείνη:
—«Αγαπημένε, ξαναπές μου τώρα κείνο το τραγούδι που’χες γράψει για μένα.
Ο Ποιητής Της χάιδεψε τη χρυσή κόμη, πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της Χρυσαφένιας κι’ απάγγειλε:
«Τεφρά είχαν γίνει τα μαλλιά.
Και, δίχως να προσμένω,
ήρθες, ανάερη, στο θαμπό,
το αβέβαιο του βραδιού.
Φέρνοντας μιαν αγάπη αγνή,
σα γιασεμί παρθένο
ή σα γλυκοχαμόγελο
στα χείλη ενός παιδιού!»
Απόμειναν για λίγο αγκαλιασμένοι, αμίλητοι, να κοιτάζουν τη θάλασσα και να οσφραίνονται άπληστα τη μυρωδιά της νοτισμένης γης.
—«Άκουσε! λέει Εκείνη. τα παιδιά παίζουν με τα βότσαλα. Άκουσέ τα πως γελοκοπούν, ξέγνιαστα κ’ ευτυχισμένα. η δική μου κόρη είναι πιο συγκρατημένη.
Για ιδές! Τα δυο τα δικά Σου, τ’αγόρι και το κορίτσι, χαλούν τον κόσμο.
Πιτσιλίστηκαν με την άμμο».
Ο Ποιητής σωπαίνει ευτυχισμένος.
Ύστερα σοβαρεύεται.
Λέει:
—«Λάθεψες Χρυσαφένια μου.
Δεν υπάρχουν δικά Σου και δικά μου παιδιά.
Είναι, απλά: τα παιδιά ΜΑΣ. Αυτό είναι!
Εγώ έτσι το νιώθω.
Εσύ;
—«Κ’ εγώ έτσι. Συχώρα με!
…….
Κι άξαφνα, Εκείνη διακρίνει χάμω στη βεράντα, τα δυο κορμάκια τα νεκρά των πουλιών.
—«Καλέ μου! Ιδές, Καλέ μου!
Τα χελιδονάκια της φωλιάς είναι νεκρά!
Και πούπουλα! Ιδές πούπουλα! Μεγάλα πούπουλα, από ξένο αρπαχτικό πουλί. Όρνιο!
Τρέμω, Καλέ μου! Τι να’γινε; Τι να’τρεξε!
Τι να’γινε την ώρα που κοιμόμαστε;
Ποιος εχτρός τα σκότωσε;
Τα κορμάκια τους, το’να πλάι στ’ άλλο, είναι μαδημένα και ματωμένα.
Τι να’ταν;
—«Ποιος ξέρει! Ίσως κανένα γεράκι.
Μην το σκέφτεσαι πια!
Μα…. κλαις;
—«Ναι, κλαίω! Όλα με τρομάζουν!
Και φοβάμαι! φοβάμαι για μας. για την αγάπη μας! Θέ μου! Δυο πουλάκια νεκρά! Νιόπαντρα θα’ταν!… Καθώς…. εμείς και -Παναγιά μου Δέσποινα! -Θώρει τα… Είναι νεκρά!»
Το στήθος Της σπαράζει τώρα από το λυγμό.
Ο Άντρας προσπαθεί να Την ημερώσει:
—«Σώπα, αγάπη, Σώπα.
Να: Κοίταξε: Ξέρεις τι σκέφτηκα;
Να τα θάψουμε, λέω, τα φτωχά πουλάκια.
Πάνω κει να τα πάμε. Στο Λεμονοδάσος. Να τους ανοίξουμε μια λακκούβα στα ριζά μιας λεμονιάς»