Τώρα πια θα σβήσουμε για πάντα, μικρή μου γυναικούλα!» πρόφεραν τα χείλη του πετροχελίδονου.
—Αχ, ναι! Θα σβήσουμε! Είναι η στερνή φορά που βλέπω το θάμα της Άνοιξης!
—Στερνή, ναι! Στερνή που βλέπουμε και τη βαθιά γαλάζια θάλασσα!
—«Μ’αγαπάς πολύ;
—«Εσένα…εσένα μονάχα αγάπησα σ’όλη τη μικρή μου ζήση!
«Όμως…πεθαίνουμε!
Πάνω που χτίσαμε τη φωλιά μας! Πάνω που θα Σου’φερνα στον κόσμο τα πρώτα Σου παιδιά!
Τι γένηκε ο αγιούπας;
—«Πάει στον αγύριστο!
Τον αποτέλειωσαν τα πολιά!
—«Αν δεν ήμασταν εμείς να τον τυφλώσουμε…
—«Ωχ, ναι! Θα’χε κάνει τώρα το φριχτό έργο του.
—«Δεν το’κανε όμως!
Δεν πρόλαβε! Τον μποδίσαμε μεις!
—«Δώκαμε τη ζωή μας για να μείνουνε Κείνοι οι δυο ανέγγιχτοι…|
—«Και για να γίνει ευτυχισμένο το νησί μας!
Μην το ξεχνάς!
Ο θάνατος κ’η θυσία μας θα δώκει τη χαρά και την ευτυχία και την αγάπη σ’ όλα τα πλάσματα που κατοικούνε τούτο το νησί.
—«Καταπώς το λες! Μετανοιώνεις για τούτο;
—«Όχι, όχι…. Μονάχα…. να… που δε Σε χάρηκα….
—«Δε βλάφτει! Θα χαρούνε Κείνοι για μας! Θ’ αγαπηθούνε ξέννοιαστοι Κείνοι για μας. Θα ζήσουν ευτυχισμένοι Κείνοι στη θέση μας. Ο θάνατος μας δεν πάει άδικα!
—«Άντρα μου!…
—«Τ’ είναι, Καλή μου;
—«Έχεις ακόμα δύναμη να συρθείς;
—«Τι θες;
—«Θέλω… Εσένα θέλω! Έλα κοντά μου! Άγγιξέ με!
Σφίξε με στην αγκαλιά Σου μ’ όση δύναμη Σου μένει ακόμα. Έτσι ο θάνατος θα’ ναι πιο γλυκός!
—«Ναι, έλα! ας τελέψουν οι δυο καρδιές μας αντάμα τους χτύπους τους!.
—«Χαίρε, Καλέ μου…σβήνω!
—«Χαίρε ακριβή μου αγάπη!
Σβήνω κ’ εγώ πλάι Σου…
Τα σύγνεφα πύκνωσαν πάν’ απ’ το νησί. Βάρυναν.
Άνοιξαν οι καταρράχτες τ’ουρανού κ’ η μπόρα η ανοιξιάτικη άρχισε να πέφτει, στάλες χοντρές, και να δροσίζει με τα φιλιά της τη διψασμένη γαστέρα της γης….