ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Τώρα π’ασπρίσαν τα μαλλιά
κ’ έχουν σωπάσει τα πουλιά
και πά’ στα μηλομάγουλα
μαράθηκαν τα ρόδα.
Έλα να πάμε κει που λες−
που χτίζουν τα πουλιά φωλιές−
στ’ Ανάπλι, στ’ Αναπλάκι μας,
εκεί που Σε πρωτόδα!

Έλα να πάμε· τι ο σεισμός−
αχ, Λεμονιά μου, ο Τουρισμός−
έχει βαλθεί με σύστημα
και με μανία τόση.
Έχει βαλθεί βρε Λεμονιά,
κάθε ρομαντική γωνιά,
κάθε της Νιότης μας φωλιά
να την ξεθεμελιώσει!

Πάμε να ξαναγίνεις ναι,
καλή, πιστή μου Λεμονιά.
Στο σπίτι ας την αφήσουμε
την κόρη μας την Ντίνα.
Και μόνοι −νιόπαντροι θαρρείς!−
να φύγουμε, νωρίς νωρίς,
μακριά’π’τα καυσαέρια
που πνίγουν την Αθήνα!

Ν’ ανέβουμε εκεί ψηλά,
πίσ’απ’ τον Ψαρομαχαλά,
στης «Παναγίτσας» το μικρό
το γραφικό ξωκκλήσι.
Εκεί, που, μια Πρωτομηνιά
−Αύγουστος, ήταν, Λεμονιά−
τα ροδαλά Σου μάγουλα
είχα πρωτοφιλήσει!

Έλα να πάμε, Λεμονιά
και στην παλιά σου γειτονιά.
Πάνω στα «Βραχατέικα»,
εκεί, στου Βούρτση πλάι.
Εκεί, που, μοδιστρούλα μου
την παιδική καρδούλα μου
την τρύπησε η βελόνα Σου
και μάτωσε… και πάει!..

Πάμε σε κείνες τις γωνιές.
Κείνες τις φτωχογειτονιές.
Μια ταβερνούλα κει να δεις,
που τώρα είναι ρημάδι.
Να θυμηθείς τον Μπλατσαρά,
τον μπουζουξή, που, τρυφερά
καντάδες για χατήρι μου
Σου’κανε κάθε βράδυ.

Κ’ ήτανε μια Πρωτοχρονιά
−βρε, το θυμάσαι, Λεμονιά;−
που, καθώς τραγουδούσαμε,
ο γέρος Σου ο «τζοχάδας»
εβγήκε στο χαγιάτι Σου
και, πίσω από την πλάτη Σου,
βρίζοντας, μας κατάβρεξε
με απόνερα μπουγάδας!

Κι όμως, την άλλη τη χρονιά
−μικρή. ακριβή μου Λεμονιά!−
ο ίδιος που σκυλόβριζε
γυιό του με είχε κάνει.
Κ’ έκλαιγε, σα μικρό παιδί
όταν, κει στην Άγια Μονή,
το τιμημένο Σου’βαλα
του γάμου το στεφάνι.

Έλα να πάμε, Λεμονιά,
τώρα τη βαρυχειμωνιά,
που οι ξένοι τ’ Αναπλάκι μας
δεν το’χουνε κουρσέψει.
Να βρούμε τις παλιές φωλιές
−της Νιότης αηδονολαλιές−
Να φούμε τι άφηκαν για μας
και τι έχει περισέψει!

Να προσκυνήσουμε κ’οι δυο
−πριν γίνουν όλα ρημαδιό−
κάθε σοκάκι τ’ Αναπλιού
και ριζιμιό λιθάρι.
Τώρα, που ακόμα είναι νωρίς.
Πριν έλθει, ανήλεος και βαρύς
ο Χάρος και για το στερνό
ταξίδι μας μπαρκάρει!…