ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ

Στο “Τίμιο Ξύλο” μου.

Τον πρωτογυιό του πρωτογυιού μου.

Το Θοδωρή.

 

Το σιταρένιο το ψωμί ας είναι βλογημένο.
Η απαλάμη του θεού ας ψαύει τις καρδιές μας.
Του πόλεμου απόηχοι μόνο τα βαρελότα.
Οι κρότοι εκείνων μοναχά, με το «Χριστός Ανέστη»
να σμίγουν, την Ανάσταση Εκείνου τραγουδώντας.
Κάθε παιδί κ’ ένας Χριστός στην πλάση να γεννιέται.
Άσπρος Χριστός, μαύρος Χριστός και κίτρινος το ίδιο.
Αδέρφια εδώ σ’ αυτή τη γης. Στα Τάρταρα ο Κάιν!
Κάθε μητέρα Παναγιά. Και τα βυζασταρούδια —
κειά που τον κόρφο της τρυγάν— κι από ‘νας Ναζωραίος!
Να βόσκουν πράτα στις πλαγιές, γαλήνια και στους κάμπους
ν’ αλαφρογέρνουν τα σπαρτά στο χάιδεμα του μπάτη.
Κι’όλο πιό κει, γριές ελιές και νιές ελιές, νυφούλες,
μεστές απ’ τον ιερό καρπό και βαρυφορτωμένες,
να τον προσφέρουν μυστικά στον Άνθρωπο, θυσία.
Σε αγώνες τίμιους για πρωτιά τ’ αγόρια στις παλαίστρες
με τα κορμιά τα μπρούτζινα και τη σγουρή τους κόμη
δεμένη με τον κότινο και τη χαρά της νίκης.
Τα γερατειά, περήφανα, χιόνι πασπαλισμένα,
να δέχονται το ζείδωρο γλυκό φιλί του Φοίβου
κ’ η ιλαρή τους η ματιά τριγύρω να διανεύει
στους γυιούς, στις διχατέρες τους, στις νύφες και στα ‘γγόνια.

 

Βαθιά το υνί να μπήγεται στο μελαψό το χώμα
από το χέρι του οργωτή. Σπειρί – σπειρί το στάρι
τα σπλάχνα εκεί της μαύρης γης να μπει και στη γαστέρα,
στα σπλάχνα εκεί της μαύρης γης να μπει και να καρπίσει.
Κ’ ύστερα, δροσοπότιστο, χρυσάφι βλογημένο,
να γίνει το γλυκό ψωμί, το σώμα του Χριστού μας,
το «κλώμενον υπέρ ημών» από τη σάρκα Εκείνου.

 

Τα τρεχαντήρια, ντέλφινες, τα κύματα να σκίζουν.
Να βιάζονται να φτάσουνε στ’ απάνεμο λιμάνι
αιγαιοπελαγίτικου νησιού, που, νοτισμένη
από τον πόθο η ματιά, το ναύτη καρτεράει.
Ματιά γλαρόνας γιόμορφης, ηλιοπεριχ υμένης,
μιανής αρραβωνιαστικιάς ή κι αγαπητικής του.
Μιανής γλαρόνας τα βυζιά —δίδυμα περιστέρια—
κείνου το χάδι καρτεράν, τ’ αρμυροποτισμένο,
το ροζιασμένο, το τραχύ, ναν τα κορφολογίσει…

 

Σαναπλαγιές και διάσελλα, που Χάροντα δρεπάνι
σα στάχυα θέρισε κορμιά λεβεντονιών βαρβάτων
κι έχει απ’το τίμιο γαίμας τους η γης αναρριγήσει.
Σ’ αναπλαγιές και διάσελλα, που, ελάτια παλικάρια,
σε πόλεμους αναίτιους κι αδελφοκτόνες μάχες
άφήκαν το κουφάρι τους στης γης τον καταπιόνα.
Εκεί, ψηλά καί χαμηλά, που κοίτονται σπαρμένα
και μάειδε τα ‘ψαλλε παπάς, μάειδε και μάνας δάκρυ
τον ύπνο τους δροσέρεψε, πάρτε τσαπιά κ’ ελάτε
αμπέλια να φυτέψουμε. Κι απέ, σα φτάσει η ώρα,
να πάμε να τρυγήσουμε το τραγανό σταφύλι
να το πατήσουν στο ληνό των κορασιών τα πόδια.
Να στραφταλίζει το κρασί, το κόκκινο, το μπρούσκο.
Θα ‘ναι το γαίμας Εκεινών. Παιδιά μου, κείνο θα ‘ναι,
το «εκχυνόμενον» για μας, που μήνυμά του κλείνει:
«Ποτέ πια πόλεμος! Ποτές! ΕΙΡΗΝΗ! ΕΙΡΗΝΗ!
ΕΙΡΗΝΗ!

 

Αχ, ναι, παιδιά μου! Ακούστε με το γέροντα εμένα,
πο ‘ χουνε δει τα μάτια μου του ολέθρου τα κοράκια
τον Κάιν να ορμηνεύουνε τον Άβελ να σκοτώσει
για να γεμίσει το πουγγί μ’ αργύρια προδοσίας.
Φτύστε τους Γιούδες! Φτύστε τους! Ωραίοι κι αδερφωμένοι,
παιδιά της ίδιας Μάνας – Γης, αρχέψετε τραγούδι
«άσμα ασμάτων» τρυφερό, μακρόσυρτο, κεφάτο.
Πάρετε κείνων τα οστά των πολυπαιδεμένων.
Κείνων τα ιερά οστά και πλύντε τα με μόσκο.
Πλύντε τα με ροδόσταμο και κάντε τα φλογέρες,
να ψάλλουν τον αιώνιο παιάνα της Αγάπης.
Να πάει τ’ αψηλού και ψηλά τετράψηλα να φτάσει.
Πιο πάνω από τα σύγνεφα. Κει που η ματιά σου σβήνει.
Οι Αγγέλοι να τ’ αφογκραστούν. «Και επί γης ΕΙΡΗΝΗ!»

 

Εδώ, κοντά μου όλοι οι λαοί, να δώκουμε τα χέρια.
Μπράτσο το μπράτσο, αδέρφια μου. Μιας μάνας η γαστέρα
όλους στη γης μας έσπειρε, Αιώνες των Αιώνων!
Στην άκρη ας μένουν τα σπαθιά, στην άκρη τα ντουφέκια.
Στολίστε με μυρτόκλαδα τις αγαπητικιές σας
και της Αγάπης το φιλί ο ένας στον άλλο δώστε.
Σμιχτά τα χέρια σας. Δετά. Παλάμη την παλάμη.
Χέρι το χέρι, αδέρφια μου, να φτιάξουμε αλυσίδα.
Να δέσουμε το γέρικο κορμί της Οικουμένης
με ρόδα εκατόφυλλα και κρίνους της ΕΙΡΗΝΗΣ!

 

Αφήστε της ΕΙΡΗΝΗΣ το τραγούδι
κυρίαρχο ν’ απλωθεί στην Οικουμένη.
Δώστε ψωμάκι στα παιδιά της Μπιάφρας,
που — ιδέστε! — τα μουτράκια τα ρικνά τους
τα δείχνουν κιόλας γέρους πριν ανθίσουν!
Χορτάστε τα, να ψάλλουνε και κείνα,
μαζί μας, της Αγάπης το τραγούδι.
Φυτέψτε κλάδο ελιάς στο Ναγκασάκι
και στο Νταχάου λωτούς και με δικράνια
της μαύρης Βίας τα σπλάχνα ξερριζώνοντας
στις ύαινες ρίχτε τα και στα τσακάλια!

 

Ικέτες να σταθούμε, αδελφοί μου
πάνου στον Άουσβιτς τα κρεματόρια.
Ικέτες, αδελφοί, να γονατίσουμε,
με κρεμεζί γαρούφαλο στο στόμα.
Ικέτες να σταθούμε, να γυρέψουμε
συχώρεση απ’ τους μάρτυρες εκείνους,
που τη στερνήν ανάσα και το βόγγο τους
στην πεινασμένη μαύρη γης τα σπείραν.
Να ρίξουμε, χοές, τα ροδοπέταλα,
σμέρτα και δεντρολίβανο στους τάφους.
Τότε να δεις — άσπρε μου, μαύρε, κίτρινε
κι ακόμα συ ερυθρόδερμε, αδελφέ μου—
τότε να δεις το θάμα! Κειών τα κόκκαλα
φορμίγγες θα γενούνε και θα μέλψουν,
πανώριο το τραγούδι της ΕΙΡΗΝΗΣ!

«Έχοντας θώρακας πυρίνους και υακινθίνους
και θειώδεις· και εκ των στομάτων αυτών
διαπορεύεται πυρ και καπνός και θείον.»
(Αποκ. θ, 17)

 

 

Κείνα τα τέρατα της Αποκάλυψης,
κείνοι οι Αρμαγεδώνες, τι γυρεύουν
και στέκονται, αντίκρυ και κατάντικρα,
έτοιμοι να ξεράσουνε τις φλόγες τους,
ένας σ’ Ανατολή κι άλλος σε Δύση;
Εκείνο εκεί το Ον το Υπερήφανο
κανείς δεν το προσέχει που κοιτάζει,
ψηλά ‘πό τ’ ακροούρανα, θλιμμένο;
Με λαμπερά τα μέτωπα και τις παντιέρες
ολόρθες· κι όλο πιο ψηλά, τ’ αψηλού,
ελάτε να χυμήξουμε. Και, σπρώχνοντας
όλο πιο δυνατά, μ’ αυτά τα μπράτσα μας,
τ’ ατσάλινά μας μπράτσα, να τ’ αδράξουμε
τούτα τα τέρατα και να τα ρίξουμε
στ’ ανήλιαγα σκοτάδια του Καιάδα!
Στοχεύουν τα κορμιά μας, τις καρδιές μας
κι ό,τι, στο διάβα των Αιώνων, ο Άνθρωπος
με αγάπη και με μόχτο έχει στεριώσει.
Κλείστε τα στόματά τους, πριν ξεράσουν
τον όλεθρο και τον αφανισμό μας.
Μυριάδες οι πατούσες μας πατήστε τα,
όλο και πιό βαθιά, μέσα στο χώμα,
εκεί ν’ αφήσουν τη στερνή πνοή τους!
Η γης είναι δική μας. Την αγιάσαν
το αίμα τον πατέρων μας κι ο ιδρώτας.
Γενιές μοχτήσαν για την προκοπή της.
Γενιές στενάξαν, για να γίνει ετούτη
Παράδεισος, Εδέμ και περιβόλι.
Η γης είναι δική μας. Είναι, αδέρφια,
χτήμα μας κι ακριβή κληρονομιά μας.
Ομπρός! Πριν μας ξεχύσουνε τη λάβα
ετούτοι οι σιδερένιοι αφανιστές μας!

 

 

Πάρτε σφυριά, δρεπάνια και τσεκούρια
κ’ ελάτε να τσακίσουμε τα κόκκαλα,
να κόψουμε τα χέρια των φονιάδων.
Κείνων, όπου πετάν στον καταπιόνα,
της Μάνας – Γης, τα δώρα που Εκείνη,
απλόχερα και σπάταλα, μας χάρισε.
Εκειούς, τους Βελζεβούληδες, που θάφτουν
τούτα τα δώρα του θεού. Κι αφήνουν
μιλιούνια τα παιδάκια να πεθαίνουν
στα πέρατα της γης, οι μακελλάρηδες.
Τα χρυσαφιά μήλα των Εσπερίδων
σαπαίνουνε στο χώμα. Ελάτε! Ελάτε!
τρέχοντας, να τα πάμε κει, στ’ αδέρφια μας —
τα κόκκινα, τα κίτρινα, τα μαύρα—
που η ψυχοκαταλύτρα Πείνα, η φάγουσα
τρυγάει τα σωθικά τους. Κει να πάμε.
Σε κείνους κει, να πάμε, που υψώνουν —
σταυρούς θαρρείς, τα χέρια τα λιπόσαρκα
γυρέβαντας βοήθεια. Εκεί να πάμε.
Εκεί, να τα φιλήσουμε στο στόμα —
φιλί ζωής— ενώ θα φτερουγίζουνε,
σμάρι, τα περιστέρια της ΕΙΡΗΝΗΣ!
«Κοιμήσου! Και παράγγειλα στην
Πόλη τα προικιά σου! Στη Βενετιά
τα ρούχα σου και τα διαμαντικά σου»
(Νανούρισμα)

 

Τηράτε κείνο το μωρό στο βρεφικό του λίκνο!
Κατ’ από τ’ απαλότρεμο νανούρισμα της μάνας,
έκλεισε τα ματόκλαδα, τ’ αβρά, τα βελουδένια
κ’ εφτύς —ιδές! — λαγάρεψε και πράο αποκοιμήθη!
Στις παρειές του της ροδιάς ανθίζει το λουλούδι.
Τα χείλια του ροδάκινο και γιασεμί η πνοή του.
Μην το ξυπνάτε το μωρό με τύμπανα πολέμου.
Κι, ώ, μην του μεταλάζετε σε μπλάβο μανιτάρι
την πάγκαλη του τη μορφή, με βόμβες Χιροσίμα!
Αφήστε το να κοιμηθεί τον ύπνο της γαλήνης.
Να κοιμηθεί έτσι ξένοιαστο. Ν’ αξαίνει, να μορφαίνει
και τα φτερά των Χερουβείμ να ‘γγίζουν το κορμί τον.
Αφήστε το να κοιμηθεί. Ποτές μην αντικρύσει
του Πόλεμου το φάσγανο και τη ρομφαία της μάχης.
Αφήστε το να κοιμηθεί, να γένει παλικάρι,
ή και λαφίνα κορασιά. Αφήστε το να γύρει
στην αγκαλιά της μάνας του. Στον κόρφο της ΕΙΡΗΝΗΣ!

«Όταν της τον πήραν ήταν παλικάρι
και των γηρατειών της στήριγμα γερό.
Όταν της τον φέραν ήταν μαξιλάρι
κ’ είγαν καρφιτσώσει πάνω ένα σταυρό!»
(ο Ποιητής)

Χορός Αρχαίας Τραγωδίας κείνες οι μάνες,
κοπάδια, απ’ την πλαγιά πώς κατεβαίνουν!
Μάνες, οπού ‘χουν χάσει τα βλαστάρια τους
σε μάχες φονικές. Ακούστε! ο γόος,
κυρίαρχος, πώς υψώνεται; Όλο βγαίνοντας
από τα στήθη εκείνα, που το γάλα,
ζείδωρο, στάλα – στάλα τό ‘χαν δώσει!
Σαν Μοίρες μαυροφόρες, χέρι – χέρι,
μόνο βογγάν! Δεν κλαίνε! Από τα μάτια τους
και το στερνό τους κύλησε το δάκρυ.
Στα χέρια τους κρατάνε μαξιλάρια,
μικρά μαξιλαράκια, βελουδένια.
Γραφή πύρινη πάνω τους φωσφορίζει:
«Ὁ γυιός σας ἔπεσε ἡρωϊκῶς μαχόμενος!
Ω, πέστε! Πέστε σεις, τί να τον κάνουν
εκείνον το σταυρό και τα παράσημα;
Εκείνες τα κλωνάρια τους γυρεύουν,
που βίαια ξερριζωθήκαν, πριν ανθίσουν,
ανθούς ροδιάς και γιασεμιά και κρίνα!
Κι ο γόος όλο υψώνεται. Κ’ η αρά τους
υψώνεται και τούτη παντοδύναμη.
Κατάρα, λεν, στον πόλεμο! Κατάρα!
Πατήστε! Λυώστε χάμω κειούς τους σκούληκες
που φτιάχνουν με τα μιαρά τους χέρια
θανάτου σύνεργα! Άμποτες να ‘μαστε
στερνές εμείς οι μαυροφόρες μάνες
που είδαμε να κουρνιάζει στα καλύβια μας,
μαύρος ο γύπας του όλεθρου! ΕΙΡΗΝΗ!

«Το Μιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη !»
(Καρυωτάκης)

Κουτσοί, στραβοί, λοβοί, κολοβωμένοι,
εκείνοι οι νιοι, γιά ιδές πως ροβολάνε
στο μονοπάτι εκεί το κακοτράχαλο;
Ρωτάνε —κ’ η φωνή τους τώρα υψώνεται
γοερή, πότε τραχειά και πότε αμπάσα.
«Τα χέρια μας γυρεύουμε! Τα πόδια!
Τα μάπα μας, που μπήξανε στις κόχες τους
το αιματερό καυτό δαυλί! Τα μάτια
που σβήστηκαν και δε θα δουν ποτέ τους
του ηλιού το μάγο φέγγος.
Δε θα δούνε μορφές αγαπημένες! Τις καρδιές μας
που ήταν γεμάτες ροδοπέταλα Έρωτα
και τώρα… τώρα γένηκαν υδρίες
γεμάτες όξος και χολή και μίσος.
Αδέρφια! Γιατί, αναίτια, μας κουρσέψαν;
Αδέρφια! Γιατί σφάζει ο ένας τον άλλο;
«Ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρω μὴ ποιήσεις!»
Το’πε ο Τωβίτ. Βάλτε το στην καρδιά σας,
να γένει σπόρος, να φεγγοβολήσει!
Αδέρφια μου —άσπροι, μαύροι, κίτρινοι—
ένα θεό όλοι έχουμε πατέρα.
Σαβαώθ, Αλλάχ, Βούδας, Κομφούκιος,
όλοι για την Αγάπη μας μιλάνε!
Τα μέλη του κορμιού μας τα προσφέραμε
σ’ έναν ηλίθιο Μολώχ θυσία.
Οι γύπες του Πολέμου μας ευνούχισαν
κι οι εμπόροι των Πατρίδων μας σπαράξαν!
Το αίμα σας, που εκείνοι το γυρεύουν,
με ψεύτικα συνθήματα και πλάνα,
το αίμα σας είναι του Χριστού μας το αίμα.
Σε κείνους αρνηθείτε το και δώστε το
—φλέβα τη φλέβα— σ’ όσους αγωνίζονται
στη ζωή να κρατηθούν. Στους πληγωμένους
του Σαλβαντόρ, της Νικαράγουας· κι ακόμα
σε κειούς που «μάνα ἐξ οὐρανοῦ», το καρτεράνε
στου Αφγανιστάν τους βράχους, αδελφοί μου!

 

Λαέ μου Παλαιστίνιε, πονεμένε,
πολυβασανισμένε, ανέστιε, πλάνη.
Λαέ, που σε σταυρώσαν οι εχθροί σου
κ’ οι φίλοι σου μαύρα καρφιά σου μπήξαν.
Λαέ, περήφανε λαέ, σε Σένα
ετούτο το τραγούδι αφιερώνω.
Λαέ μου προδομένε, διψασμένε
για το γλυκό της λευτεριάς νεχτάρι,
ολόρθος πολεμάς, σκοντάφτεις, πέφτεις
και —θάμα— πάλι ολόρθος! Σαν Ανταίος!
Γρανίτινε! Πολεμιστή κι αντάρτη,
δε σκύφτεις στους δυνάστες το κεφάλι.
Αγάντα! Ό,τι εκείνοι σου στερήσαν —
ένα κομμάτι γης να κατοικήσεις,
το παιδεμένο σώμα ν’ αναπάψεις—
σύνταχα θα το βρεις. Ψηλά η παντιέρα
της πίστης σου και της παλικαριάς σου.
Λαέ μου ρημαγμένε, ματωμένε,
Λαέ χαμένης γης, τη λευτεριά σου
με το σπαθί σου εσύ θα την κερδίσεις!
Κ’ εμείς μαζί σου, ανάσα την ανάσα.
Κι ο χτύπος της καρδιάς σου και δικός μας.
Η ώρα δε θ9 αργήσει. Κι όπου να ‘ναι
Το λίκνο να πλαγιάσουν τα παιδιά σου.
Ναι! Δε μπορεί! Ταχιά ή κι αν αργήσει
τη Μαύρη Βία το Δίκηο θα δαμάσει,
θα’ρθει η Μεγάλη Μέρα, που στην έρημο—
την ποτισμένη απ’ των παιδιών σου το αίμα.
Εκεί, που, για τον Άνθρωπο, ο Θεάνθρωπος|
μαρτύρησε και «λόγχγῃ ἐκεντήθη»,
πανώριο, πορφυρό, πυρό, φεγγόβολο,
θ’ανθίσει το λουλούδι της ΕΙΡΗΝΗΣ!

 

Τα ράσα τι βουβάθηκαν, τα στείρα;
Οι μίτρες οι τιάρες τι σωπαίνουν;
Μονότονα κάτ’ από τ’ αγιοκέρια,
τι ψέλνουν το «Ὡσαννά» και το «CUM DEUS»;
Όχι! Το Ον εκείνο το Υπερήφανο,
οι ρασοφόροι ας το υμνούν μονάχα
τις πράες ώρες, τις γαληνεμένες.
Τώρα τα ράσα τι δεν ανεμίζουν,
να πάνε κει που τα καλεί το Χρέος;
Να πάνε κει που ο Πόλεμος βρουχιέται
χορταίνοντας με το αίμα των αθώων.
Να πάνε κει που οι αδελφοί μας ζούνε,
βουβοί, κάτ’ απ’ το φάσγανο του Τρόμου.
Να πάνε κει. Να σκύψουνε, να χύσουν
μπάλσαμο στις πληγές των λαβωμένων.
Να πάνε κει που η Πείνα έχει θεριέψει
και τ’ αδειανά στομάχια να χορτάσουν.
Την κατσαρή την κόμη να χαϊδέψουν
των νέγρικων παιδιών. Να τα ποτίσουν
πορτοκαλιού χυμό να δροσερέψει
το χείλος τους, που οι φλύκταινες τρυγάνε.
Τότε να δεις πως κειός ο Ναζωραίος,
που το σεπτό κεφάλι Του ζαλίσαν
τα θυμιατά κ’ οι ψαλμουδιές. Να δείτε
πως θα κατέβει απ’ το σταυρό του μαρτυρίου ΤΟΥ,
με τ’ άγια ΤΟΥ τα χέρια να βλογήσει
εγκόλπια και σταυρούς και πετραχείλια.
Τότε να δεις εκεί9 στους Άγιους Τόπους,
βασιλικά θ’ ανθίσουνε κι ολόλαμπες
πορφυρές της Αγάπης παπαρούνες.
Ταγοί τα ράσα να’μπουν και μπροστάρηδες
σε τούτο το γιουρούσι της Αγάπης.
Εκείνης, που, όταν με τα κρίνα χέρια της
το γέρικο Πλανήτη αγκαλιάσει,
γλυκό λάλες καμπάνες της Ανάστασης
και Χερουβείμ θα μέλπουν, φτερουγώντας
το αιώνιο τραγούδι της ΕΙΡΗΝΗΣ!

 

Ακούστε με το γέροντα εμένα—
παιδιά μου, δισεγγόνια μου κ’ εγγόνια,
Χρόνια, το ρημαγμένο μου κουφάρι
σέρνω, σε τούτον τον ρικνό Πλανήτη.
Ετούτα μου τα μάτια, που θαμπίζουν,
είδανε παλικάρια λιοπερίχυτα
να πέφτουν, θερισμένα σαν τα στάχια,
κάτω από Μαύρου θεριστή δρεπάνι
σε πόλεμους εμφύλιους, με δίχως
να ξέρουν την αιτία φριχτής αμάχης!
Μανάδες, είδα, νιές, καθώς κρατούσαν
στον κόρφο τ’ άγουρα μικρά ορφανά τους.
Και, πεινασμένα εκείνα, να δαγκώνουν,
με πείσμα το βυζί το ζωηφόρο.
Και κείνο, αντίς για γάλα, να σταλάζει
φαρμάκι οχέντρας και χολή και πύον!
Ποτές μην πέσετε στο Μέγα Λάθος!
«Ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρω μὴ ποιήσεις!»
Κλαδάκι ελιάς φυτέψτε στις καρδιές σας.
Κλαδάκι ελιάς, τρισάγιο να φυτρώσει.
Να γένει λιόχαρο δεντρί ν’ απλώσει
κλωνιά, π’ όλη την Πλάση θ’ αγκαλιάσουν.
Μέσα στις φυλλωσιές του, ταίρι – ταίρι,
να κελαηδούν οι σπίνοι και τ’ αηδόνια.
Νυχτόημερα να μέλπουν το εξαίσιο,
το τρισμεγάλο τ’ άγιο τ’ ακατάλυτο,
το υπέροχο τραγούδι της ΕΙΡΗΝΗΣ!

 

Για μένα τώρα ήρθε πια το Πλήρωμα του Χρόνου.
Κι ώραν την ώρα καρτερώ το Μαύρο Καβαλλάρη
για να με πάει, καλπάζοντας «ἔνθα οὺκ ἔστι λύπη».
Όμως, σεις που θα ζήσετε πάνω στης γης τη φλούδα
χρόνους, παιδιά μου, μακρινούς, να ζήσετε ενωμένοι.
Εγώ μισεύω σύνταχα στου ασφοδελού τις χώρες.
Και, πρι να πάω στη μαύρη γης, παιδιά μου εσείς κι αγγόνια,
τούτα τα λόγια θα σας πω: φυλάχτε σα στολίδι,
σα τζιβαέρι ατίμητο, ετούτον τον Πλανήτη
που ΕΚΕΙΝΟΣ μας εχάρισε κ’είναι κληρονομιά μας.
Σμίχτε κορμιά σας και καρδιές. Και, πλάι ο ένας στον άλλο,
γευτείτε από τ’ακένωτο κροντήρι της Αγάπης
το θεϊκό νεχτάρι της, αντάμα, στόμα-στόμα.
Κρατήστε ολόρθη κι άσβηστη της πίστης σας τη δάδα.
Βάλτε, γιορντάνι στο λαιμό το γκόλφι της Αγάπης
κι οργώστε τους Ωκεανούς με τα πλεούμενά σας.
Εκείνα τα γοργόφτερα πριάρια, τα γαλάζια,
που κολυμπάν καμαρωτά· και στ’άρμπουρά τους γράφει
Αγάπη! Αγάπη όλοι οι λαοί. Αγάπη και ΕΙΡΗΝΗ!

 

Ωιμένα! Ως πότε θα χαρούν το θεϊκό φως της μέρας
τούτα τα μάτια που θαμπά το κάθε τι ξεκρίνουν;
Ελάτε εδώ, στο τζάκι μου κοντά, να σας χαρίσω—
άσπρα παιδιά μου, μελαψά και κίτρινα το ίδιο—
το υστερνό μου το φιλί, μαζί με την καρδιά μου.
Σαν φτάσει η άγια ώρα της ΕΙΡΗΝΗΣ,
μια χάρη —τη στερνή μου— σας γυρεύω:
Τα νιάτα όλα να’ρθουν της Οικουμένης
στον φτωχικό μου τάφο, φέρνοντάς μου
της νίκης το γλυκόλαλο μαντάτο.
Να’ρθείτε, με νταβούλια και ζουρνάδες.
Με πίπιζες και γκάιδες και φλογέρες,
κλαρίνα και βιολιά και να μου ψάλτε
εκείνο το τραγούδι το τρισάγιο.
Εκείνο το τραγούδι της ΕΙΡΗΝΗΣ.
Βροχή εξ ουρανού, να δροσερέψει
του τάφου μου το χώμα και να κάνει
τ’ αγκάθια και τους τρίβολονς ν’ ανθίσουν.
Άστρα βροχή θα πέσει το τραγούδι σας
και του Άδη τα σκοτάδια θα φωτίσει.
Των ώριων κοριτσιών σας τις πλεξούδες
μ’ αγιόκλημα κι αγράμπελη στολίστε
και φέρτε τα και κείνα να χορέψουν
τρογύρω στο μνημούρι μου, οι νεράιδες!
Φέρτε χοές. Κρασί απ’ τη Σαντορίνη
και μπρούσκο της Νεμέας και του Κισσάμου.
Μοσχάτο απ’τα Μεσόγεια, σα νεχτάρι.
Με τσικουδιά απ’ το Ρέθυμνο μεθύστε.
Κι αρχέψτε ένα χορό κ’ ένα τραγούδι
απ’ τη βαθιά τη νύχτα ως τα κροκάδια
της κονταυγής. Μπροστάρης στο χορό σας
θα’ ναι ο Χριστός κ’ οι δώδεκα Αποστόλοι!
Το τάμα μην ξεχάστε! Κουρνιασμένος
στο δώμα του Άδη εκεί, θα καρτεράω
το μοσκοβολημένο μήνυμά σας,
μήνυμα της ΕΙΡΗΝΗΣ! Καληνύχτα!