ΓΕΝΕΘΛΙΑ

Ανθίσαν τα γαρούφαλα στην έρημή μου γλάστρα
κ’ έγινε τώρα η ζήση μου ατέλειωτο πρωί.
Ο κόρφος μου πλημμύρισε τον ουρανό με τ’άστρα
κι αναπνοή μου γένηκε η κάθε Σου πνοή.

Χρονιάζεις, κρίνε σήμερα και τ’ουρανού οι αγγέλοι
μπήκανε μες στο σπίτι μου και ψάλλουν το «Ωσαννά».
Και μου’φεραν οι μέλισσες το πιο γλυκό τους μέλι
από λουλούδια ξωτικά σ’απάτητα βουνά!

Για ιδές το χινόπωρο! Σαν άνοιξη έχει γίνει.
Θέλει κι αυτή το χρόνο Σου τον πρώτο να γευτεί.
Τα φωτερά ματάκια Σου σκορπίσαν τη γαλήνη
στην πλάση, που, γιορτάζοντας, γαλήνεψε κι αυτή!

Και μένα, που τη σάρκα μου έλουζε πριν το ρύπος
και βάδιζα, τρεκλίζοντας, στο σκότος το πηχτό,
με ξανανιώνει της αγνής, μικρής καρδιάς Σου ο χτύπος,
καθώς μες στην αγκάλη μου, ζωή μου, Σε κρατώ!