ΤΟ ΘΑΜΜΑ

Όταν οι Μοίρες ήρθανε, παιδί, να Σε μοιράνουν
ήτανε διάφανο πρωί γαληνεμένης μέρας.
Μπροστά τους πήγαινε η Κλωθώ, η Λάχεση πιο πίσω
κι’ ακόμα πίσω η Άτροπος· πάντα απ’ τις άλλες χώρια!

Σκυφτές κ’ οι τρεις σιμώσανε το γαλανό Σου λίκνο.
Κρατούσε η μια στη ρόκα της το νήμα της ζωής Σου.
Η άλλη στο καλάθι της της μοίρας τα γραμμένα.
Κ’ η τρίτη το μεγάλο της αστραφτερό ψαλλίδι
που, ανοίγοντας και κλείνοντας τ’ απύλωτό του στόμα,
κόβει ζωής ανέφελης τον ανθισμένο Απρίλη
και του πικρού του θάνατου, ωιμέ, σκορπάει το κλάμμα!

Σκυφτές κ’ οι τρεις σιμώσανε στο γαλανό Σου λίκνο.
Και Συ κοιμώσουν, ήμερο και ξένοιαστο και πράο,
την ώρα που το καυτερό φιλί του Πεπρωμένου
έμελλε στα παρθένα Σου τα χείλη ν’ ακουμπήσει!.

Οι πρώτες δυο ξεχάστηκαν κοιτώντας Σε, παιδί μου.
Η μια να στρίβει το μαλλί, το νήμα να Σου γνέθει.
Κ’ η άλλη, απ’ το καλάθι της, κάθε λογής λουλούδια
να Σου σκορπάει στης ζήσης Σου τον ανθισμένο δρόμο,
έτσι που πάντοτε η χαρά να βρίσκεται κοντά Σου.
Κι όλες οι αυγές, ανέμελες κι’ ανέφελες, σαν τούτη,
από τα νιάτα ως τα βαθιά −βαθιά γεράματά Σου,
να παραστέκουν πλάι Σου να Σε γλυκοφωτίζουν.

Οι πρώτες δυο ξεχάστηκαν, παιδί, να Σε κοιτάζουν.
Μα, ήρθε η στιγμή που η Άτροπος, να !, τις παραμερίζει
κι ανοίγει το ψαλλίδι της και σκύφτει πάνωθέ Σου−
γριά κακιά κι αμίλητη και μαυρομαντηλούσα!−
Μα, τ’είν’ αυτό! καθώς κοιτάει τα πάμφωτά Σου μάτια,
το πρόσωπό Σου τ’ όμορφο, με τα τριανταφυλλένια
τα μηλοροδομάγουλα και της ροδιάς τα χείλια!

Καθώς κοιτάει τα δάχτυλα, παιδί μου, τα γραμμένα,
τα κοντυλένια, τ’ άσπρα Σου, τα ομορφοσκαλισμένα.
Καθώς το γέλιο Σου θωρεί, το παιδακίσιο γέλιο,
που χάραζε στα χείλη Σου, θαρρείς και τα φιλούσαν
Άγγελοι λευκοφτέρουγοι, τον ύπνο Σου που σκέπαν,
ημέρωσε η Κακιά Γριά, ξαστέρωσε η μορφή της!

Τρέμει το χέρι που κρατά το σύνεργο του πόνου
κι αφήνει το ψαλλίδι της κατάχαμα να πέσει.
Κοιτάζει ακόμα μια φορά την πάγκαλη μορφή Σου
και φεύγει από το δώμα Σου, στα νύχια της πατώντας.

Γιατί −και τούτο πρώτη της φορά της έχει λάχει!−
δεν τήνε κράτησε η καρδιά, σαν πάντοτε, να κόψει
το βεργολίγερο κορμί τριανταφυλλιάς δροσάτης,
που πάνω του άνθιζες Εσύ, μισάνοιχτο μπουμπούκι.
Πρωτόφαντο, πρωτόβγαλτο, πρωτόφερτο στον κόσμο.
Που ο Χάρος τέτοιο αν άγγιζε κι αυτός Ζωή γενόταν!