ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΧΙΜΑΙΡΑΣ 1

Η Γυναίκα είχε μαλλιά ξανθά. Τετράξανθα. Γι’ αυτό Την έλεγαν Χρυσαφένια. Χρυσαφένια Τhν έλεγαν κι έφτασε στο Μοριά κι ήρθε και σταθηκεν εδώ, στα βενετσανικα μπεντένια του Αναπλιού, φτερουγώντας από πέρα μακριά, κείθε απ’ τους απέραντους, τους καρπερούς και τους ολόξανθους κάμπους της Θράκης.
Ήτανε – Θέ μου και πώς να Την περιγράψω! – όμορφη κι αγνή, σαν την άπλα των κάμπων, την εποχή που τα μεστά χρυσά στάχυα
θροΐζουν κι αναρριγούν κατ’ από το ερωτικό φιλί των ανέμων.
Στα γαλάζια μάτια Της έλαμνε κι έλαμπε το φως ενός πανάμωμου παιδιακίσιου ονείρου· και στα μηλομάγουλά Της άνθιζαν πορφυροί ανθοί ροδιάς.
Ήτανε κατατρεγμένη απ’ τον κόσμο.
Καθώς κ’ εγώ.
Γι αυτό μιλούσε ψιθυριστά.
Και φοβισμένα…
Και ήτανε κείνο το δειλινό της Άνοιξης που τα βλέφαρα Της πετάρισαν παράξενα κ’ η φωνή Της είχε τον απόκοσμο απόηχο της Μεγάλης Φυγής.
—«Καλέ μου, είπε. Οδήγησέ με μακριά απ’ τον κόσμο! Θέλω να δω με τα δικά σου μάτια το όνειρο της βαθιάς γαλάζιας θάλασσας.
Συ μπορείς και συ πρέπει να μου το δείξεις.
Οδήγησέ με!

Προηγούμενη Σελίδα    Επόμενη Σελίδα