Κουρασμένος και πατίρης και ωχρός και σύννους πάντα του
και κρατώντας εις το χέρι, το πρωί-πρωί, την τσάντα του,
κάπως κεκυφώς προώρως, απ’ το σπίτι κατεβαίνει
και πηγαίνει,
όπως είπαμε πιο πάνω, σύνοφρυς, πρωί—πρωί,
να ψωνίσει για φαΐ.
Το θλιμμένο του σαρκίο πάει, άδικα
σε μανάβικα, μπακάλικα, ψαράδικα
και γυρίζει ό ταλαίπωρος, γυρίζει
και ψωνίζει και ψωνίζει και ψωνίζει
κουβαλώντας ολημέρα, σαν τον είλωτα
να χορτάσει πια τα στόματα τ’ απύλωτα!
Από λάδι και φασόλια μέχρι άλας
—ωχ, ο τάλας!
Και ψωνίζει, τον κακό του τον καιρό του
και τελειώνει το δεκαπενθήμερό του
και στην τσέπη μείναν μόνο τα πανιά
και ο μήνας, αχ, ακόμα έχει εννιά!
Τι θα γίνει μες στο βίο τον ανήμερο
ώσπου να’ρθει τ’ άλλο το δεκαπενθήμερο;
Που όλο έρχεται κι’ ακόμα δε ζυγώνει;
Πώς να ‘ρθουν «ίσα υφάδι ίσα στημόνι;»
Στο γραφείο πρέπει τώρα να γυρίσει.
Έχει έγγραφα για να πρωτοκολλήσει.
Όλη μέρα με χαρτιά και με πρωτόκολλα
και φαΐ το μεσημέρι… μπάμιες, μπρόκολλα!
Λίγα μπρόκολλα μονάχα το φαγάκι του
και το βράδυ ως εικός, το γιαουρτάκι του.
Με τη δίαιτα αυτή, καταλαβαίνετε
ότι, όσο πάει, όλο και μαραίνεται
και δεν εκτελεί με τρόπο πια προσήκοντα
ώρισμένα του νυκτερινά καθήκοντα !
Δεν γνωρίζω αν, με όσα πια σας έγραψα,
επαρκώς τον ήρωά μας περιέγραψα.
Πάντως όμως, εκ του ανωτέρω δείγματος
είναι εύκολος η λύσις του αινίγματος.
Να το λύσω, αν δεν είσθε σεις κατάλληλος;;
παντρεμμένος και Δημόσιος Υπάλληλος!