ΟΥΔΕΝ ΚΑΚΟΝ ΑΜΙΓΕΣ ΚΑΛΟΥ

(Από τα παραλειπόμενα της «Συντελείας του κόσμου)

Είχα τώρα πέντε μήνες που κυνήγαγα μια χήρα.
Κι όλο την έφερνα βόλτα κι όλο κει που νόμιζα
πως, στη στρουμπουλή τη χήρα είχα «θέσει πια την χείρα»
ξεγλιστρούσε· κι ατυχίες, φίλοι, απεκόμιζα!

Και περνούσανε οι μέρες και με τύλιγαν οι πόθοι.
Κι’ η μεγάλη μου αγάπη εγιγάντωνε εντός μου.
Ώσπου, κάποτε-ώ χαρά μου!-αστραπιαίως διεδόθη
πως επίκειται, την Πέμπτη, η συντέλεια του κόσμου!

«Διάβασες λοιπόν τι γράφει; Έσπευσα να πω στη χήρα,
ο Πατήρ Έμμαν, τουτέστι ο Προφήτης Ιταλός!
Μοναχά μέχρι την Πέμπτη θα γλεντήσεις, κακομοίρα
και το βράδυ θα ‘μαστε όλοι πεθαμένοι ασφαλώς!»

Της πιπίλισα τ’ αυτάκι και εν άλλοις λόγοις ήτοι,
τόσο τεχνικά τα κόλπα γύρω της της τα ‘φερα,
ώστε, συντελούντος πάντα και του Ιταλού Προφήτη,
με το «πέσε—πες» τη χήρα… α! και την κατάφερα!