ΙV. ΦΩΣ ΕΚ ΤΩΝ ΚΑΤΩ

ΙV. ΦΩΣ ΕΚ ΤΩΝ ΚΑΤΩ

Απόψε θα πάω στο μεγάλο ταξίδι
Κείθε στην πολιτεία των ασφοδέλων
Η συντροφιά πιστεύω των αγγέλων
Δε θα με ποτίζει σαν εδώ, αίμα και ξύδι.

Θ’ αφήσω το κρεάτινο περίβλημά μου
αρκετά το φορούσα τόσα χρόνια-
Θα αποθανατίσουν «αιώνια»
οι άλλοι, σε μια πλάκα τ’ όνομά μου.

Θα Τον περιμείνω ξάγρυπνος έως
να’ρθεί, στα μπράτσα του να μ’αγκαλιάσει
Μ’ ένα λευκό μανδύα να με σκεπάσει
-Δεν είναι όπως οι άνθρωποι φρικαλέος.

απεναντίας, ειρηνικός και απίστευτα πράος
Θα μ’ανεβάσει στο μαβί άλογό του,
Κι εγώ απαλά γερμένος στο πλευρό του
Θα τραβήξω το δρόμο, προς το απύθμενο χάος!

Θα με υποδεχτούνε εις της λήθης τον τόπον
τα χέρια τους κινώντας οι ασφοδέλοι·
προτιμότερη η σιωπή από το μέλι
που κρύβει δηλητήριο, των ανθρώπων.

Και μονάχα θ’ αφήσω εις την γην να κοιτάζει
το κρανίο μου, την ανθρώπινη ουτοπία
Να κοιτάει τους ανθρώπους, να κοιτάει τα τοπία
Και με τ’αδειο του στόμα να γελάσει να καγχάζει.