ΙΙΙ. ΑΝΘΡΑΚΩΡΥΧΟΙ
Βαθειά κι’ όλο και πιο βαθειά τραβάμε
Μεσ’ από το σκοτάδι το πηχτό
Γι’ αγέρα, το καρβουνοκορνιαχτό
Ρουφάμε.
Σκάφτουμε, φτύνουμε αίμα και… γελάμε
-Μίγμα από γέλιο κι’ αγκομαχητό-
όλοι στο ίδιο μνήμα τ’ανοιχτό
Θα πάμε.
Ο Θάνατος μας κυβερνάει το χέρι
Νύχτα για μας πρωί και μεσημέρι
και την κραυγή
Να φτάσει καρτερούμε του Θανάτου
σκίζοντας το βαθύ σκοτάδι ως κάτου
σα θα’χει το μεθάνιο εκραγεί.