ΙΙ. ΘΕΡΜΑΣΤΕΣ
(Παράπονο από το Βυθό)
…Κυματόφερτοι αφροί, νταντελλένια ακρογιάλια
πολιτείες θαμπές που διαβαίνετε αγάλια.
Ισκιωμένα βουνά που διαγράφεστε πέρα
καθώς πέφτει απαλή βελουδένια η εσπέρα
Σμαραγδένιες αυγές, δειλινά ματωμένα
Συννεφάκια καπνού που σκορπάτε ολοένα
Ω κι’ εμείς το γλυκό της Ζωής παραμύθι
Νοσταλγούμε κλειστοί στα μετάλλινα βύθη
Νοσταλγούμε το φως απ’ τ’ ανήλια μας βύθια
τα καζάνια βραχνάς, μας πλακώνουν τα στήθεια
Σα Θεριά μας ξερνάν τη φρυγμένη τους άχνα
που μας καίει το κορμί μας μαυρίζει τα σπλάχνα.
Κι’ αν απάνω περνούν τα τοπία κι’ οι χώρες
εδώ κάτω πνιχτές αργοστάζουν οι ώρες.
Ω! Κι’ εμείς το γλυκό της Ζωής παραμύθι
νοσταλγούμε κλειστοί στα μετάλλινα βύθη.
Μοναχή μας χαρά μπρος στην τόσην ορφάνια
τα φριχτά καπηλειά στα μεγάλα λιμάνια
Μας κερνάνε πιοτά που μας καιν τα εντόστια
σάπιες Μαγδαληνές που σκορπούν την αρρώστεια
Έν’ άσπρο σπιτάκι, σ’εν’ άσπρο χωριό
Μια μάννα κι’ εμάς προσμένει
Μι’ αγάπη κει κάτω μας δένει
-Γλυκειά μου Μαριώ!!
Καρτεράν -καρτεράν κι’ αν θα πάμε ένα βράδυ
θα’ναι πια το φτωχό το κορμί μας ρημάδι.