ΤΟ ΓΕΡΑΝΙ

Φύλαξα μεσ’τον κόρφο μου
το πορφυρό γεράνι,
που, όντας σε πρωτοφίλησα,
μου χάρισες, Καλή μου.

Και κείνο χώθηκε βαθιά
ρίζωσε στην καρδιά μου,
και βλάστησε και θέριεψε
το γαίμας μου, ρουφώντας.

Τώρα, ακριβή, περιπατώ
στου Χάρου τα λιβάδια·
λιγνή ψυχούλα, αστρόφεγγη,
που δε Σ’αποξεχνάει.

Μα, ιδές το κείνο! φύτρωσε
στου τάφου μου το χώμα!
Εγώ στο στέλνω· αντίδωρο
κείνου που μου’χεις δώσει.

Α! με θυμάσαι κι’έρχεσαι
στο μνήμα μου, λαφίνα,
να το κερνάς ροδόσταμο,
να το ποτίζεις μόσκο.

Να πίνουν δρόσο οι κλώνοι του
ν’αξαίνει, να μορφαίνει.
Να κόφτεις τα μπουμπούκια του
κάθε πουρνό και γιόμα.
Να τα σκορπάς στον κόρφο Σου
κι’εμένα να θυμάσαι….