Στο Γιώργο Πατρινιό, μικρό αντίδωρο
Εισαγωγή
Σε τούτη την πλάση που ζούμε, τα χρόνια τα λιγοστά που μας αφήνει να ζήσουμε το έλεος του Κυρίου, και τηνε σεργιανίζουμε στο μάκρος και στο πλάτος της, το ξέρουμε βέβαια πως, από γεννησιμιού μας, μας μέλλεται «άνωθεν» να νιώσουμε σύμμιχτα τα πιο αντιφατικά συναισθήματα.
Από τη στιγμή κιόλας που ανοίγουμε τα μάτια μας -θαρρείς από μιαν ορμέμφυτη γνώση του τι μας μέλλεται να υποφέρουμε – αφήνουμε να τρέξουνε ασταμάτητες των δακρύων μας οι βρύσες και το κλάμα μας αντηχάει, επίμονο και γοερό, μες από το βρεφικό μας λίκνο.
Έχουνε βέβαια να πούνε, ότι το κλάμα τούτο δεν είναι τίποτις άλλο, πάρεξ το έντονο αίσθημα της πείνας, που εκδηλώνεται έτσι μαυτό το δακρύβρεχτο τρόπο.
Όμως, δεν είναι αυτή η πραγματική αλήθεια.
Γιατί είναι γνωστό πως, το μωρό, τις δύο πρώτες μέρες της ζωής του, δεν έχει καμίαν ανάγκη από θροφή, αφού είναι χορτασμένο κιόλας από τον πλακούντα, που το θρέφει ολάκερο τον καιρό της κύησης. Έτσι αφού ο παράγοντας της πείνας βγαίνει από τη μέση, το κλάμα του νεογέννητου οφείλεται , πλέον, σ’ έναν παράγοντα εσώτερο και τρομαχτικό, που οι βαθιές του ρίζες χάνονται στα σκοτεινά βάθη του απείρου…
Ο παράγοντας τούτος είναι η ανησυχία.
Ευτύς από την πρώτη στιγμή, που κόβοντας τον “ομφάλιο λώρο”, ξεριζωνόμαστε πια από τη σιγουριά και την ασφάλεια των μητρικών σπλάχνων, που μέσα τους ζήσαμε ολάκερους μήνες απόλυτης σιγουριάς, αρχίζουμε να βλέπουμε την καινούρια ζωή μας με δέος.
Τι να μας φυλάει άραγε αυτός ο δρόμος, ο άγνωστος και μακρινός, που τώρα μόλις τον αρχίζουμε, με τα πρώτα μας αβέβαια και ταλαντευόμενα βήματα;
Βέβαια και που, ευτύς που ανοίγουμε τα μάτια μας, μας τυλίγουνε τα μαλακά ζεστά σπάργανα και το ζωογόνο στήθος της μάνας μας μας δίνει τη θροφή την πλούσια, που θα κορέσει την πείνα μας.
Βέβαια και που, το χάδι εκείνης τ’ απαλότρεμο και το στοργικό, μας κάνει να νιώθουμε πως, όχι, δεν είμαστε μονάχοι, στον καινούριο άγνωστο κόσμο που βγήκαμε. Εκείνης το μάτι τάγρυπνο, αντάμα με του πατέρα το στιβαρό χέρι, το αιστανόμαστε πως θα συντροφέψουν, αποφασιστικά τα πρώτα μας χρόνια, ώσαμε που, μονάχοι μας πια, να πάρουμε το κουράγιο για τον αγώνα τον αρχόμενο.
Αλλά, να που και πάλι, κλαίμε…κλαίμε!
Κλαίμε, γιατί το προαιστανόμαστε, αλίμονο!.. ότι η ζωή που μέλλουμε να διαβούμε, θα μας ποτίσει ελάχιστες χαρές και πιοτερα φαρμάκια και καημούς και πίκρες.
Μόχθοι και βάσανα που θαταν αδύνατο ναν τα υποφέρουμε και ναν τα κρατήσουμε στους αδύνατους ανθρώπινους ώμους μας, αν δεν συγκερνιόνταν τα βάσανα τούτα και με τις, έστω ελάχιστες, χαρές της ζωής.
Αυτό το συγκλονιστικό αίσθημα, που’ χει για βάση του τη γενετήσια ορμή και σκοπό του τη διαιώνιση του είδους γλυκαινει τις άχαρες ώρες της ζωής μας και δημιουργεί την οικογένεια και τα παιδιά, που παρόλο που, και κείνη και τούτα, κλείνουν ως και αυτά , τη δόση της πίκρας, ωστόσο μας δίνουνε το πραγματικό νόημα και τη γεύση της ζωής.
Ο έρωτας λοιπόν, η γυναίκα, ο γάμος, τα παιδιά… να που, τούτες οι γλύκες, που πρέπει ν’ αποτελούνε δικαιωμα αναφαίρετο για τον καθένα, γυρίζουν αδυσώπητες τις πλάτες τους σε μερικούς παρίες της ζωής.
Αυτοί οι άνθρωποι (αν μπορούμε να τους ονοματίσουμε έτσι!), παρόλο που πρέπει να πλάστηκαν “κατ’ εικόνα και ομοίωσιν” του Παντοκράτορα και Πανάγαθου Κυρίου, ωστόσο, η Μοίρα, την τελευταία στιγμή, γελώντας, απόθεσε πάνω τους την τρομερή σφραγίδα της!
Τους παραμόρφωσε φριχτά το πρόσωπο, τους κόντυνε αφόρητα, κάνοντάς τους νάνους, ή ακόμα τους χάλασε τους γενετήσιους αδενες, μεταβάλλοντάς τους έτσι σε δυστυχισμένα παραλλάματα, απαίσια, σαν εκείνον τον σαιξπηρικό Κάλιμπαν ή τον Κουασιμόδο της «Παναγίας των Παρισίων» και αφαιρώντας τους το δικαιωμα ν’ αγαπήσουνε και ν’ αγαπηθούνε, να παντρεφτούνε και να τεκνοποιήσουνε.
Ο έρωτας, αυτή η υπέρτατη χαρά και το θεϊκό σμίξιμο με τη γυναικεία σάρκα, είναι γι’ αυτούς τούς ανθρώπους πράγματα απαγορευμένα.
Είναι καταδικασμένοι, μένοντας στο περιθώριο της ζωής, να βλέπουν τους άλλους να χαίρονται τάγαθά τους, να γλεντάνε, να ερωτεύονται, να σμίγουν τα χείλη τους με τα κερασένια χείλια των γλυκόχυμων κοριτσιών, γευόμενοι, από τούτον τον ένσαρκο αμφορέα, το νέκταρ της αγάπης. Ενώ εκείνοι — άχ!, εκείνοι — πρέπει να διψάνε και να μην πίνουνε, να πεινάνε και να μένουν νηστικοί, να ποθούνε με όλη τη δύναμη της ψυχής τους κι ωστόσο, οι περισσότεροι, μέσα στα σπλάχνα τους, μια καρδιά νεανική, αγνή, ευαίσθητη και παιδιακίσια, που χτυπάει τρελλά και που γυρεύει επίμονα το δικαιωμά της στη ζωή: ν’ αγαπήσει και ναγαπηθεί.
Η καρδιά, λοιπόν, γυρεύει τάναφαίρετα και κυρίαρχα δικαιώματά της.
— Δεν έχω λοιπόν δικαιωμα ναγαπήσω; λέει ή καρδιά. Και δός του και τρελοφτερουγάει και σαλεύει σαν το κύμα και γυρεύει να βρει το δρόμο της.
Όμως, η φάτσα η φοβερή, το σουλούπι το κακοπαθιασμένο και τανάστημα το νανίστικο, διώχνουνε μακριά τον έρωτα.
Όχι! όχι! όχι!
Παρόλα τα τρελά τους καρδιοχτύπια, αυτοί οι σακατεμένοι άνθρωποι, είναι αναγκασμένοι, υποχρεωμένοι να σέρνονται στη ζωή, για χρόνια πολλά, έχοντας στον ώμο το σταυρό του μαρτυρίου τους και στο κεφάλι ταγκάθινο στεφάνι της οδύνης και της καταφρόνιας!
Η ζωή η μαρτυρική ενός τέτοιου παρία και απόκληρου είναι και η ζωή του Δημήτρη, που θα σας ανιστορήσω, διαβαστές μου, στις σελίδες που θακόλουθήσουν.
Η ζωή του Δημήτρη, είναι μια ιστορία πέρα για πέρα αληθινή, που την είδα από κοντά, έζησα μαζί της τις πίκρες της και τους καημούς της και γεύτηκα κ’ εγώ μερικά από τα πικρά ποτήρια της.
Το βιβλίο τούτο που κρατάτε είναι βιβλίο άγχους.
Το πηχτό σκοτάδι της απελπισίας το σκεπάζει πέρα για πέρα, χωρίς ναφήνει ένα παράθυρο να μπει ο ήλιος, το φως κι ο ουρανός ο γαλάζιος.
Πέρα για πέρα…
Και μονάχα κει, κατά το τέλος, την ώρα που η άνοιξη των λευκογάλαζων γλάρων, απλώνει το χέρι της, ήμερο και παρήγορο, προσπαθώντας να πέμψει μιαν ηλιαχτίδα χαράς πάνω ατό θλιβερό ήρωα της Ιστορίας, να τον ό σίφουνας που ξανάρχεται, αμείλιχτος, να σαρώσει την ελπίδα και να φέρει την οριστική, την τελεσίδικη καταστροφή…
Η βαθιά γαλάζια θάλασσα του Αργολικού, θα πει τότες την τελευταία λέξη, σκεπάζοντας και αναπαύοντας για πάντα στην υγρή αγκαλιά της, το κόλοβομένο, το κακορίζικο, το τυραγνισμένο κορμί του Δημήτρη. . .