Η ΠΗΓΗ

Κ’ ήταν εκεί κάποια πηγούλα
κ’ ήτανε πλάι μια ελιά.
Και μια κληματαριά κοντά της
την είχε πάρει αγκαλιά.

Κ’ ήτανε δείλι, αγαπημένη,
και δε μιλούσαμε μιλιά.
Κι’ όλο κελάρυζε η πηγούλα
κι’ όλο με κέρναγες φιλιά.

Και τώρα που τ’αναθυμάμαι,
να ξεχωρίσω δε μπορώ:
πιο δροσερά ήταν τα φιλιά Σου
ή της πηγούλας το νερό;