DE GUSTIBUS…

Το ότι το γνωστόν “περί ορέξεως ουδείς λόγος” είναι εις την βάσιν του ένας τετράγωνος ορθολογισμός, δεν υπάρχει αμφιβολία. Η διαφωνία μας έγκειται μόνον εις το ότι δεν πρέπει να γίνεται κατάχρησις αυτού του αξιώματος, του κατά τα άλλα σεβαστού, εις βάρος της τσέπης, της τόσον πολλάκις κατίσχνου, των ανά τον κόσμον συζύγων, των οποίων τα έτερα ήμισυ ευρίσκονται εις την κατάστασιν την γνωστήν ως “ενδιαφέρουσαν”, την πασιφανώς κατάδηλον, λόγω του τυμπανιαίου της κοιλίας!

Ενταύθα πρόκειται, δια ν’ακριβολογήσω κάπως, παρασιωπών δια λόγους τακτ το απώνυμον, περί της αξιεράστου κυρίας Κικίτσας Π. (το γένος Ω) η οποία, επωφελουμένη της εκτάκτως λεπτής καταστάσεώς της, έχει κυριολεκτικώς “βγάλει την πίστη” εις το μόνιμον και υπομονητικότηατον υποζύγιόν της, τον κύριον Θανασάκην! Μόλις ο Θεός ξημερώσει την ημέραν του και φωτίσει δικαίους και αδίκους, η κυοφορούσα κυρία Κικίτσα, αρχίζει τους εμετούς, τις λιγούρες και τις επιθυμίες, των οποίων, επιθυμιών, ουκ έστιν αριθμός και λογική και τέρμα!
Μαχμουρλής είναι ακόμη και αγουροξυπνημένος ο κ. Θανασάκης, όταν εις την συζυγικήν κρεβατοκάμαρα συμβαίνουν τα εξής:
ΚΙΚΙΤΣΑ: (ημιλιποθυμούσα): Ααααχ!
ΘΑΝΑΣΑΚΗΣ: (έντρομος): Φως των ματιών μου!
ΚΙΚΙΤΣΑ: (συνέρχεται και τεντώνει τους μυκτήρας σαν άλογο βαρβάτο): Σάκο μου (υποκοριστικόν του Θανασάκη). Σάκο μου χάνομαι! Μου μύρισε λακέρδα! Λίγη λακέρδα γιατί θα σβήσω! Την ζητάει το παιδί (εννοεί το, εντός της κοιλίας… συναρμολογούμενον!)
Και, τρομαγμένος και περίφροντις, ο κρεματαλάς… Σάκος, προτού ακόμη πιεί καφέ, παίρνει μπάλα τα μπακάλικα, εις αναζήτησην λακέρδας, αφού το “παιδί” την ζητάει!

Μήνας οκτώ υποφέρει τώρα ο ταλαίπωρος Σάκος, προσπαθών να ικανοποιήσει τα γαστριμαργικάς ορέξεις, τας πλέον απιθάνους και ανωμάλους, του βρεφουργουμένου Γαργαντούα!
Συγκεκριμένως, κατά το διαρρεύσαν οκτάμηνον, ο ακόμη αφανής λιλιπούτειος δικτάτωρ, εζήτησε: τυρί της Βίτσερης, κυδωόπαστο, φαγκρί, αντζούγες, αγγουράκια τουρσί, τραχανά ξυνό, κασκαβάλι Κρήτης, Παστουρμά, ταραμοσαλάτα, πατσά αυγοκομμένη, πηχτή χοιρινίσια και άλλα και άλλα τα οποία η μνήμη αδυνατεί να συγκρατήσει.
Και ο Θανασάκης ή Σάκος, μεταβληθείς εις μοτο… Σακό, τρέχει… τρέχει… τρέχει, για να βρει και να φέρει και να ικανοποιήσει τον στόμαχον, τον ευγενή και άπληστον, όχι βεβαίως της αμετόχου κυρίας Κικίτσας, αλλά τον του αναμενομένου μπέμπη που, πριν ιδεί το φως του κόσμου τούτου, έχει μάθει απ’ έξω κι ανακατωτά όλα τα σπεσιαλιτέ του Τσελεμεντέ!

Τα πράγματα έως εδώ βαδίζουν κάπως ομαλά. Αλλά τι γίνεται παρακαλώ όταν αι ορέξεις του αοράτου όντος γυρεύουν το ακατόρθωτο; Διότι ζητάει ενίοτε -αν είσθε χριστιανοί!- σταφύλια το μεσοχείμωνο και… αγγινάρες α λα πολίτα, πάνω στη βράση του καλοκαιριού!
Τέλος πάντων όλα αυτά τα ανωτέρω λεχθέντα και γραφέντα και διαδραματισθέντα, κάτι πάνε κι έρχονται. Εσχάτως όμως ο τρισταλαίπωρος Σάκος έπαθε και κάτι άλλο, το οποίον ούτε “πάει” ούτε “έρχεται”!…
Ο γαστεροσκέπαστος δυνάστης -θηλυκό άραγε να είναι; -θέλει τώρα και άλλα πράγματα πανάκριβα:
-Αααχ! Σβήνω Σάκο μου! Μ’ έφαγε η κόρη σου!
-Τι θέλει πάλι;-
-Το γούνινο παλτό που είδαμε προχθές στη βιτρίνα!-
-Βρε γυναίκα κοστίζει δώδεκα λίρες!-
-Σάκο μου, θα χάσουμε το παιδί. Αααχ! Σβήνω!-
Έτσι εστήθη η “μηχανή” από την ατσίδα κυρίαν Κικίτσαν και έτσι, κατά καιρούς, της μπεμπέκας πάντοτε επιτασσούσης, ηγοράσθησαν και το παλτό και το δαχτυλίδι το μονόπετρο και τα παπούτσια τα “μεταλλιζέ” και γενικώς όλη η γκαρνταρόμπα και τα ελλείποντα μπιζού της παμπονήρου Κικίτσας.

“Εκ γυναικός ερρύει τα φαύλα και εκ του ανδρός η βλακεία!”–

 

 

Το πάθος

τ’ασίγαστο και τ’ασυνόριστο
για τούτη τη γη
τη γενέθλια και την αρχόντισσα,
δε μ’άφησε να τυπώσω το βιβλίο μου στην πολύβουη πρωτεύουσα.
Αναπλιώτικο το θέλησα και σε χέρια Αναπλιώτικα το μπιστεύτηκα να το διαφεντέψουν.
Για τ’Ανάπλι μιλάνε οι σελίδες του, Αναπλιώτικο τυπογραφείο συνταίριασε τα ψηφιά του και ζωγράφος Αναπλιωτολάτρης -ο Σπύρος Γιαννούλης- καταπιάστηκε με το ξώφυλλο.
Αναπλιώτης κι εγώ, κλέρης φτωχός, πάσκισα ν’αναστήσω για σας, παλιά ωραία χρόνια, Αναπλιώτικα, που χάθηκαν στην ομίχλη του χρόνου!

 

Γράφτηκε στ’Ανάπλι. Εδώ και τυπώθηκε καθώς τέλειωνε ο Μάης του 1956

 

Προηγούμενο   Επιστροφή στα Πεζά