ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ

Δεν ξέρω αν εκείνος ο Μαξ Νορντάου είχε εμπνευσθεί κάποτε απ’ αυτές τις ανιαρότατες βίζιτες, για να γράψει τα “Κατά συνθήκην ψεύδη”.
Πάντως, είναι απόλυτα εξακριβωμένο, ότι οι επισκέψεις “επί τη ονομαστική εορτή” κτλ, κτλ, που πριν λίγες μέρες βρίσκονταν στο φόρτε τους, με την σωρείαν των εν τη πόλει ταύτη παροικούντων Ελενών και Κωνσταντίνων, αποτελούν και για τους επισκέπτας και για τους δεχόμενους, μίαν σάχλαν… της ελεεινής μορφής!
Από την προηγουμένην κιόλας της κάθε εορτής, το συζυγικό ζευγάρι, αρχίζει το ψάξιμο, μέσα εις τον κυκεώνα των ονομάτων και των υποκοριστικών για ν’ανακαλύψει τας “υποχρεώσεις” και να οργανώσει δια την επαύριον τον Γολγοθά των σούρτα-φέρτα και των ανεβοκατεβασμάτων.
Απαριθμούνται λοιπόν εξονυχιστικώς οι διάφοροι Κωνσταντίνοι, οι Ντίνοι, οι Κωστήδες, οι Κωστάκηδες, οι… υπόπτου ανδρικότητος Ντιντήδες και οι αρειμανίου υφής Κώτσοι, καθώς και οι προκαλούντες αναγούλαν Κοκοί. Επίσης οι Ελένες, οι Κωνσταντίνες, οι Ντίνες, οι Λόλες και οι Λιλές, οι Λουλούκες και οι Λελέδες και η ανίχνευση προχωρεί, φθάνουσα έως τα απώτατα υποκοριστικά, ήγουν τα Νάκια, τα Λενάκια, τις Νίτσες και τις Νανάδες, τις Νινές και τις Νόνες, για να κάνει εν τέλει “απλωτές” και στον ωκεανό των ξενόγλωσσων υποκοριστικών όπως Κωνστάνς, Νάντια, Νέλλη και Έλεν, Έλενα και Λίλυ κτλ, κτλ.
Έτσι, αφού καταστρωθεί το πρόγραμμα, μέσα στην αποπνικτική ζέστη του προώρως θερινού Μαΐου, η πορεία αρχίζει.

Ανεβαίνοντας τις σκάλες -τις εν πολλοίς σακπιόσκαλες- του κάθε σπιτιού, οπλίζεσθε με ένα μονίμως παγωμένο μειδίαμα, φιλομειδώς βλακώδες και, φθάνοντες εις το κεφαλόσκαλο, σφίγγετε περιπαθώς την λιπαράν και ιδρωμένην χείρα της υπερευσάρκου οικοδεσποίνης. Λέτε “χρόνια πολλά κτλ.” και μπαίνετε στο σαλόνι.
Κάθεστε.
Η διπλανή σας κυρία, της οποίας ο ιδρώτας μυρίζει αφορήτως, αποφαίνεται:
-Ζέστη!-
Και σεις, χαμογελώντας ηλίθια, επαναλαμβάνετε σαν ηχώ:
-Ζέστη!-
Μετά την εξάντληση του περιλαλήτου περί καιρικών συνθηκών θέματος, απλώνεται μια βαρειά σιγή, πληκτικότατη, διακοπτόμενη μόνον από τον ρυθμικό κτύπο της βεντάγιας της πλαγινής αεριζομένης κυρίας, η οποία (βεντάγια) ανακουφίζει μεν την κάτοχόν της, αλλά και σας εξακοντίζει κατά ριπάς την προμνησθείσαν ιδρωτίλαν που σας φέρνει εμετό!

Σε μερικά σπίτια υφίστασθε και το μαρτύριο του “εξυπνότατου” μπέμπη της οικογενείας, ο οποίος κάθεται στα γόνατά σας και κάνει “το άλογο”, σας τραβάει τη μύτη και τ’αυτιά και σεις, ενώ ενδομύχως του δίνετε το “σιχτίρ πιλάφι”, λέτε φωναχτά:
-“Τι χαριτωμένο, καλέ! Τι χαριτωμένο!”-
Εν τέλει, προς μεγάλην σας ανακούφισιν, προσφέρεται το γλυκό και το καθιερωμένο ποτό. Καταβροχθίζετε το πρώτο, λέγοντες στερεοτύπως: “Πολύ νόστιμο! Γειά στα χέρια σας!” και πίνετε το δεύτερο, ευχόμενοι κτλ.
Το μαρτύριο τελειώνει κάπου εκεί.
Τώρα, αν θέλετε να πλειοδοτήσετε σε καλήν συμπεριφοράν, λέτε ενδεχομένως και “καλή λευτεριά” αν η εορτάζουσα είναι “στον μήνα της”!

Αυτά ή περίπου κάτι τέτοια, συμβαίνουν εκάστοτε κατά τας αγίας ημέρας των εορτών.
Στις έντεκα το βράδυ, επανέρχεσθε οικάδε, κατάκοπος από τας αναρριχήσεις και μπαφιασμένος από τα, υπόπτου φρεσκότητος, γλυκά και από τα, απιθάνων προσμίξεων, ροσόλια που υπεχρεώθητε να σαβουρώσετε και έχοντας σιχαθεί και τον εαυτόν σας και την κοινωνία. Η υπόθεσις, για σήμερα, Κωνσταντίνου και Ελένης, έχει λήξει. Το βιολί όμως των επισκέψεων δεν σταματά εδώ… Ήδη η σύζυγος αρχίζει να μετρά τις προσεχείς βίζιτες των Λιάκων , των συνωνύμων του μετ’ ολίγας ημέρας εορτάζοντος, γνωστού ορειβάτου Προφήτου!

 

Προηγούμενο   Επόμενο