ΑΝΤΡΟΝ ΤΟ ΜΕΛΙΣΤΑΓΕΣ

Είναι αυτό το παραθαλάσσιο γοητευτικό ξενοδοχείο, όπου, μιας πλειάς οχτώ νιόπαντρων ζευγαριών διανύει εν πάσει ανέσει και μακαριότητι θεία αυτήν την, εκ νόμου αγράφου τεταγμένην ρουτίναν του “γαμηλίου ταξιδιού”.
Τι φταίνε κι αυτοί οι καημένοι!
Είναι οκτώ άρρενες και οκτώ θήλεις υπάρξεις, ατυχέστατες, που, υποχρεωμένες να σκύψουν το κεφάλι κάτω από το βάρος ενός πανάρχαιου εθίμου, το’σκυψαν -πώς να’καναν αλλιώς!- πήραν “των ματιών τους” και τράβηξαν, “ευθύς μετά την  στέψιν”, δρόμο πήραν, δρόμο άφηκαν, για ν’αράξουν εν τέλει στο χωλ αυτού του ξενοδοχείου πολυτελείας με τις αλμυρές τιμές, που, υποτίθεται πως θα λικνίσει για ένα τουλάχιστον δεκαήμερο τα συζυγικά τους όνειρα και θα στεγάσει τους νόμιμους έρωτές των.

Δεδομένου λοιπόν ότι και αι οκτώ συμβίαι “ήθελαν θάλασσα” κατά το πρότυπον του κοριτσιού του πασίγνωστου Μανώλη Τραμπαρίφα, οι ισάριθμοι γαμβροί, τους έκαναν το χατίρι και, να τους τώρα τους ερίφηδες, αγκυροβολημένους στο Οτέλ των ροδίνων ονείρων!
Από την πρώτη μέρα κιόλας γνωρίστηκαν όλοι. Τους ενώνει η κοινή τύχη (γράφε ατυχία!). Άλλωστε φρόντισε, προ των άλλων, να τους συστήσει η ενιαία αμφίεσις. Οι άνδρες – να’ναι τάχα το προαίσθημα;- τα’χουν όλοι “βάψει μαύρα”: μαύρα παπούτσια, μαύρα κατάμαυρα ρούχα, μαυρίλα καθολική και απέραντος που μάταια προσπαθεί να την ανακόψει η πάλλευκη τρικολίνα των υποκαμίσων. Απεναντίας τα θηλυκά κολυμβούν εις πελάγη λευκής παρθενικότητος: φορούν λευκά ταγιέρ, λευκά παπούτσια, λευκές κάλτσες και διατηρούν το καθιερωμένο, πλήρες αιδημοσύνης βλέμμα.
Έτσι λοιπόν αι συστάσεις, γίνονται απλώς για τον τύπο:
-Νιόπαντροι και σεις;-
-Μα βέβαια! Και… φυσικά…
-…Και μεις τα ίδια! Να σας συστήσω την κυρία μου!-
Συστάσεις, ακκισμοί και βλακώδη εκατέρωθεν χαμόγελα.

Την περιγραφήν των νυκτών μου την απαγορεύει ρητώς ο μικρός ξανθός Υμέναιος, που βάζει το δακτυλάκι του στο στόμα κατ’εγκάρσιον τρόπον και επιβάλλει σιγήν ασφαλείας.
Αλλά το πρωί, κάθε πρωί, γίνεται ακριβώς η ίδια δουλειά: Το “κομπλε” ( δυό κουτσουλιές μαρμελάδα, άλλες τόσες φρέσκο βούτυρο και μια κούπα γάλα, όλα ομού δραχμάς τριάκοντα) σερβίρεται, εγγύς των νυμφικών παστάδων, από ένα γκαρσόνι με σμόκιν κάπως τετριμένης αμαυρότητος, ελαφρώς χλοΐζον ( το σμόκιν) και με πρόσωπο που επάνω του έχει παγώσει επαγγελματική σοβαροφανής ευγένεια.
Ύστερα, κατά τις δέκα, σημειώνεται ομαδική κάθοδος στο χολ του ξενοδοχείου, τρυφερά τετ-α-τετ στα απόμερα φωτέιγ και περιπτύξεις κατά το μάλλον και ήττον τολμηρές, που σε άλλη περίπτωση θα σόκαραν, αλλά που τώρα, λόγω της ειδικής περιπτώσεως, συγχωρούνται από τον άλλοτε τηρητήν του πρωτοκόλλου Μαιτρ.
Το βιολί αυτών των περιπτύξεων, των ακκισμών και των λιγωμένων βλεμμάτων συνεχίζεται έως το βράδυ, διακοπτόμενον από το γεύμα και το δείπνον που τιμούν με το παραπάνω τα ερωτευμένα ζεύγη, προσπαθούντα ν’ανακτήσουν την ημέραν, τα απωλεσθείσας δυνάμεις τρικυμιωδών νυκτών.

Αυτά συνέβησαν, αγαπητοί μου, τώρα το μεσοχείμωνο, στο ξενοδοχείον της Ευτυχίας, επί ημέρας τρεις κατά συνέχειαν, έως ότου, την τετάρτην μοιραίαν, ήλθε, απρόσκλητος μουσαφίρης και εγκαταστάθη μεταξύ των ως άνω ζευγών, κυρίαρχος, η Α.Μ. ο Κόρος μαζί με την θυγατέρα του την Πλήξη!
Τα τρυφερά τετ-α-τετ άρχισαν να σπανίζουν, τα χαμόγελα να γίνονται αραιότερα και έπειτα, κάποια αδιόρατα σκεπασμένα με το ανάστροφο της παλάμης, εντονότερα ύστερα και ακάλυπτα χασμουρητά, εσήμαναν την αρχή τους τέλους.
-Μ’αγαπάς χρυσό μου;-
-Πολύ, αλλά… τι θα’λεγες αν του δίναμε;
Άρχισα να πλήττω!-
-Την τετάρτην ημέραν τα οκτώ ζεύγη έγιναν έξι και την εβδόμην, όλοι οι μελισταγείς θαμώνες του αλμυρού -ίσως διότι γειτνιάζει προς την θάλασσαν -Οτέλ, με κατά πολύ ελαφρότερα τα βαλάντια, γίνηκαν καπνός.
Το γαμήλιο ταξίδι είχε τελειώσει!

Τους είδα να φεύγουν κατηφείς δια να εγκατασταθούν στο ισόβιον δεσμωτήριο της συζυγικής Χολής και αναστέναξα.
Ευτυχία είναι μια ουτοπία που δεν διαρκεί!

 

Προηγούμενο   Επόμενο